18 Οκτωβρίου 2013

Προς μια νέα εθνική στρατηγική η Παλαιστίνη

Του Alexander Kouttab
Οι δύο τελευταίες δεκαετίες των διμερών διαπραγματεύσεων, που δεν κατέληξαν σε μια τελική ειρηνευτική συμφωνία έχουν δημιουργήσει τεράστιες πιέσεις στην πολιτική σκηνή και την κοινωνία της Παλαιστίνης. Η παλαιστινιακή εθνική συναίνεση υπέρ των διαπραγματεύσεων, αν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα περί αυτής, εξαφανίζεται με γοργούς ρυθμούς. Αντ’ αυτού, όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι ζητούν μιαν αλλαγή στην στρατηγική και την προσέγγιση του εν λόγω θέματος. Οι εκκλήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση με την Ειρηνευτική Διαδικασία στη Μέση Ανατολή (MEPP), που ούτε η παλαιστινιακή ηγεσία, αλλά ούτε και η ΕΕ, ως βασικός χορηγός και υποστηρικτής της MEPP, μπορούν να αγνοήσουν.

Παρά τις ενδιάμεσες συμφωνίες και υποσχέσεις των τελευταίων 20 ετών, οι Παλαιστίνιοι έχουν πλησιάσει ελάχιστα την επίτευξη των βασικών στρατηγικών τους στόχων, οι οποίοι μπορούν να οριστούν χαλαρά ως ένα τέλος στην ισραηλινή κατοχή, την επίτευξη αυτοδιάθεσης, καθώς και την απόδοση μιας «δίκαιης λύσης» για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Ούτε έχει βελτιωθεί σημαντικά η κατάσταση που επικρατεί στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (OPTs).

Για πολλούς Παλαιστινίους, η ζωή έχει γίνει πιο δύσκολη, κάτι που απέχει πολύ από την υποσχόμενη ειρήνη. Πεπατημένη έχουν γίνει πλέον οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και η απομόνωση. Έχουν αυξηθεί οι κοινωνικές ανισότητες, τα ποσοστά φτώχειας παραμένουν υψηλά και η εξάρτηση από τη βοήθεια έχει φτάσει στα ύψη. Οι ισχυροί κοινωνικοί δεσμοί που κάποτε υποστήριζαν τους Παλαιστίνιους κατά τις πιο σκληρές περιόδους κατοχής έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί κι έχουν αντικατασταθεί από έναν αχαλίνωτο ατομικισμό ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με την εύθραυστη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται πλέον οι περισσότεροι. 


Πολλοί τώρα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη μείωση των προοπτικών δημιουργίας του παλαιστινιακού κράτους, δεδομένου του ρυθμού των ισραηλινών εποικισμών κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, ενώ το πικρό πολιτικό χάσμα μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς συνεχίζει να αποδυναμώνει την ικανότητα και των δύο πλευρών να εξαπολύσουν μιαν αποτελεσματική πολιτική απάντηση στις πολλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι.

Η αποτυχία των διμερών διαπραγματεύσεων δεν έχει διαβρώσει μόνο την πίστη του κοινού προς την MEPP, αλλά έχει επίσης πλήξει την αξιοπιστία της παλαιστινιακής ηγεσίας, η οποία πάντοτε υποστήριζε το έργο. Ενώ μια μικρή πλειοψηφία των Παλαιστινίων που ζουν στα Κατεχόμενα συνεχίζει να υποστηρίζει την εύρεση μιας λύση που να ικανοποιεί και τα δύο κράτη, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το Παλαιστινιακό Κέντρο για την Πολιτική και την Έρευνα δείχνουν ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι, με δεδομένη την εκτεταμένη παρουσία των ισραηλινών οικισμών, η εν λόγω λύση έχει πάψει πλέον να είναι πρακτική. Λιγότερο από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων έχει θετική άποψη για την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ), ενώ μόνο το 31% στη Δυτική Όχθη και το 36% στη Λωρίδα της Γάζας αξιολογεί ευνοϊκά τις τρέχουσες συνθήκες υπό τις οποίες ζει. Αισιόδοξοι για το μέλλον, ή για τις μακροχρόνιες προθέσεις του Ισραήλ είναι ακόμα λιγότεροι.

Πέρα από μιαν απώλεια πίστης στις διαπραγματεύσεις, οι στατιστικές μιλούν για μια κρίση εμπιστοσύνης στα ίδια τα όργανα και τη λήψη αποφάσεων που σχετίζονται πιο στενά με αυτές. Τονίζουν το βαθμό στον οποίο η παλαιστινιακή απογοήτευση πηγαίνει πέρα από την κριτική του οποιουδήποτε ατόμου ή της οποιασδήποτε συγκεκριμένης απόφασης η οποία συμπεριλαμβάνει το πολιτικό status quo που επικρατεί από το 1993.

Το μόνο που έχει καταφέρει η σταδιακή περιθωριοποίηση των Παλαιστινίων που ζουν έξω από τα Κατεχόμενα από την οποιαδήποτε ουσιαστική μορφή συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά τα τελευταία 20 χρόνια, είναι η επιδείνωση της αίσθησης της αποσύνδεσης, που υπάρχει σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό μεταξύ των απλών Παλαιστινίων και των πολιτικών δομών που τους εκπροσωπούν. Από το 1993 και μετά, η λήψη αποφάσεων έχει συγκεντρωθεί σταδιακά στα χέρια των λίγων, με την de facto πολιτική εξουσία να μετατοπίζεται από την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) στην Παλαιστινιακή Αρχή και πιο πρόσφατα, στο αξίωμα του προέδρου.

Αυτό έχει διαβρώσει σημαντικά την όποια δίοδο που ήταν κάποτε ήταν ανοιχτή για τους Παλαιστίνιους να επηρεάσουν τις σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, ιδίως μέσα από την PLO. Σε συσχέτιση με αυτό, τα παλαιστινιακά πολιτικά αιτήματα έχουν περιοριστεί σε μια σχεδόν αποκλειστική εστίαση στην οικοδόμηση του κράτους και τις πιο άμεσες προκλήσεις που συνδέονται με την υπό κατοχή «αυτοκυριαρχία» (με όλα τα άλλα θέματα να έχουν αναβληθεί επ’ αόριστον μέχρι τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την οριστική απόδοση ιδιότητας κράτους).

Τα σημάδια της αυξανόμενης κρίσης εμπιστοσύνης στο πολιτικό κατεστημένο γίνονται αντιληπτά εύκολα. Στα διάφορα φόρουμ, τις ιστοσελίδες και τις εκδόσεις που αποτελούν μια βάση της Παλαιστινιακής πολιτικής ζωής, τόσο μέσα, όσο κι έξω από τα Κατεχόμενα, πολλοί Παλαιστίνιοι ζητούν επανεκτίμηση των εθνικών στρατηγικών και στόχων. Οι επιλογές που προωθούνται περιλαμβάνουν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στην PLO, την εκ νέου διεξαγωγή εκλογών για το Παλαιστινιακό Εθνικό Συμβούλιο, ακόμη και τη διάλυση της Παλαιστινιακής Αρχής.

Αυτές δεν είναι διακοσμητικές αλλαγές, όπως δεν ήταν και  τα αιτήματα των διαδηλωτών που συμμετείχαν στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Ραμάλα τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι οποίες περιελάμβαναν εκκλήσεις για την παραίτηση των υψηλόβαθμων πολιτικών προσώπων και για την πλήρη αποποίηση των Συμφωνιών του Όσλο από την PLO.

Όλο και περισσότερο, οι εκκλήσεις αυτές υπογραμμίζουν το διογκούμενο ρεύμα της αλλαγής πολιτικών στάσεων και των ευαισθησιών σε έναν αυξανόμενο αριθμό Παλαιστινίων. Αυτό εκτείνεται πέρα από τις συνομιλίες για την εύρεση λύσης για την ικανοποίηση του ενός κράτους/των δύο κρατών και περιλαμβάνει μια γενική εστίαση στα δικαιώματα, στις συζητήσεις για τον καλύτερο τρόπο καθορισμού της ισραηλινής κατοχής και ποιό μέρος του διεθνούς δικαίου εφαρμόζεται καλύτερα σε αυτήν και ζητεί την επιστροφή στον ακτιβισμό της κοινότητας και τη μη βίαιη αντίσταση. Η όποια εθνική συναίνεση ή εντολή υπέρ της υποστήριξης των διαπραγματεύσεων εξαφανίζεται με γοργούς ρυθμούς.

Χωρίς μιαν αλλαγή του status quo, η Παλαιστινιακή ηγεσία αντιμετωπίζει κάποιες δύσκολες επιλογές. Ιδιαίτερα ξεχωρίζουν δύο τομείς. Πρώτον, η ηγεσία θα πρέπει να εξετάσει την έναρξη ενός νέου Παλαιστινιακού εθνικού διαλόγου που θα έχει ως στόχο την αναζωογόνηση ενός αποδυναμωμένου Παλαιστινιακού εθνικού κινήματος.

Δεδομένου ότι οι συζητήσεις για τη στρατηγική της Παλαιστίνης διεξάγονται ήδη, η ηγεσία θα επωφεληθεί περισσότερο από το να είναι μέρος τους και να παραμένει ενημερωμένη, αντί να αποτελεί ένα από τα κύρια θέματα των συζητήσεων αυτών. Αν και δεν είναι ακίνδυνη, η διεξαγωγή μιας τέτοιας συζήτησης σε ένα δομημένο και χωρίς αποκλεισμούς περιβάλλον που επιτρέπει τη συμμετοχή των βασικών Παλαιστινιακών εκλογικών περιφερειών θα χρησιμεύσει ως μια επίδειξη εθνικής ηγεσίας και θα βοηθήσει τη Ραμάλα να επανασυνδεθεί μ’ εκείνους που έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την επαφή, ιδιαίτερα τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Μια επιλογή, η οποία είναι πιο βιώσιμη από τις άλλες, είναι η δημιουργία μιας συντακτικής συνέλευσης επιφορτισμένης με τη σύνταξη ενός νέου εθνικού προγράμματος που είναι ικανό να συσπειρώσει εκ νέου το παλαιστινιακό πολιτικό σώμα γύρω από ένα συμφωνημένο σύνολο εθνικών στόχων και στρατηγικής.

Δεύτερον, η παλαιστινιακή ηγεσία πρέπει να δώσει προτεραιότητα στις απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις για να καταστεί δυνατή η πιο δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να ξεκινήσουν με την ανανέωση της PLO, της οποίας ο ρόλος και οι ευθύνες, ως ο μοναδικός νόμιμος εκπρόσωπος του συνόλου των Παλαιστινίων, θα πρέπει να διαχωρίζονται σαφώς από εκείνες της Παλαιστινιακής Αρχής. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη επίσης οι αλλαγές στη χρηματοδότηση της PLO, καθώς και μια αναθεώρηση του καταστατικού της η οποία θα ενισχύσει τις εσωτερικές δημοκρατικές διαδικασίες της. Επιπλέον, η εκ νέου διεξαγωγή εκλογών για την Παλαιστινιακή Αρχή και η αναβίωση του Παλαιστινιακού Νομοθετικού Συμβουλίου θα παράσχει πρόσθετη νομοθετική εποπτεία εκτελεστικών αποφάσεων στα Κατεχόμενα. Οι εκλογές για την Παλαιστινιακή Αρχή ωστόσο, δε θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν ως πανάκεια για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Παλαιστινιακή ηγεσία. Τέλος, η ενίσχυση της Παλαιστινιακής κοινωνίας των πολιτών και η περαιτέρω προώθηση του δημόσιου πολιτικού διαλόγου και της συζήτησης είναι εξίσου σημαντική για την ενίσχυση της συμμετοχής και της εκπροσώπησης του κοινού στα Κατεχόμενα.

Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της θα πρέπει να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν την πρόοδο και στα δύο αυτά μέτωπα. Λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα που αντλήθηκαν από το μποϊκοτάζ της κυβέρνησης της Χαμάς το 2006 από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, αυτό συμπεριλαμβάνει την παροχή βοήθειας για την υποστήριξη ενός νέου Παλαιστινιακού εθνικού διαλόγου, καθώς και την ενθάρρυνση άλλων χωρών με παρόμοιες εμπειρίες να πράξουν κάτι ανάλογο. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της θα πρέπει επίσης να παρατηρήσουν και να ενισχύσουν τη διαχωρισμό μεταξύ της PLO και της Παλαιστινιακής Αρχής σε όλες τις αντίστοιχες σχέσεις της με τα δύο θεσμικά όργανα, ενώ η διοργάνωση επιτυχημένων εκλογών για την Παλαιστινιακή Αρχή θα απαιτήσει την ισχυρή υποστήριξη της ΕΕ, καθώς και τη χρήση μεγάλης διπλωματικής δύναμης για να εξασφαλιστεί ότι το Ισραήλ θα επιτρέψει να πραγματοποιηθεί η ψηφοφορία στα Κατεχόμενα. Επιπλέον, η ΕΕ θα πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειές της πιο ξεκάθαρα στην περαιτέρω προώθηση του δημόσιου διαλόγου για την πολιτική, καθώς και στην αναδιάρθρωση της χρηματοδότησης της ΕΕ για την ενδυνάμωση αντί για την αποδυνάμωση των Παλαιστινιακών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στα Κατεχόμενα.

Τέλος, η ΕΕ θα πρέπει να αξιολογήσει τον αντίκτυπο μιας πιθανής αλλαγής στην Παλαιστινιακή πολιτική στρατηγική, καθώς όλο και περισσότεροι Παλαιστίνιοι κάνουν έκκληση γι αυτήν. Αυτό σημαίνει την περεταίρω αύξηση των συναναστροφών με εκείνους που δίνουν προτεραιότητα σ’ έναν αγώνα που βασίζεται στα δικαιώματα, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκην μόνον αυτόν για την Παλαιστινιακή ανεξαρτησία. Τα πρόσφατα γεγονότα της ιστορίας δείχνουν ότι είναι πιθανό να αυξηθεί τόσο η οργανωτική τους ικανότητα, όσο και η λαϊκή υποστήριξη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στη σταδιακή περιθωριοποίηση των πολιτικών θεσμών που είναι παραδοσιακά αφιερωμένοι στις διαπραγματεύσεις για την εξεύρεση μιας λύσης δύο κρατών με το Ισραήλ και να μειώσει την επιρροή των παραδοσιακών συνομιλητών της ΕΕ, ενώ καινούριοι φορείς κερδίζουν εύνοια. Οπότε, η ΕΕ και τα μέλη της θα έκαναν καλά να συναναστραφούν με αυτούς τους φορείς νωρίς, ενώ η προσπάθεια εξασφάλισης των δικαιωμάτων εξακολουθεί να αφήνει την πόρτα για μια λύση δύο κρατών ανοιχτή.

Η επανάληψη των υπό την αιγίδα των ΗΠΑ Ισραηλινο-Παλαιστινιακών διαπραγματεύσεων δε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την επ’ αόριστον καθυστέρηση των μέτρων αυτών, ακόμη κι αν εισάγουν ορισμένες ευαισθησίες όσον αφορά το χρονοδιάγραμμά τους. Ενώ η κατάσταση στα Κατεχόμενα παραμένει σχετικά ήσυχη, η κατάσταση στη γενικότερη περιοχή παραμένει εύθραυστη. Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που μπορούν να την ωθήσουν στα άκρα, όπως για να αναφέρουμε μερικούς, η δημοσιονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Παλαιστινιακή Αρχή, η συνέχιση των εποικισμών, η αυξανόμενη βία των εποίκων, καθώς και το εύφλεκτο περιφερειακό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, η αυξανόμενη δημόσια δυσαρέσκεια που εξαρτάται από την απώλεια της πίστης στις διαπραγματεύσεις το μόνο που καταφέρνει είναι να προσθέσει προσάναμμα σε μια ήδη εύφλεκτη κατάσταση.


Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://ecfr.eu/content/entry/commentary_palestine_towards_a_new_national_strategy


Πηγή:www.capital.gr