Ρούσσος ΣωτήρηςΑπό το 1949 ώς το 1970 η Συρία ήταν ίσως η πιο ασταθής χώρα στον κόσμο.
Ισχνά κοινοβουλευτικά διαλείμματα παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε συνεχή
στρατιωτικά πραξικοπήματα, περίπου ένα κάθε χρόνο. Μια χώρα μωσαϊκό
εθνοθρησκευτικών ομάδων: Άραβες σουνίτες μουσουλμάνοι (περισσότεροι από
το 50%), αλαουίτες (κλάδος των σιιτών μουσουλμάνων με πολλά στοιχεία
όμως συγκρητισμού, περίπου 10%), χριστιανοί (ορθόδοξοι, Συροχαλδαίοι,
καθολικοί, 10% του πληθυσμού), Κούρδοι (οι περισσότεροι σουνίτες
μουσουλμάνοι, επίσης 10%), Δρούζοι και Αρμένιοι. Η ανάπτυξη του συριακού
αραβικού εθνικισμού μονοπωλήθηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου από τη
σουνιτική μεγάλη γαιοκτημονική τάξη και λιγότερο από χριστιανούς
ριζοσπάστες διανοούμενους. Η άνοδος του παναραβικού κινήματος Μπάαθ ήρθε
κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ως αντίδραση μεσαίων στρωμάτων
(επιστημόνων, επαγγελματιών και μετέπειτα στρατιωτικών) στη
γαιοκτημονική πολιτική κυριαρχία και στην αδυναμία της να αντιπαρατεθεί
στο Ισραήλ στον πόλεμο του 1948.
Στην εξωτερική πολιτική το καθεστώς του Άσαντ (πατρός) εστιάστηκε σε τρεις στόχους. Πρώτον, την αποτροπή ιδεολογικής και πολιτικής απειλής από το μπααθικό Ιράκ, δεύτερον, τον έλεγχο του Λιβάνου και, τρίτον, τη διατήρηση ηρεμίας στα σύνορα με το Ισραήλ μετά την ήττα του 1973, διατηρώντας όμως την αντιισραηλινή, παναραβική ρητορική του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το καθεστώς φαινόταν ότι είχε επιτυχίες σε αυτά τα μέτωπα. Στον Λίβανο είχε επιτευχθεί μια pax syriana. Με άλλα λόγια, ο συριακός στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας εγγυήθηκαν την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ για τον τερματισμό του λιβανικού εμφυλίου το 1989. Το Ιράκ είχε πλήρως αποδυναμωθεί από τον πόλεμό του με το Ιράν και κυρίως από την καταστροφική εισβολή στο Κουβέιτ το 1991. Η επιλογή του Άσαντ να συμμαχήσει με το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν ήδη από το 1980 αποδεικνυόταν εύστοχη και την ίδια στιγμή το συριακό καθεστώς διατηρούσε ανήσυχες, αλλά μάλλον φιλικές σχέσεις με τους Σαουδάραβες, ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της Συρίας στην εκστρατεία κατά του Ιράκ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου (1991) και λόγω της συνεννόησης των δύο κρατών για την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ.
Στο εσωτερικό της χώρας το άνοιγμα της οικονομίας συνοδεύτηκε από δραστική μείωση των δασμών και των βοηθημάτων ή επιδοτήσεων που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή. Ως αποτέλεσμα, οι κρατικές εταιρείες που ιδιωτικοποιούνταν και οι νέες επιχειρηματικές δράσεις, όπως η κινητή τηλεφωνία, πέρασαν στα χέρια των γόνων της αλαουιτικής καθεστωτικής ελίτ σε βάρος των νέων σουνιτικών επιχειρηματικών στρωμάτων τραυματίζοντας την παλαιά συμμαχία αλαουιτικής μπααθικής ελίτ και σουνιτικής επιχειρηματικής τάξης. Τέλος, η νέα γενιά του καθεστώτος δεν προερχόταν από αγροτικά στρώματα, όπως ο πατέρας Άσαντ και η σύντροφοί του, και δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ύπαιθρο, ιδιαίτερα μετά τη μείωση των δασμών και των επιδοτήσεων, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του κοινωνικού και οικονομικού χάσματος μεταξύ υπαίθρου και μεγάλων πόλεων. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες αντικαθεστωτικές εξεγέρσεις συνέβησαν σε περιοχές όπως η Ντεράα, αγροτικές, φτωχές και σουνιτικές. Οι ελπίδες και οι προσπάθειες από οργανώσεις πολιτών να συνοδευτεί η οικονομική φιλελευθεροποίηση από πολιτικό εκδημοκρατισμό και φιλελεύθερα ανοίγματα, μετά από μια μικρή άνθηση από το 2000 ώς το 2004, αντιμετωπίστηκαν με ωμή καταστολή, αφού το καθεστώς προέκρινε τον «κινεζικό» δρόμο προς τον καπιταλισμό.
Οι τρεις διαχωριστικές γραμμές της Συρίας ξεθάφτηκαν μετά από τριάντα και πλέον χρόνια και προκάλεσαν σοβαρές ρωγμές σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της Συρίας στο περιφερειακό παιχνίδι. Η τυνησιακή έκρηξη και κυρίως η ανατροπή του Μουμπάρακ διέλυσε τον διάχυτο κοινωνικό φόβο στον οποίο στηρίζονταν τα ομοειδή καθεστώτα της Αιγύπτου και της Τυνησίας και οδήγησαν σε εξέγερση τη Συρία. Η απόφαση του καθεστώτος να αντιδράσει με δυσανάλογη στρατιωτική βία εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και η δράση άτακτων αλαουιτικών συμμοριών αλ-σαμπίχα (φαντάσματα), συνδεδεμένων με τις υπηρεσίες ασφαλείας, βασανίζοντας και δολοφονώντας, όχι μόνο στρατιωτικοποίησε τη σύγκρουση, αλλά και της έδωσε εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα, αλαουίτες εναντίον σουνιτών.
* Το άρθρο του Σωτήρη Ρούσσου δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Χρόνος". Το δεύτερο μέρος του κειμένου θα δημοσιευθεί στο αυριανό φύλλο της "Αυγής".
Τρία ρήγματα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Το Μπάαθ αποτελεί την απάντηση στα τρία ρήγματα στη Συρία, τον εθνοθρησκευτικό διαχωρισμό, το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των μεγάλων πόλεων και της υπαίθρου και τη μεγάλη ανισοκατανομή εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Στον πρώτο διαχωρισμό αντιτάσσει έναν δυναμικό παναραβισμό στην αρχή και στη συνέχεια, μετά την αποτυχία της ένωσης με τη νασερική Αίγυπτο (1958-61), την προώθηση του συριακού αραβικού εθνικισμού αντιιμπεριαλιστικής πρωτοπορίας των αραβικών λαών. Για να ξεπεραστεί η κοινωνικοοικονομική διαίρεση, το Μπάαθ κηρύσσει την ανάγκη αναδιανομής της γης και ουσιαστικής εξαφάνισης της μεγάλης σουνιτικής γαιοκτημονικής τάξης. Τέλος, για την εισοδηματική ανακατανομή, προωθεί ένα πείραμα «αραβικού σοσιαλισμού» με ευρεία επιδοματική πολιτική και προστασία της εγχώριας παραγωγής με ένα σύστημα υψηλών δασμών. Παρ' όλο που το Μπάαθ είναι πολιτικά ισχυρό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η εξουσία θα περάσει πραγματικά και σταθερά στα χέρια του όταν θα συνδεθεί με τους αλαουίτες στρατιωτικούς και ειδικά τον Χαφέζ αλ-Άσαντ το 1970.Ο πατέρας Άσαντ και η κυριαρχία του κινήματος Μπάαθ
Ο Χαφέζ αλ Άσαντ θα εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του Μπάαθ στη Συρία και θα τη μετατρέψει σε ένα σταθερό καθεστώς για τριάντα χρόνια, πράγμα απολύτως πρωτοφανές μέχρι τότε για τη Συρία. Πέρα από τις μπααθικές πολιτικές που ήδη περιγράφηκαν, ο Άσαντ θα στηρίξει την εξουσία του σε τέσσερις πυλώνες. Ο πρώτος είναι ο ίδιος ο ρόλος του προέδρου ως τελικού «κριτή» και πηγής κάθε άλλης εξουσίας. Δεύτερος, ένας κύκλος πιστών συνεργατών του (πολλοί από αυτούς, μέλη της οικογένειας Άσαντ) που σχημάτισε μια καθεστωτική ελίτ η οποία εξουσίαζε όλη την πολιτική και την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα με τον έλεγχο πελατειακών δικτύων. Ο τρίτος πυλώνας ήταν οι υπηρεσίες ασφαλείας με τεράστια διείσδυση στην κοινωνία. Τέλος, η αλαουιτική κοινότητα, στην οποία ανήκε ο Άσαντ, θα αποτελέσει κατεξοχήν σημείο στήριξης του καθεστώτος. Βέβαια, το ασαντικό καθεστώς διεύρυνε τη βάση στήριξής του συμμαχώντας με συντηρητικά στρώματα σουνιτών εμπόρων και επιχειρηματιών των μεγάλων πόλεων, της Δαμασκού και του Χαλεπίου, με τους συντηρητικούς σουνίτες θρησκευτικούς ηγέτες, τους χριστιανούς και τις βεδουίνικες φυλές.Στην εξωτερική πολιτική το καθεστώς του Άσαντ (πατρός) εστιάστηκε σε τρεις στόχους. Πρώτον, την αποτροπή ιδεολογικής και πολιτικής απειλής από το μπααθικό Ιράκ, δεύτερον, τον έλεγχο του Λιβάνου και, τρίτον, τη διατήρηση ηρεμίας στα σύνορα με το Ισραήλ μετά την ήττα του 1973, διατηρώντας όμως την αντιισραηλινή, παναραβική ρητορική του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το καθεστώς φαινόταν ότι είχε επιτυχίες σε αυτά τα μέτωπα. Στον Λίβανο είχε επιτευχθεί μια pax syriana. Με άλλα λόγια, ο συριακός στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας εγγυήθηκαν την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ για τον τερματισμό του λιβανικού εμφυλίου το 1989. Το Ιράκ είχε πλήρως αποδυναμωθεί από τον πόλεμό του με το Ιράν και κυρίως από την καταστροφική εισβολή στο Κουβέιτ το 1991. Η επιλογή του Άσαντ να συμμαχήσει με το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν ήδη από το 1980 αποδεικνυόταν εύστοχη και την ίδια στιγμή το συριακό καθεστώς διατηρούσε ανήσυχες, αλλά μάλλον φιλικές σχέσεις με τους Σαουδάραβες, ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της Συρίας στην εκστρατεία κατά του Ιράκ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου (1991) και λόγω της συνεννόησης των δύο κρατών για την εφαρμογή της συμφωνίας του Τάεφ.
Ο υιός Άσαντ και η οικονομική φιλελευθεροποίηση
Ο θάνατος του Χαφέζ αλ Άσαντ οδήγησε στη διαδοχή του από τον γιο του Μπασάρ το 2000. Είναι η μόνη επιτυχημένη «κληρονομική» διαδοχή σε αυτά που ο Ρότζερ Όουεν ονομάζει μη μοναρχικά (republican) καθεστώτα με ισόβιο πρόεδρο. Το μέλλον όμως δεν διαγραφόταν ανέφελο. Στοιχεία της παλαιάς φρουράς του καθεστώτος δεν τον εμπιστεύονταν και η κρατική οικονομία δεν μπορούσε να αντέξει σε ένα διεθνές περιβάλλον άγριου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, νέων τεχνολογιών και φθηνής εργασίας στη Νότια και Ανατολική Ασία. Στο εξωτερικό περιβάλλον ανέρχονταν νέες δυνάμεις στον Λίβανο, η σιιτική πολιτική και στρατιωτική Χεζμπολάχ και τα πλούσια στρώματα σουνιτών μουσουλμάνων. Η πρώτη με εκτεταμένο δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης και στρατιωτικές νίκες κατά του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο και οι δεύτεροι με εκφραστή τον δισεκατομμυριούχο και εκλεκτό των Σαουδαράβων πρωθυπουργό του Λιβάνου Ραφίκ Χαρίρι. Η δολοφονία του Χαρίρι από πράκτορες των συριακών υπηρεσιών το 2005 και οι εξαιρετικές διεθνείς πιέσεις που ακολούθησαν οδήγησαν στην αποχώρηση της Συρίας από τον Λίβανο. Ο Μπασάρ βρέθηκε, απομονωμένος και αποδυναμωμένος, να προσκολλάται όλο και περισσότερο στον σιιτικό άξονα Τεχεράνης-Χεζμπολάχ. Ο πατέρας του, αν και διατηρούσε μακρά συμμαχία και με τη Σοβιετική Ένωση (έπειτα και με τη Ρωσία) και με το Ιράν, δεν ήταν ποτέ ολοσχερώς εξαρτημένος από μία δύναμη.Στο εσωτερικό της χώρας το άνοιγμα της οικονομίας συνοδεύτηκε από δραστική μείωση των δασμών και των βοηθημάτων ή επιδοτήσεων που διατηρούσαν την κοινωνική συνοχή. Ως αποτέλεσμα, οι κρατικές εταιρείες που ιδιωτικοποιούνταν και οι νέες επιχειρηματικές δράσεις, όπως η κινητή τηλεφωνία, πέρασαν στα χέρια των γόνων της αλαουιτικής καθεστωτικής ελίτ σε βάρος των νέων σουνιτικών επιχειρηματικών στρωμάτων τραυματίζοντας την παλαιά συμμαχία αλαουιτικής μπααθικής ελίτ και σουνιτικής επιχειρηματικής τάξης. Τέλος, η νέα γενιά του καθεστώτος δεν προερχόταν από αγροτικά στρώματα, όπως ο πατέρας Άσαντ και η σύντροφοί του, και δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για την ύπαιθρο, ιδιαίτερα μετά τη μείωση των δασμών και των επιδοτήσεων, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση του κοινωνικού και οικονομικού χάσματος μεταξύ υπαίθρου και μεγάλων πόλεων. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες αντικαθεστωτικές εξεγέρσεις συνέβησαν σε περιοχές όπως η Ντεράα, αγροτικές, φτωχές και σουνιτικές. Οι ελπίδες και οι προσπάθειες από οργανώσεις πολιτών να συνοδευτεί η οικονομική φιλελευθεροποίηση από πολιτικό εκδημοκρατισμό και φιλελεύθερα ανοίγματα, μετά από μια μικρή άνθηση από το 2000 ώς το 2004, αντιμετωπίστηκαν με ωμή καταστολή, αφού το καθεστώς προέκρινε τον «κινεζικό» δρόμο προς τον καπιταλισμό.
Οι τρεις διαχωριστικές γραμμές της Συρίας ξεθάφτηκαν μετά από τριάντα και πλέον χρόνια και προκάλεσαν σοβαρές ρωγμές σε συνδυασμό και με την αποδυνάμωση της Συρίας στο περιφερειακό παιχνίδι. Η τυνησιακή έκρηξη και κυρίως η ανατροπή του Μουμπάρακ διέλυσε τον διάχυτο κοινωνικό φόβο στον οποίο στηρίζονταν τα ομοειδή καθεστώτα της Αιγύπτου και της Τυνησίας και οδήγησαν σε εξέγερση τη Συρία. Η απόφαση του καθεστώτος να αντιδράσει με δυσανάλογη στρατιωτική βία εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών και η δράση άτακτων αλαουιτικών συμμοριών αλ-σαμπίχα (φαντάσματα), συνδεδεμένων με τις υπηρεσίες ασφαλείας, βασανίζοντας και δολοφονώντας, όχι μόνο στρατιωτικοποίησε τη σύγκρουση, αλλά και της έδωσε εθνοθρησκευτικό χαρακτήρα, αλαουίτες εναντίον σουνιτών.
* Το άρθρο του Σωτήρη Ρούσσου δημοσιεύθηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Χρόνος". Το δεύτερο μέρος του κειμένου θα δημοσιευθεί στο αυριανό φύλλο της "Αυγής".