Μέχρι του παρόντος, η κρίση στη Συρία καταγράφει μεγάλο αριθμό
νεκρών, συνεχή αύξηση των προσφύγων προς γειτονικά κράτη και
εκτοπισμένων εντός της χώρας, ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων με
κίνδυνο κατάρρευσης του κράτους ως γεωγραφικής οντότητας.
Το πιο επικίνδυνο, όμως, για την Συρία είναι η αύξηση της επιρροής περιφερειακών δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας, όπως του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, η συριακή κρίση άρχισε ως τοπική και μετετράπη ταχύτατα σε περιφερειακή και η έκβαση της οποίας πολύ πιθανόν να έχει συνέπειες στον επαναπροσδιορισμό του γεωστρατηγικού τοπίου στη Μέση Ανατολή. Εντός αυτής της στρατηγικής λογικής εγγράφεται και το γεγονός ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα επικεντρώνουν ολοένα και περισσότερο το στρατηγικό τους ενδιαφέρον στη Συρία προσδοκώντας σε οφέλη.
Από την Άνοιξη του 2011, οπότε άρχισε η κρίση στη Συρία, οι ΗΠΑ δεν απέδειξαν ότι διαθέτουν στρατηγική για στρατιωτική νίκη. Οι επιλογές της αμερικανικής κυβέρνησης εκπέμπουν σύγχυση, τόσο σε συμμάχους όσο και σε αντιπάλους, αφού χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις και παλινδρομήσεις.
Εφόσον μία διεθνής στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, όπως και στο Ιράν, δεν παρουσιάζεται σήμερα ως επιλογή, οι ΗΠΑ ήταν λογικό να αναζητούν διπλωματική διευθέτηση της κρίσης, παρά το ότι αυτή η επιλογή φαινόταν αρχικώς ως μη ρεαλιστική. Συνεπώς, η ρωσική παρουσία καθώς επίσης και οι αντιρρήσεις της Μόσχας για διεθνή επέμβαση λειτουργούν περισσότερο ως ευπρόσδεκτο άλλοθι για την κυβέρνηση Ομπάμα.
Όταν άρχισε η κρίση, οι ΗΠΑ έστελναν διεθνώς το μήνυμα ότι το συριακό ζήτημα ήταν παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ότι κερδίζει η μία πλευρά το χάνει κατ’ ανάγκην η άλλη. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι η κρίση έπρεπε να τελειώσει με την ανατροπή του Άσαντ. Δύο χρόνια μετά, η πραγματικότητα διαψεύδει τους αμερικανούς και τυχόν συνέχιση προβολής αυτής της επιλογής ενισχύει περισσότερο την αναποτελεσματικότητα της αμερικανικής στρατηγικής.
Η αρχική επιλογή των ΗΠΑ στηρίχθηκε στην εξής στρατηγική εξίσωση: Με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, η Συρία, όπως και ο Λίβανος, θα απαγκιστρωνόταν από την επιρροή του Ιράν, επιλογή την οποία ευνοούσε αρχικώς και το Ισραήλ. Απούσης όμως της προοπτικής διεθνούς στρατιωτικής επέμβασης, η επιλογή για την Ουάσινγκτον ήταν να μετατρέψει τη μετά-Άσαντ Συρία σε προτεκτοράτο της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ.
Τα δύο αυτά αραβικά κράτη είχαν κάθε λόγο να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ στο θέμα της Συρίας, γιατί τους ενώνει η προκλητική στρατιωτική υπεροχή και ο ηγεμονισμός του Ιράν. Ενόσω όμως περνούσε ο χρόνος άλλο τόσο οι αμερικανοί, όπως και το Ισραήλ, συνειδητοποιούσαν ότι η αντικατάσταση του καθεστώτος Άσαντ από ένα σουννιτικό συντηρητικό καθεστώς, προστατευόμενο από τους Ουαχαμπιστές της Σαουδικής Αραβίας και συνεργαζόμενο με τα διεθνή παρακλάδια της Αλ Κάιντα θα ήταν προοπτική χειρότερη από το υφιστάμενο μπααθικό κοσμικό καθεστώς.
Συνεπώς, η επικράτηση της μίας ή της άλλης πλευράς δεν ήταν προς το μακροχρόνιο συμφέρον των ΗΠΑ και η αναζήτηση μίας πιο ισορροπημένης πολιτικής προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη.
Προσφάτως, ο αμερικανός πρόεδρος εξήγγειλε ότι θα εξοπλίσει τους αντάρτες. Στην πραγματικότητα αυτό υπηρετεί την επιλογή της διπλωματικής λύσης, αν και πρόκειται για εξαγγελία τακτικής που δημιουργεί σύγχυση. Πιο συγκεκριμένα, ο Ομπάμα θέλει να ενισχύσει τις μετριοπαθείς δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό τον στρατηγό Σαλίμ Ιντρίς, o οποίος αποσκίρτησε το 2012 από το συριακό στρατό στους αντάρτες, έως ότου γίνουν αρκετά ισχυρές ώστε να διαπραγματευτούν τη συγκρότηση μιας μεταβατικής κυβέρνησης.
Σε πρώτο στάδιο, οι αμερικανοί επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις της Χιζμπολλάχ και των άλλων δυνάμεων που υποστηρίζονται από το Ιράν και οι οποίες βοηθούν τον Άσαντ και παραλλήλως να αποτρέψουν τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ από το να πάψουν να στηρίζουν τον Ιντρίς και να αρχίσουν να εξοπλίζουν πιο εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες. Οι αμερικανοί ανησυχούν να μην βρεθούν ενώπιον του σεναρίου δημιουργία κενού ισχύος με την κατάληψη της Δαμασκού από τους αντάρτες, εντός των οποίων θα επικρατούν οι εξτρεμιστές ισλαμιστές. Έτσι, η ενίσχυση του Ιντρίς αποτελεί μονόδρομο.
Συμπερασματικώς, οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν την ταχίστη κατάρρευση του Άσαντ, προτού ο στρατηγός Ιντρίς αποκτήσει περισσότερη ισχύ και γίνει ο κυρίαρχος στο στρατόπεδο των ανταρτών. Ταυτοχρόνως δε, επιδιώκουν να μη διαλυθούν ούτε οι σημερινές ένοπλες δυνάμεις ούτε η αστυνομία και να μην καταρρεύσει η σημερινή δημοσία διοίκηση προκειμένου να αποτελέσουν τη βάση επί της οποίας θα στηριχθεί η αλλαγή του καθεστώτος χωρίς να καταρρεύσει και να βυθιστεί η χώρα στο χάος.
Η πολιτική αυτή βεβαίως, διαθέτει το βασικό μειονέκτημα της στρατηγικής που εφήρμοσαν και στο Ιράκ μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσείν το 2003. Επιδιώκουν αλλαγή καθεστώτος στηρίζοντας δυνάμεις με περιορισμένη ισχύ και πενιχρή λαϊκή υποστήριξη οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν σε βάθος χρόνου. Κατά συνέπεια, για να υλοποιηθεί το σενάριο, παρά το μεγάλο ρίσκο που εμπεριέχει, είναι αναγκαίο για τις ΗΠΑ να εξασφαλίσουν τη συναίνεση και συνεργασία της Ρωσίας.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Φωτογραφία: Επίσημη ιστοσελίδα Προέδρου Συρίας
Το πιο επικίνδυνο, όμως, για την Συρία είναι η αύξηση της επιρροής περιφερειακών δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας, όπως του Ιράν, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, η συριακή κρίση άρχισε ως τοπική και μετετράπη ταχύτατα σε περιφερειακή και η έκβαση της οποίας πολύ πιθανόν να έχει συνέπειες στον επαναπροσδιορισμό του γεωστρατηγικού τοπίου στη Μέση Ανατολή. Εντός αυτής της στρατηγικής λογικής εγγράφεται και το γεγονός ότι Ουάσιγκτον και Μόσχα επικεντρώνουν ολοένα και περισσότερο το στρατηγικό τους ενδιαφέρον στη Συρία προσδοκώντας σε οφέλη.
Από την Άνοιξη του 2011, οπότε άρχισε η κρίση στη Συρία, οι ΗΠΑ δεν απέδειξαν ότι διαθέτουν στρατηγική για στρατιωτική νίκη. Οι επιλογές της αμερικανικής κυβέρνησης εκπέμπουν σύγχυση, τόσο σε συμμάχους όσο και σε αντιπάλους, αφού χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις και παλινδρομήσεις.
Εφόσον μία διεθνής στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, όπως και στο Ιράν, δεν παρουσιάζεται σήμερα ως επιλογή, οι ΗΠΑ ήταν λογικό να αναζητούν διπλωματική διευθέτηση της κρίσης, παρά το ότι αυτή η επιλογή φαινόταν αρχικώς ως μη ρεαλιστική. Συνεπώς, η ρωσική παρουσία καθώς επίσης και οι αντιρρήσεις της Μόσχας για διεθνή επέμβαση λειτουργούν περισσότερο ως ευπρόσδεκτο άλλοθι για την κυβέρνηση Ομπάμα.
Όταν άρχισε η κρίση, οι ΗΠΑ έστελναν διεθνώς το μήνυμα ότι το συριακό ζήτημα ήταν παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ότι κερδίζει η μία πλευρά το χάνει κατ’ ανάγκην η άλλη. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι η κρίση έπρεπε να τελειώσει με την ανατροπή του Άσαντ. Δύο χρόνια μετά, η πραγματικότητα διαψεύδει τους αμερικανούς και τυχόν συνέχιση προβολής αυτής της επιλογής ενισχύει περισσότερο την αναποτελεσματικότητα της αμερικανικής στρατηγικής.
Η αρχική επιλογή των ΗΠΑ στηρίχθηκε στην εξής στρατηγική εξίσωση: Με την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, η Συρία, όπως και ο Λίβανος, θα απαγκιστρωνόταν από την επιρροή του Ιράν, επιλογή την οποία ευνοούσε αρχικώς και το Ισραήλ. Απούσης όμως της προοπτικής διεθνούς στρατιωτικής επέμβασης, η επιλογή για την Ουάσινγκτον ήταν να μετατρέψει τη μετά-Άσαντ Συρία σε προτεκτοράτο της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ.
Τα δύο αυτά αραβικά κράτη είχαν κάθε λόγο να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ στο θέμα της Συρίας, γιατί τους ενώνει η προκλητική στρατιωτική υπεροχή και ο ηγεμονισμός του Ιράν. Ενόσω όμως περνούσε ο χρόνος άλλο τόσο οι αμερικανοί, όπως και το Ισραήλ, συνειδητοποιούσαν ότι η αντικατάσταση του καθεστώτος Άσαντ από ένα σουννιτικό συντηρητικό καθεστώς, προστατευόμενο από τους Ουαχαμπιστές της Σαουδικής Αραβίας και συνεργαζόμενο με τα διεθνή παρακλάδια της Αλ Κάιντα θα ήταν προοπτική χειρότερη από το υφιστάμενο μπααθικό κοσμικό καθεστώς.
Συνεπώς, η επικράτηση της μίας ή της άλλης πλευράς δεν ήταν προς το μακροχρόνιο συμφέρον των ΗΠΑ και η αναζήτηση μίας πιο ισορροπημένης πολιτικής προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη.
Προσφάτως, ο αμερικανός πρόεδρος εξήγγειλε ότι θα εξοπλίσει τους αντάρτες. Στην πραγματικότητα αυτό υπηρετεί την επιλογή της διπλωματικής λύσης, αν και πρόκειται για εξαγγελία τακτικής που δημιουργεί σύγχυση. Πιο συγκεκριμένα, ο Ομπάμα θέλει να ενισχύσει τις μετριοπαθείς δυνάμεις της αντιπολίτευσης υπό τον στρατηγό Σαλίμ Ιντρίς, o οποίος αποσκίρτησε το 2012 από το συριακό στρατό στους αντάρτες, έως ότου γίνουν αρκετά ισχυρές ώστε να διαπραγματευτούν τη συγκρότηση μιας μεταβατικής κυβέρνησης.
Σε πρώτο στάδιο, οι αμερικανοί επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις της Χιζμπολλάχ και των άλλων δυνάμεων που υποστηρίζονται από το Ιράν και οι οποίες βοηθούν τον Άσαντ και παραλλήλως να αποτρέψουν τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ από το να πάψουν να στηρίζουν τον Ιντρίς και να αρχίσουν να εξοπλίζουν πιο εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες. Οι αμερικανοί ανησυχούν να μην βρεθούν ενώπιον του σεναρίου δημιουργία κενού ισχύος με την κατάληψη της Δαμασκού από τους αντάρτες, εντός των οποίων θα επικρατούν οι εξτρεμιστές ισλαμιστές. Έτσι, η ενίσχυση του Ιντρίς αποτελεί μονόδρομο.
Συμπερασματικώς, οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν την ταχίστη κατάρρευση του Άσαντ, προτού ο στρατηγός Ιντρίς αποκτήσει περισσότερη ισχύ και γίνει ο κυρίαρχος στο στρατόπεδο των ανταρτών. Ταυτοχρόνως δε, επιδιώκουν να μη διαλυθούν ούτε οι σημερινές ένοπλες δυνάμεις ούτε η αστυνομία και να μην καταρρεύσει η σημερινή δημοσία διοίκηση προκειμένου να αποτελέσουν τη βάση επί της οποίας θα στηριχθεί η αλλαγή του καθεστώτος χωρίς να καταρρεύσει και να βυθιστεί η χώρα στο χάος.
Η πολιτική αυτή βεβαίως, διαθέτει το βασικό μειονέκτημα της στρατηγικής που εφήρμοσαν και στο Ιράκ μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσείν το 2003. Επιδιώκουν αλλαγή καθεστώτος στηρίζοντας δυνάμεις με περιορισμένη ισχύ και πενιχρή λαϊκή υποστήριξη οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν σε βάθος χρόνου. Κατά συνέπεια, για να υλοποιηθεί το σενάριο, παρά το μεγάλο ρίσκο που εμπεριέχει, είναι αναγκαίο για τις ΗΠΑ να εξασφαλίσουν τη συναίνεση και συνεργασία της Ρωσίας.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Φωτογραφία: Επίσημη ιστοσελίδα Προέδρου Συρίας