Υποθετικά η Γιουγκοσλαβία θα μπορούσε να είχε ήδη ενταχθεί στην ΕΕ στη δεκαετία του 1990, με την προϋπόθεση ότι οι Βρυξέλλες θα είχαν βρει κίνητρα για να ικανοποιήσουν την πολυεθνή αυτή χώρα, την οποία επί δεκαετίες συγκρατούσε ενωμένη μια ολοκληρωτική ιδεολογία.Όχι μόνο τα δυτικά Βαλκάνια θα τα είχαν καταφέρει καλύτερα αν επικρατούσε το σενάριο αυτό, αλλά και η ΕΕ θα είχε επίσης ωφεληθεί σε "τρεις πραγματικές ευρωπαϊκές πολιτικές, οι οποίες βρίσκονται όλες σ' ένα συνδυασμό στασιμότητας και κίνησης χωρίς κατεύθυνση: στη διεύρυνση, την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και την ενίσχυση της συμμετοχής στην ΕΕ", έγραψε ο Άντεμπαρ.
Αν η Γιουγκοσλαβία είχε ακολουθήσει την οδό της ένταξης στην ΕΕ αντί της σύγκρουσης, η ΕΕ θα μπορούσε να είχε επικεντρωθεί περισσότερο στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων στο υπόλοιπο της ανατολικής Ευρώπης.Η εξουδετέρωση της σύγκρουσης στα Βαλκάνια θα είχε επίσης οδηγήσει σε μια διαφορετική πολιτική ασφάλειας, με την ΕΕ να στηρίζεται περισσότερο στο ΝΑΤΟ, υποθέτει ο Άντεμπαρ.Αν η Γιουγκοσλαβία είχε ενταχθεί στην ΕΕ το 1999, θα είχε γίνει μία από τις μεγαλύτερες χώρες της ένωσης, χάρη στον πληθυσμό της που ήταν 24 εκατ. άνθρωποι.
Ωστόσο η Γιουγκοσλαβία θα είχε παραμείνει εύθραυστη και συχνά δυσλειτουργική, με τις ομοσπονδιακές δημοκρατίες της τής Σλοβενίας και της Κροατίας να "συνεργάζονται με περιφέρειες όπως η Βαυαρία, η Καταλωνία και η Σκωτία για να διεκδικούν ευρωπαϊκή επιρροή και χρήματα".Ένα πολυεθνές κράτος μέλος με εξασθενημένη ομοσπονδιακή δομή θα είχε προαναγγείλει τις συζητήσεις που διεξάγονται σήμερα για τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας μετά την οικονομική κρίση, τα επανερχόμενα παράπονα για μια αποσύνδεση της Ευρώπης από τη δημοκρατία ή τα κινήματα ανεξαρτησίας στην Καταλωνία και τη Σκωτία, υποστηρίζει ο Άντεμπαρ.
Ο Κορνέλιους Άνεμπαρ είναι πολιτικός αναλυτής και επιχειρηματίας με έδρα την Ουάσινγκτον και το Βερολίνο. Είναι μέλος του Ινστιτούτου Έρευνας του Γερμανικού Συμβουλίου για τις Εξωτερικές Σχέσεις (DGAP).© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.