30 Ιουνίου 2013

Τι συμβαίνει στην Τουρκία;


Του Νίκου Στέλγια
Για να κατανοήσουμε το «σήμερα» της Τουρκίας θα πρέπει να θυμηθούμε εν συντομία το «χθες» της. Η ιστορική «διαδρομή» της σημερινής κυβέρνησης ξεκίνησε πριν από πολλές δεκαετίες. Στις αρχές της δεκαετίας 70΄, ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα συνεργασίας με την τουρκική κεντροδεξιά, ο Νετζμεττίν Ερμπακάν και οι συνεργάτες του ίδρυσαν το πρώτο μαζικό, συντηρητικό κόμμα της γειτονικής χώρας. Το συγκεκριμένο κόμμα εξέφρασε κυρίως τις θέσεις της μικρομεσαίας τάξης της ανατολικής ενδοχώρας. Οι μαγαζάτορες, οι μικροεπιχειρηματίες, οι αγρότες της ενδοχώρας αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον στις υποσχέσεις του κ. Ερμπακάν: Καπιταλιστική ανάπτυξη με περιορισμένες κοινωνικές επιπτώσεις, κοινωνική δικαιοσύνη και αναζήτηση εναλλακτικών αγορών και οικονομικών – διπλωματικών συμμάχων στον μουσουλμανικό κόσμο.

Το κίνημα του κ. Ερμπακάν έπρεπε να αναμένει τον ερχομό της δεκαετίας 90΄ για να σταθεροποιήσει την θέση του στην εξουσία. Η στρατιωτική χούντα του 1980 διευκόλυνε αρκετά το έργο του κ. Ερμπακάν και των συνοδοιπόρων του. Η χούντα διάλυσε στην κυριολεξία την τουρκική Αριστερά και τα άλλοτε πανίσχυρα συνδικάτα. Ακόμη, εγκαθίδρυσε στην χώρα ένα άκρως συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν σε μια συντηρητική – εθνικιστική (με ρατσιστικές αποχρώσεις) κοσμοθεωρία. Την δεκαετία 90΄ λοιπόν, ο κ. Ερμπακάν επωφελήθηκε από αυτή την συγκυρία και μετέτρεψε το κίνημα του σε ένα μαζικό κόμμα. Με τα μηνύματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εγχώριας καπιταλιστικής ανάπτυξης, το συγκεκριμένο κίνημα κατάφερε να «αγγίξει» μερίδες της τουρκικής κοινωνίας (εργατική τάξη, Κούρδοι, νεολαία, μεσαία τάξη κ.ο.κ.), οι οποίες μέχρι τότε είχαν παραμείνει στο «περιθώριο» του πολιτικού συστήματος και της ιστορίας. 


Στα μέσα της δεκαετίας 90΄, το κίνημα του κ. Ερμπακάν, το οποίο, μεταξύ των άλλων, είχε ως πρότυπο τα μοντέλα ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων οικονομιών (Ιαπωνία, Κίνα, Ινδονησία κ.α.) κατέγραψε μεγάλες ιστορικές νίκες. Τότε, τα ποσοστά του κινήματος ξεπέρασαν το «ψυχολογικό φράγμα» του 20%. Το λεγόμενο μεταμοντέρνο πραξικόπημα του 1997, δεν κατάφερε να σταματήσει αυτή την ιστορική εξέλιξη. Έτσι, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μια ομάδα συνεργατών του κ. Ερμπακάν –σχετικά νέοι- χώρισαν τους δρόμους τους με τον ιστορικό ηγέτη του κινήματος και ήρθαν σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ. 


Η ιστορική συγκυρία δεν μπορούσε να ήταν καταλληλότερη: Η υφήλιος ζούσε τον «εφιάλτη» της 11ης Σεπτεμβρίου και στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι αποτυχημένες προσπάθειες για την δημιουργία μιας μεγάλης κεντρώας συμμαχίας, είχαν οδηγήσει την χώρα σε πολιτική και οικονομική καταστροφή. 

Εκείνη την περίοδο, οι δυο νέοι ηγέτες του συντηρητικού κινήματος, ο Αμντουλλάχ Γκιουλ και ο Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν δρομολόγησαν μια νέα πολιτική φόρμουλα, η οποία έφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα την επιτυχία: Παραδοσιακή βάση του κινήματος (το 20% της κοινωνίας) + μεσαία τάξη με φιλελεύθερη και εθνικιστική κοσμοθεωρία (την δεκαετία 90΄ τα κόμματα που εξέφραζαν τις θέσεις της συγκέντρωναν συνολικά ποσοστά της τάξης 25-30%) + Κούρδοι και μερίδες της κοινωνίας, οι οποίες αντιμετώπιζαν τεράστια οικονομικά προβλήματα και ήταν αποκλεισμένες από το πολιτικό προσκήνιο της χώρας + πρότυπο του αμερικανικού ρεπουμπλικανικού κόμματος. Σε μια δεκαετία, η συγκεκριμένη «φόρμουλα» ανατίναξε στα ύψη στα ποσοστά (50%) του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
 

Ωστόσο, την ίδια περίοδο, στην γειτονική χώρα άρχισε να λαμβάνει χώρα μια νέα, αξιοσημείωτη ιστορική διαδικασία: Το υπόλοιπο μισό της τουρκικής κοινωνίας (το 50%, το οποίο δεν ψήφισε το ΑΚΡ) άρχισε να αποξενώνεται με ταχύτατους ρυθμούς από το κυβερνών κόμμα. Το ΑΚΡ πλέον είχε φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων του. Όπως υπογραμμίσαμε αμέσως μετά το ιστορικό δημοψήφισμα του 2010 και τις βουλευτικές εκλογές του 2011 (σε αντίθεση με τον τουρκικό και τον ξένο τύπο, οι οποίοι «πανηγύριζαν» τις επιτυχίες του ΑΚΡ), πλέον είχαν αρχίσει τα δύσκολα για τον κ. Ερντογάν και τους συντρόφους του. Στην νέα περίοδο, σε διάφορα «μέτωπα», ο κ. Ερντογάν ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει την σφοδρή αντίσταση ενός μεγάλου, ανοργάνωτου «μετώπου», το οποίο αποτελούταν από τέσσερις υποκατηγορίες: Μια μερίδα της τουρκικής κοινωνίας με κοσμική, οικονομικά φιλελεύθερη και εθνικιστική κοσμοθεωρία, η εκλογική βάση του Κινήματος των Γκρίζων Λύκων (μικροεπιχειρηματίες, μικρομεσαία τάξη κ.α.), η τουρκική Αριστερά, η οποία παρά την σφοδρή επίθεση, την οποία δέχθηκε από την στρατιωτική χούντα εξακολουθεί να δηλώνει παρών στο πολιτικά δρώμενα της Τουρκίας και τέλος οι υποστηρικτές του αιτήματος της αυτονόμησης των Κούρδων.
 

Περίπου πριν από δυο εβδομάδες, μια μικρή κινητοποίηση στο πρώτο μητροπολιτικό πάρκο της Τουρκίας αποτέλεσε αφορμή για να ενώσουν οι τέσσερις προαναφερόμενες υποκατηγορίες τις δυνάμεις τους και να εξεγερθούν. Το αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίζει το τελευταίο διάστημα η Τουρκία στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έδωσε διαστάσεις σε αυτή την εξέλιξη. Τέλος, τα τραγικά λάθη και οι λανθασμένοι υπολογισμοί του κ. Ερντογάν και των συνεργατών του άνοιξαν τον δρόμο για την μετεξέλιξη της εν λόγω εξέγερσης σε μια εμφύλια σύγκρουση.
 

Τι αναμένει από τώρα και στο εξής την τουρκική κοινωνία; Η απάντηση του συγκεκριμένου ερωτήματος πλέον εξαρτάται από τον Πρωθυπουργό Ερντογάν και τις αποφάσεις που θα κληθεί να λάβει τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Υπογραμμίζουμε ότι πλέον, ο Τούρκος Πρωθυπουργός έχει δυο επιλογές:
• Μπορεί να επιλέξει να «επιστρέψει» μια δεκαετία πίσω και να απευθυνθεί με ένα συμβιβαστικό, φιλελεύθερο μήνυμα στους εξεγερθέντες.
• Μπορεί να επιλέξει μια σκληρή ρητορική (παρόμοια με αυτή, την οποία επέλεξε στην περίπτωση των στρατηγών).
Σήμερα όλα δείχνουν, ότι ο κ. Ερντογάν επιλέγει την δεύτερη στρατηγική – γεγονός που μας προϊδεάζει για μια από τις πρώτες, μεταμοντέρνες εμφύλιες συρράξεις του 21ου αιώνα. Ένα δράμα στο οποίο δεν πρωταγωνιστούν τα άρματα μάχης, οι αποκεφαλισμοί, οι ανατροπές κυβερνήσεων κ.ο.κ. αλλά η εξεγερμένη νεολαία του twitter, οι ειρηνικές, μαζικές διαδηλώσεις, τα οδοφράγματα, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και η σύγχρονη τεχνολογία.