<Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη-Η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει, κυρίως οι μεγάλες χώρες και ο
Βορράς, πως το ευρωπαϊκό πρόγραμμα μπορεί να επιβιώσει μόνο αν ξεπεράσει
τις στενόκαρδες εθνικές επιδιώξεις και αρχίζει να οικοδομεί την
αντίληψη του ενιαίου ευρωπαϊκού συμφέροντος
Η Ελλάδα βιώνει, μαζί με τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, τη βαθιά
πολιτική και πολιτισμική κρίση που διέρχεται ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση,
αφού η ελληνική οικονομική κρίση είναι βαθύτατα κρίση πολιτική της
Ένωσης, κρίση πολιτισμού της Ευρώπης. Ο Winston Churchill, ατενίζοντας
στα ερείπια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου την Ευρώπη του μέλλοντος,
στην ιστορική ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1946, μίλησε
για το όραμά του της Ευρώπης της ειρήνης, της προόδου και της
δημοκρατίας.
Ανέφερε χαρακτηριστικά πως υπάρχει ένα αντίδοτο, το οποίο θα μπορούσε σε μερικά χρόνια να κάνει όλη την Ευρώπη ελεύθερη και χαρούμενη. Αυτό σημαίνει την ανασύσταση της ευρωπαϊκής οικογένειας, δημιουργώντας μια δομή πολιτικής που να προσφέρει στους λαούς ειρήνη, ασφάλεια και ελευθερία. Ο Churchill οραματίστηκε σε αυτόν του τον λόγο την οικοδόμηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Αυτός του ο στοχασμός λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη για τις επόμενες δράσεις, που απέβλεπαν στην πραγμάτωση του ευρωπαϊκού οράματος.
Το όραμα μιας Ευρώπης αλληλέγγυας και στηριγμένης στη βάση ενός μακραίωνος πολιτισμού, πολιτικά ενωμένης και ασφαλούς, υπήρξε το εφαλτήριο για τους εμπνευστές και αρχιτέκτονες του σχεδίου της Ένωσης της Ευρώπης, δηλαδή των Robert Schuman και Jean Monnet. Οι δύο αυτοί πρωτεργάτες του ευρωπαϊκού ιδεώδους πίστεψαν στην Ευρώπη του πολιτισμού, δηλαδή των κοινών τόπων, της κοινής ιστορίας, της παράδοσης, της πολιτικής κουλτούρας, που τους ενώνει ο Διαφωτισμός και η Αναγέννηση, αλλά και η πολιτική βούληση των Ευρωπαίων, λαών και ηγεσιών, να οικοδομήσουν μέσα από τις στάχτες του έναν ενιαίο οικονομικό χώρο πολιτικής, που θα λειτουργήσει ως πλαίσιο ασφάλειας, ειρήνης, δημιουργίας και ανάπτυξης.
Η πορεία αυτή της υλοποίησης του ευρωπαϊκού πειράματος μπορεί να είχε ως αρχή της την οικονομία, ποτέ όμως δεν προβλεπόταν η πραγμάτωση του στόχου της ένωσης της Ευρώπης, χωρίς την πολιτική ενοποίηση. Γιατί ακριβώς, η οικονομία δημιουργεί τη βάση του κοινού, δημόσιου συμφέροντος και η πολιτική εκφράζει τη βούληση του συνόλου να εκπροσωπείται σε κρατικό και πολιτειακό επίπεδο ο ενιαίος πολιτικός χώρος των κοινωνιών, ως διαδικασία υλοποίησης της δημοκρατικής αρχής.
Αυτό σημαίνει πως η Ένωση των ευρωπαϊκών κρατών στην πορεία της διεύρυνσης και ολοκλήρωσής της, σχεδόν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο και τα Βαλκάνια, δεν μπορούσε, ούτε και μπορεί να ολοκληρωθεί ως οικονομική, εμπορική ένωση που εκφράζει κοινά συμφέροντα, χωρίς την πολιτική ολοκλήρωσή της, που είναι η πολιτική ένωση της Ευρώπης σε ένα πολιτειακό σχήμα ομοσπονδιακής δομής, που είναι σε θέση να υπερασπίζεται το σύνολο των Ευρωπαίων ως συμφέροντα και ως στρατηγικές κινήσεις πολιτικής αντίληψης, ιδεολογίας, διεκδικήσεων και παρουσίας εν γένει στον κόσμο.
Η τομή του 1991, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση της Γερμανίας, θα έπρεπε να έφερνε πολύ πιο κοντά, απ' ό,τι εντέλει πέτυχε, την ιδέα της πραγμάτωσης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης του Winston Churchill, αφού ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος διευρύνθηκε τα μέγιστα, αποκτώντας την ενιαία πολιτική κουλτούρα της δημοκρατικής οργάνωσης του κράτους και την εμπέδωση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου και του ατόμου, από τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη.
Αυτή η διεκδίκηση της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, που οδηγεί σε υπεράσπιση και στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων της Ευρώπης, ώστε να υπάρχει ισορροπία Βορρά - Νότου και εμπέδωση ενός κοινωνικού ιστού συνοχής του ευρωπαϊκού συνόλου, που εμπεδώνει και τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική νομιμοποίηση της ηγεσίας της Ευρώπης, θα έπρεπε να είναι η στρατηγική της Ευρώπης σήμερα, προκειμένου να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα της εσωτερικής οικονομικής κρίσης, που δεν είναι λογιστικού επιπέδου, είναι πολιτική κρίση αδυναμίας του συνόλου να υπερασπιστεί και να στηρίζει το μέρος.
Έχουμε, δηλαδή, μια ευρωπαϊκή κρίση η οποία απειλεί ουσιαστικά το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως το πρόγραμμα οικοδόμησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, άνευ του οποίου κινδυνεύει και η ίδια η οικονομική Ένωση, όπως είναι σήμερα, γιατί κανένας πολιτικός διεθνής οργανισμός, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, αυτή των 28, δεν μπορεί να επιβιώσει ως οικονομικό μέγεθος χωρίς την πολιτική εκπροσώπηση, η οποία ανάγεται στην ίδια την πολιτική ένωση.
Η Ελλάδα έχει το αντίδοτο της αναγκαιότητας για πραγμάτωση της πολιτικής ένωσης ως αντίληψη διαχείρισης της κρίσης, με την έννοια ακριβώς ότι ο Νότος συσπειρώνεται και διεκδικεί την υπέρβαση της κρίσης μέσα από πολιτική απόφαση και σχεδιασμό πολιτικής αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Το ελληνικό χρέος λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, που λογιστικά δεν είναι καθαρά οικονομικά αντιμετωπίσιμο, αν δεν ενταχθεί σε ένα πολιτικό σκεπτικό ευρωπαϊκής παρέμβασης για την εμπέδωση δομών αναπτυξιακής στήριξης του Ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως της Ελλάδος εν προκειμένω, ώστε να αποκατασταθεί σταδιακά σε επίπεδο παραγωγικών - αναπτυξιακών δομών, η σχέση Νότου - Βορρά στην Ευρώπη.
Η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει, κυρίως οι μεγάλες χώρες και ο Βορράς, πως το ευρωπαϊκό πρόγραμμα μπορεί να επιβιώσει μόνο αν ξεπεράσει τις στενόκαρδες εθνικές επιδιώξεις και αρχίζει να οικοδομεί την αντίληψη του ενιαίου ευρωπαϊκού συμφέροντος, που πραγματώνεται μόνο μέσα από την υπέρβαση του μεγάλου κοινωνικο-οικονομικού, πολιτικού και εντέλει πολιτιστικού ελλείμματος που παρατηρείται μεταξύ Νότου και Βορρά.
Η Αθήνα μπορεί, αξιοποιώντας τη συνεργασία των χωρών του Νότου, να διεκδικήσει, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής επιβίωσης και ανάκαμψης της Ευρώπης, την πολιτική εφαρμογή ενός προγράμματος Marshall για τον Ευρωπαϊκό Νότο, που θα αποσκοπούσε ακριβώς στη στοχευμένη ίδρυση παραγωγικών δομών στις χώρες του Νότου και ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, που πάσχει πολύ περισσότερο από όλους, ώστε η ανάκαμψη να έρθει μέσα από την αυτοβοήθεια της ίδρυσης μονάδων παραγωγής και ανάπτυξης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ισορροπία της Ευρώπης στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο θα επηρέαζε και την πορεία πολιτικής ενοποίησης θετικά, ενώ θα επετυγχάνετο και η πραγματική στήριξη του ασθενούντος Νότου.
Παράλληλα, μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε επ’ ωφελεία του σχεδιασμού σωτηρίας και ανάκαμψης της Ευρώπης, ως ενιαίου οικονομικού και πολιτικού συνόλου, με θετικές οπωσδήποτε επιδράσεις για το διεθνές σύστημα στην οικονομία και στην πολιτική. Διαφορετικά, πρέπει να επισημάνουμε ως κατακλείδα, πως αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν, δηλαδή στη λογιστική οικονομική διάσταση της όποιας Τρόικας, τα εκφυλιστικά σημεία παρακμιακής πορείας θα καταστήσουν την επιβίωση της ΕΕ εξαιρετικά επισφαλή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι σήμερα, έχει αποτύχει. Το αντίδοτο που υπάρχει είναι η επιστροφή στο πολιτικό όραμα της ενωμένης πολιτικά Ευρώπης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Ανέφερε χαρακτηριστικά πως υπάρχει ένα αντίδοτο, το οποίο θα μπορούσε σε μερικά χρόνια να κάνει όλη την Ευρώπη ελεύθερη και χαρούμενη. Αυτό σημαίνει την ανασύσταση της ευρωπαϊκής οικογένειας, δημιουργώντας μια δομή πολιτικής που να προσφέρει στους λαούς ειρήνη, ασφάλεια και ελευθερία. Ο Churchill οραματίστηκε σε αυτόν του τον λόγο την οικοδόμηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Αυτός του ο στοχασμός λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη για τις επόμενες δράσεις, που απέβλεπαν στην πραγμάτωση του ευρωπαϊκού οράματος.
Το όραμα μιας Ευρώπης αλληλέγγυας και στηριγμένης στη βάση ενός μακραίωνος πολιτισμού, πολιτικά ενωμένης και ασφαλούς, υπήρξε το εφαλτήριο για τους εμπνευστές και αρχιτέκτονες του σχεδίου της Ένωσης της Ευρώπης, δηλαδή των Robert Schuman και Jean Monnet. Οι δύο αυτοί πρωτεργάτες του ευρωπαϊκού ιδεώδους πίστεψαν στην Ευρώπη του πολιτισμού, δηλαδή των κοινών τόπων, της κοινής ιστορίας, της παράδοσης, της πολιτικής κουλτούρας, που τους ενώνει ο Διαφωτισμός και η Αναγέννηση, αλλά και η πολιτική βούληση των Ευρωπαίων, λαών και ηγεσιών, να οικοδομήσουν μέσα από τις στάχτες του έναν ενιαίο οικονομικό χώρο πολιτικής, που θα λειτουργήσει ως πλαίσιο ασφάλειας, ειρήνης, δημιουργίας και ανάπτυξης.
Η πορεία αυτή της υλοποίησης του ευρωπαϊκού πειράματος μπορεί να είχε ως αρχή της την οικονομία, ποτέ όμως δεν προβλεπόταν η πραγμάτωση του στόχου της ένωσης της Ευρώπης, χωρίς την πολιτική ενοποίηση. Γιατί ακριβώς, η οικονομία δημιουργεί τη βάση του κοινού, δημόσιου συμφέροντος και η πολιτική εκφράζει τη βούληση του συνόλου να εκπροσωπείται σε κρατικό και πολιτειακό επίπεδο ο ενιαίος πολιτικός χώρος των κοινωνιών, ως διαδικασία υλοποίησης της δημοκρατικής αρχής.
Αυτό σημαίνει πως η Ένωση των ευρωπαϊκών κρατών στην πορεία της διεύρυνσης και ολοκλήρωσής της, σχεδόν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ήπειρο και τα Βαλκάνια, δεν μπορούσε, ούτε και μπορεί να ολοκληρωθεί ως οικονομική, εμπορική ένωση που εκφράζει κοινά συμφέροντα, χωρίς την πολιτική ολοκλήρωσή της, που είναι η πολιτική ένωση της Ευρώπης σε ένα πολιτειακό σχήμα ομοσπονδιακής δομής, που είναι σε θέση να υπερασπίζεται το σύνολο των Ευρωπαίων ως συμφέροντα και ως στρατηγικές κινήσεις πολιτικής αντίληψης, ιδεολογίας, διεκδικήσεων και παρουσίας εν γένει στον κόσμο.
Η τομή του 1991, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση της Γερμανίας, θα έπρεπε να έφερνε πολύ πιο κοντά, απ' ό,τι εντέλει πέτυχε, την ιδέα της πραγμάτωσης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης του Winston Churchill, αφού ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος διευρύνθηκε τα μέγιστα, αποκτώντας την ενιαία πολιτική κουλτούρα της δημοκρατικής οργάνωσης του κράτους και την εμπέδωση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου και του ατόμου, από τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη.
Αυτή η διεκδίκηση της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, που οδηγεί σε υπεράσπιση και στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων της Ευρώπης, ώστε να υπάρχει ισορροπία Βορρά - Νότου και εμπέδωση ενός κοινωνικού ιστού συνοχής του ευρωπαϊκού συνόλου, που εμπεδώνει και τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική νομιμοποίηση της ηγεσίας της Ευρώπης, θα έπρεπε να είναι η στρατηγική της Ευρώπης σήμερα, προκειμένου να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα της εσωτερικής οικονομικής κρίσης, που δεν είναι λογιστικού επιπέδου, είναι πολιτική κρίση αδυναμίας του συνόλου να υπερασπιστεί και να στηρίζει το μέρος.
Έχουμε, δηλαδή, μια ευρωπαϊκή κρίση η οποία απειλεί ουσιαστικά το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως το πρόγραμμα οικοδόμησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, άνευ του οποίου κινδυνεύει και η ίδια η οικονομική Ένωση, όπως είναι σήμερα, γιατί κανένας πολιτικός διεθνής οργανισμός, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, αυτή των 28, δεν μπορεί να επιβιώσει ως οικονομικό μέγεθος χωρίς την πολιτική εκπροσώπηση, η οποία ανάγεται στην ίδια την πολιτική ένωση.
Η Ελλάδα έχει το αντίδοτο της αναγκαιότητας για πραγμάτωση της πολιτικής ένωσης ως αντίληψη διαχείρισης της κρίσης, με την έννοια ακριβώς ότι ο Νότος συσπειρώνεται και διεκδικεί την υπέρβαση της κρίσης μέσα από πολιτική απόφαση και σχεδιασμό πολιτικής αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Το ελληνικό χρέος λαμβάνει τέτοιες διαστάσεις, που λογιστικά δεν είναι καθαρά οικονομικά αντιμετωπίσιμο, αν δεν ενταχθεί σε ένα πολιτικό σκεπτικό ευρωπαϊκής παρέμβασης για την εμπέδωση δομών αναπτυξιακής στήριξης του Ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως της Ελλάδος εν προκειμένω, ώστε να αποκατασταθεί σταδιακά σε επίπεδο παραγωγικών - αναπτυξιακών δομών, η σχέση Νότου - Βορρά στην Ευρώπη.
Η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει, κυρίως οι μεγάλες χώρες και ο Βορράς, πως το ευρωπαϊκό πρόγραμμα μπορεί να επιβιώσει μόνο αν ξεπεράσει τις στενόκαρδες εθνικές επιδιώξεις και αρχίζει να οικοδομεί την αντίληψη του ενιαίου ευρωπαϊκού συμφέροντος, που πραγματώνεται μόνο μέσα από την υπέρβαση του μεγάλου κοινωνικο-οικονομικού, πολιτικού και εντέλει πολιτιστικού ελλείμματος που παρατηρείται μεταξύ Νότου και Βορρά.
Η Αθήνα μπορεί, αξιοποιώντας τη συνεργασία των χωρών του Νότου, να διεκδικήσει, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής επιβίωσης και ανάκαμψης της Ευρώπης, την πολιτική εφαρμογή ενός προγράμματος Marshall για τον Ευρωπαϊκό Νότο, που θα αποσκοπούσε ακριβώς στη στοχευμένη ίδρυση παραγωγικών δομών στις χώρες του Νότου και ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, που πάσχει πολύ περισσότερο από όλους, ώστε η ανάκαμψη να έρθει μέσα από την αυτοβοήθεια της ίδρυσης μονάδων παραγωγής και ανάπτυξης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ισορροπία της Ευρώπης στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο θα επηρέαζε και την πορεία πολιτικής ενοποίησης θετικά, ενώ θα επετυγχάνετο και η πραγματική στήριξη του ασθενούντος Νότου.
Παράλληλα, μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε επ’ ωφελεία του σχεδιασμού σωτηρίας και ανάκαμψης της Ευρώπης, ως ενιαίου οικονομικού και πολιτικού συνόλου, με θετικές οπωσδήποτε επιδράσεις για το διεθνές σύστημα στην οικονομία και στην πολιτική. Διαφορετικά, πρέπει να επισημάνουμε ως κατακλείδα, πως αν τα πράγματα παραμείνουν ως έχουν, δηλαδή στη λογιστική οικονομική διάσταση της όποιας Τρόικας, τα εκφυλιστικά σημεία παρακμιακής πορείας θα καταστήσουν την επιβίωση της ΕΕ εξαιρετικά επισφαλή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι σήμερα, έχει αποτύχει. Το αντίδοτο που υπάρχει είναι η επιστροφή στο πολιτικό όραμα της ενωμένης πολιτικά Ευρώπης.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου