Τον Ιούνιο του 1940 η Γαλλία, μια
μεγάλη δύναμη της εποχής, έπεφτε με σχετική ευκολία στα χέρια της
χιτλερικής Γερμανίας. Η Γαλλία διαιρέθηκε ουσιαστικά σε τρία τμήματα. Τα
βόρειο και δυτικό τμήματα της χώρας θα έμεναν υπό γερμανική κατοχή και
διοίκηση, ενώ η φασιστική Ιταλία θα κατείχε μια μικρή εδαφική περιοδή
στο νοτιοανατολικό τμήμα της Γαλλίας.
Το υπόλοιπο τμήμα της χώρας θα ετίθετο υπό τις διαταγές μιας
γαλλικής κυβέρνησης υπό τον επιφανή στρατάρχη Πετέν, μιας κυβέρνησης που
συνεργαζόταν και είχε την έγκριση της χιτλερικής διοίκησης. Η κυβέρνηση
Πετέν είχε την έδρα της στο Βισί και έμοιαζε πολύ με τη διορισμένη από
τους Γερμανούς κυβέρνηση του στρατηγού Τσολάκογλου στην Ελλάδα, το 1941,
μετά την κατάληψη της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα.
Ενας πολύ στενός συνεργάτης τού Πετέν υπήρξε ο Γάλλος ναύαρχος Φρανσουά Νταρλάν (1881-1942).
Στο Αλγέρι
Στις 7 Νοεμβρίου 1942 ο Νταρλάν έφτασε στην Αλγερία (τότε γαλλική αποικία), υπό τον έλεγχο των στρατιωτικών δυνάμεων της κυβέρνησης του Βισί που αντετίθεντο στους Συμμάχους, για να επισκεφθεί σ' ένα νοσοκομείο στο Αλγέρι το βαριά τραυματισμένο γιο του. Δεν είχε όμως προβλέψει ότι την επομένη 8 Νοεμβρίου θ' άρχιζε η απόβαση των Δυτικών Συμμάχων στη γαλλική Βόρεια Αφρική.
Ο Νταρλάν παγιδεύτηκε και συνελήφθη από Γάλλους αντιτιθέμενους
στην κυβέρνηση του Βισί. Οι Σύμμαχοι τον έθεσαν υπό τον έλεγχό τους.
Αρχισαν μάλιστα να έχουν ιδιαίτερες συνομιλίες μαζί του. Στις 14
Νοεμβρίου, οι Σύμμαχοι αναγνώρισαν ξαφνικά τον Νταρλάν ως Υψηλό Επίτροπο
της Γαλλίας στη Βορειοδυτική Αφρική.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, στις 24 Δεκεμβρίου 1942, ένας νεαρός Γάλλος, μόλις 20 ετών, γιος ενός δημοσιογράφου, πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα, στο αρχηγείο του στο Αλγέρι, το ναύαρχο Νταρλάν. Ο νεαρός Γάλλος ονομαζόταν Φερνάν Μπονιέ ντε λα Σαπέλ. Αμέσως συνελήφθη, κατηγορήθηκε ως φιλοβασιλικός, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε πολύ σύντομα, στις 26 Δεκεμβρίου.Η δολοφονία του Νταρλάν προξένησε μεγάλη εντύπωση στους πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους στη Μέση Ανατολή.
Στο Κάιρο, ο αντιπρόεδρος και υπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος σημείωσε στο ημερολόγιό του: «(Κάιρο) 25 Δεκεμβρίου 1942. Χριστούγεννα. Πόλεμος, ξενιτιά, ο Ελληνικός Λαός σκλαβωμένος, το Ελληνικό Κράτος εξόριστο... Χθες το απόγευμα δολοφονήθηκε ο Darlan. Αν και οι Αμερικανοί και οι Αγγλοι κάνουν ότι αναζητούν δάκτυλο γερμανικό ή ιταλικό, είμαι βέβαιος ότι είναι κι εκείνοι βέβαιοι ότι τον σκότωσε Γάλλος πατριώτης. Πρόκειται για την πρώτη εκτέλεση ενός προδότη. Γιατί, τάχα, να πρέπει να σκοτώνονται χιλιάδες αγνά παιδιά κάθε μέρα και οι άνθρωποι σαν τον Darlan να βγαίνουν κερδισμένοι, αντλώντας ζωή από το αίμα των άλλων;».
Οι Αμερικανοί είναι ιδιαίτερα χολωμένοι από την «εξαφάνιση» του Νταρλάν. Οι σχέσεις του Αμερικανού προέδρου Ρούζβελτ με το στρατηγό ΝτεΓκολ επιδεινώνονται ακόμα περισσότερο, διαρκούντος του πολέμου. Στις αναμνήσεις του, ο ΝτεΓκολ θα γράψει για εκείνες τις ταραγμένες ημέρες του Δεκέμβρη 1942 περί την υπόθεση Νταρλάν:
«Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, βγαίνοντας από μια γιορτή για το χριστουγεννιάτικο δέντρο του ναυτικού μας, έμαθα το θάνατο του ναυάρχου Νταρλάν. Αυτός που τον είχε σκοτώσει, ο Φερνάν Μπονιέ ντε λα Σαπέλ, ήταν σίγουρα όργανο του αναβρασμού που είχε ξεσπάσει· όμως, πίσω απ' όλα αυτά ίσως βρισκόταν μια πολιτική αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει μια κατάσταση προσωρινότητας, αφού προηγουμένως είχε επωφεληθεί απ' αυτήν. Αυτός ο νέος, αυτό το παιδί, που το θέαμα των θλιβερών γεγονότων το είχε συνταράξει, σκέφθηκε πως η πράξη του θα ήταν μια υπηρεσία προς τη διχασμένη πατρίδα, πως θα την απάλλασσε από ένα εμπόδιο που, στα μάτια του, αποτελούσε το μοναδικό σκάνδαλο για τη συμφιλίωση όλων των Γάλλων. Πίστευε ακόμα, όπως δεν έπαψε να το λέει μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής του, ότι μια ξένη προσωπικότητα αρκετά υψηλά ιστάμενη και αρκετά ισχυρή, ώστε οι αρχές της Βόρειας Αφρικής να μην μπορούν να της αρνηθούν τίποτα, θα παρενέβαινε για χάρη του. Βέβαια, κανένας, σαν άτομο, δεν είχε το δικαίωμα να σκοτώσει το ναύαρχο. Αλλωστε, η συμπεριφορά του Νταρλάν σαν κυβερνήτη και σαν ηγέτη ήταν στην κρίση της δικαιοσύνης του έθνους κι όχι βέβαια μιας ομάδας ή ενός ατόμου.
Στρατοδικείο
»Ωστόσο, πώς μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς τα βαθύτερα χαρακτηριστικά των προθέσεων που ξεσήκωσαν τη νεανική οργή; Γι' αυτό το λόγο ο παράξενος και σκληρός τρόπος που ακολουθήθηκε με τον τερματισμό της ανάκρισης γύρω απ' το φόνο, μέσα σε λίγες ώρες, η βιαστική δίκη που διεξήχθη μπροστά σ' ένα στρατοδικείο που συγκροτήθηκε αμέσως και συνεδρίασε τη νύχτα, κεκλεισμένων των θυρών, η άμεση και μυστική εκτέλεση του Φερνάν Μπονιέ ντε λα Σαπέλ, οι διαταγές που δόθηκαν ώστε να μη γίνει γνωστό ούτε τ' όνομά του, μας δίνουν το δικαίωμα να πιστέψουμε ότι κάποιοι ήθελαν με κάθε θυσία να κρύψουν τις αιτίες της απόφασής του και να συγκαλύψουν κατά ένα τρόπο τις περιστάσεις που, χωρίς να δικαιολογούν το δράμα, το εξηγούσαν και ώς ένα σημείο το συγχωρούσαν».
Τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου 1943 ο Π. Κανελλόπουλος βρισκόταν στο Λονδίνο για συνομιλίες με την αγγλική κυβέρνηση. Εκεί δεν παρέλειψε να συναντηθεί με τον ΝτεΓκολ και να συζητήσουν περί την υπόθεση Νταρλάν: «4 Ιανουαρίου 1943... Στις 6 1/2 πήγα στον ΝτεΓκολ... "τον Νταρλάν", μου λέει ο ΝτεΓκολ, "τον δολοφόνησε ένας degaulliste (γκολικός) άνθρωπος δικός μου" και ο Ρούζβελτ ειδοποίησε ξαφνικά τον αντιπρόσωπο του ΝτεΓκολ ότι τώρα πια δεν έχει καιρό να τον δει. Ετσι το ταξίδι που αναγγέλθηκε και στις εφημερίδες ματαιώθηκε. "Δεν είναι", μου λέει ο ΝτεΓκολ "μονάχα οπορτουνισμός. Αυτόν θα τον καταλάβαινα σαν μια παροδική τακτική. Οι Αμερικανοί κάνουν κάτι χειρότερο. Νομίζουν ότι μπορούν να βασιστούν και τώρα, αλλά και μετά τον πόλεμο, στους ανθρώπους του Βισί. Είναι η νοοτροπία του Μονάχου"».