Όλα
άρχισαν από τις αρχές του 2013, όταν ξεκαθάρισαν οι σχεδιασμοί της
κυβέρνησης Έρντογαν για ανέγερση ενός αντίγραφου του οθωμανικού στρατώνα
Τοπτσιού στο πάρκο της πλατείας Ταξίμ (πάρκο γνωστό με το όνομα
Γκεζί).
Αποφασίστηκε
ότι ο χώρος του πάρκου θα αναδιαμορφωνόταν με τρόπο που να παραπέμπει
μεν στον οθωμανικό στρατώνα, αλλά θα διέθετε μεγάλο εμπορικό κέντρο και
πολυτελείς κατοικίες. Δηλαδή ακόμα μια «προσθετική» επιβάρυνσης της
ιστορικής σιλουέτας της Κωνσταντινούπολης, η οποία τα τελευταία χρόνια
χάνει την παραδοσιακή ψυχή της μπροστά στη ξέφρενη πορεία ενίσχυσης του
τομέα των κατασκευών. Ενός τομέα στρατηγικής σημασίας για το σημερινό
στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας, αλλά και για την ηγεμονία του
Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Τον
Απρίλιο οι διαμαρτυρίες ενάντια σε αυτή την έκφανση του «ισλαμικού
τύπου» νεοφιλελευθερισμού, οργανώθηκαν από ακτιβιστές και διανοούμενους
οι οποίοι αρχικά δημιούργησαν τον Εξωραϊστικό Σύλλογο του Πάρκου Ταξίμ.
Με αυτό τον τρόπο σχηματίστηκε μια πρώτη, τότε χαλαρή αμφισβήτηση στις
μεθόδους και στο περιεχόμενο της ανάπτυξης που επιλέγει η κυβέρνηση
Έρντογαν. Στα τέλη Μαΐου όμως το σκηνικό αρχίζει να αλλάζει. Οι
ακτιβιστές που επιδίωξαν να εμποδίσουν το ξερίζωμα των δέντρων από τις
μπουλντόζες στις 27 Μαΐου ήταν ήδη αυξημένοι σε αριθμό, ενώ δύο μέρες
μετά καταγράφεται το σημείο καμπής: Στις 29 Μαΐου οι διαμαρτυρόμενοι που
φαίνεται ότι εξέφραζαν ένα τουλάχιστον μέρος των «υπόγειων»
αντιπολιτευτικών ρευμάτων της κοινωνίας στην Τουρκία δέχτηκαν την πρώτη
ισχυρή επίθεση από την αστυνομία…
Μέχρι
και την τέταρτη μέρα των διαμαρτυριών το Γκεζί έπαψε πια να είναι ένα
πάρκο και οι διαμαρτυρίες έπαψαν να χαρακτηρίζονται μόνο από την
οικολογική τους διάσταση. Σήμερα το πάρκο και η πλατεία αποτελούν
σύμβολα ενός μέρους της κοινωνίας που αντιδρά στην επιβολή μιας
αυταρχικής μονολιθικότητας, είναι τα σύμβολα μιας αντιπολίτευσης που
πεισμώνει και αντιδρά ενώπιον της απειλητικής πίεσης που προκαλεί ο
ισλαμικός νεοφιλελευθερισμός. Οι κινητοποιήσεις αποδεικνύουν ότι στην
Τουρκία υπάρχουν τα προοδευτικά «υπόγεια ρεύματα» που διεκδικούν τώρα
μια ανάπτυξη πέρα και έξω από αυτή που επιβάλλει η κυβέρνηση. Με λίγα
λόγια, η εξέλιξη της λαϊκής αντίδρασης δείχνει ότι δημιουργείται ένα
κίνημα, του οποίου οι προσανατολισμοί δεν έχουν οριστικοποιηθεί, αλλά
που σίγουρα αναδεικνύει τα όρια μιας ομολογουμένως πανίσχυρης
κυβέρνησης.
Η «παντοδυναμία» της Ανάπτυξης χωρίς Δικαιοσύνη
Το
Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχει ήδη μπει για τα καλά στο
δέκατο χρόνο διακυβέρνησης του. Μια συντριπτική πλειοψηφία βλέπει πλέον
ως απόλυτα εφικτό το στόχο για συνέχιση της εξουσίας του τουλάχιστον
μέχρι και το 2023, επέτειος των 100 χρόνων από την ίδρυση του σύγχρονου
τουρκικού κράτους. Δε θα ήταν λοιπόν υπερβολή η υπογράμμιση ότι το
συγκεκριμένο κόμμα ως συνεχιστής αλλά και εκσυγχρονιστής των παραδόσεων
του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας, κατάφερε να αποτελέσει το
συνεπέστερο φορέα αναδιάρθρωσης και μετασχηματισμού του κράτους και της
κοινωνίας από το 1923. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι
όροι της «δικαιοσύνης» και της «ανάπτυξης» συμπυκνώνουν το κεντρικό
στοιχείο του ιδεολογικού υπόβαθρου που συνενώνει το τουρκικό πολιτικό
Ισλάμ, σχεδόν από τη στιγμή της εμφάνισής του.
Οι
δύο αυτοί όροι χρησιμοποιήθηκαν με ένταση από ολόκληρο το φάσμα του
ισλαμικού πολιτικού λόγου, βέβαια με διαφορετικό περιεχόμενο και πλαίσιο
κάθε φορά. Στη σημερινή της φάση, η «δικαιοσύνη» περιγράφει τη
διαχρονική διεκδίκηση των ισλαμιστών και των θρησκευόμενων στρωμάτων για
μια καλύτερη θέση στον ανταγωνισμό. Υπογραμμίζει την προηγούμενη αγωνία
τους για έξοδο από το περιθώριο του πολιτικού πεδίου, στο οποίο τους
έθεσε ο αυταρχικός κεμαλισμός. Η «ανάπτυξη» υποδεικνύει σαφώς την
αναγκαιότητα για σταθεροποίηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης
που αν συνδυαστεί με τη «δικαιοσύνη» υποδηλώνει το ίδιο ξεκάθαρα τη μάχη
για αύξηση της «ισλαμικής πίτας» στην τουρκική (και όχι μόνο) αγορά.
Υπό αυτή την έννοια το Ισλάμ στην Τουρκία του 21ου αιώνα δεν
υπηρετεί μόνο τη διήγηση ενός ένδοξου αυτοκρατορικού παρελθόντος, αλλά
πολύ περισσότερο μετατρέπεται σε εργαλείο των μικρομεσαίων στρωμάτων και
της επιχειρηματικής ελίτ της συντηρητικής Ανατολίας για τη διεκδίκηση
μιας «καλύτερης ζωής». «Καλύτερης» γιατί η θρησκεία θα νομιμοποιεί την
κερδοφορία και θα απορροφά τους κραδασμούς της φτώχειας.
Το
ΑΚΡ λοιπόν κατάφερε να πετύχει την ολοκληρωτική αναδιοργάνωση του
κράτους αλλά και της ταυτότητας της χώρας με τρόπο που τουλάχιστον μέχρι
πριν λίγες μέρες να ανταποκρινόταν στην εξαφάνιση κάθε φυγόκεντρης
δυναμικής. Το κράτος και το κόμμα, μετατράπηκαν σε παραγωγούς ηγεμονίας,
τέτοιας που δεν επέτρεπε τη δημόσια έκφραση κοινωνικών διαφοροποιήσεων.
Το έθνος-μιλλέτ, ένα ομογενοποιημένο σύνολο, αποτέλεσε για το ΑΚΡ τη
μεγάλη φωτογραφία μιας «ισλαμικής οικογένειας» στην οποία τα πάντα
ξεκινούσαν και τέλειωναν γύρω από τις έννοιες της θρησκευτικής
αλληλεγγύης, φιλανθρωπίας και υπακοής.
Τα κοινωνικά όρια και οι κινητοποιήσεις
Ο
τρόπος με τον οποίο οι διαμαρτυρίες ενάντια «στο κόψιμο μερικών
δέντρων» μαζικοποιήθηκαν και προκάλεσαν κύματα αλληλεγγύης ακόμα και από
το εξωτερικό (χαρακτηριστικό το σύνθημα «Κωνσταντινούπολη δεν είσαι
μόνη»), πρέπει να απασχολήσει πολύπλευρα. Μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση
ενός τουλάχιστον μέρους της κοινωνίας, δεν μπορεί να ειδωθεί μέσα από
απλοϊκές – απλουστευμένες αναλύσεις και σχόλια. Από τη μια πλευρά, δεν
μπορεί να γίνει λόγος για μια «τουρκική άνοιξη» όπως μερικά διεθνή ΜΜΕ
ισχυρίστηκαν. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να μειώνεται η σημασία της
διαφορετικής θέσης – κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής, οικονομικής –
που έχει η σημερινή τουρκική κυβέρνηση σε σχέση με τις ηγεσίες που
ηττήθηκαν από τη λεγόμενη αραβική άνοιξη. Το ΑΚΡ μεταξύ άλλων, συνεχίζει
να απολαμβάνει τη στήριξη της πλειοψηφίας μέσα από συνεχόμενες
εκλογικές διαδικασίες, ενώ σε στιγμές τέτοιας πόλωσης καταφέρνει να
ελέγχει ένα στρατηγικό χώρο, όπως τα ΜΜΕ. Από την άλλη πλευρά, δεν
μπορεί να γίνει λόγος για μια καθοδηγούμενη αντίδραση από το «βαθύ
κράτος», την Εργκενεκόν κλπ. Ούτε και πρόκειται για ένα κίνημα
διεκδίκησης προστασίας της κοσμικότητας κατά τα πρότυπα των
«ρεπουμπλικανικών κινητοποιήσεων» του 2007 που τελικά οδήγησαν στις
πρόωρες εκλογές του Ιουλίου του ίδιου χρόνου και στην αύξηση των
ποσοστών του ΑΚΡ στο 47%.
Τουλάχιστον
στο παρόν στάδιο, οι κινητοποιήσεις εκφράζουν μια γενικότερη θεώρηση,
ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι κορυφώνονται σε μια σημαντική
χρονική συγκυρία κορύφωσης του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού: κατάργηση
κάθε δημοκρατικής διαβούλευσης και επιβολή νομοθεσιών όπως η μείωση της
χρήσης του αλκοόλ, εντατικοποίηση των προσπαθειών για υιοθέτηση του
προεδρικού συστήματος μέσα από δημοψήφισμα, συγκεντροποίηση και
ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας με παράλληλη αποδυνάμωση κάθε
άλλης μορφής εξουσίας και δημοκρατικού ελέγχου, μετατροπή του συριακού
εμφύλιου σε «τουρκικό πρόβλημα» με πιθανότητες ανάφλεξης
εθνοθρησκευτικών συγκρούσεων. Συνεπώς η «οθωμανική παλινόρθωση» του
νεοφιλελευθερισμού που αγγίζει την ταυτότητα αλλά και τη καθημερινότητα
ενός μέρους της κοινωνίας, φτάνει σε κάποια από τα όρια της. Ανεξάρτητα
από το τελικό αποτέλεσμα επί του συγκεκριμένου, δηλαδή εάν τελικά θα
γίνει το εμπορικό κέντρο στο πάρκο ή όχι, το ΑΚΡ πρέπει ίσως να
παραδεχτεί την πρώτη πολιτική του ήττα αφού φαίνεται ότι θα πρέπει πλέον
να λάβει πιο σοβαρά υπόψη τις «φωνές του πάρκου», οι οποίες ξεκάθαρα
ζητούν πλουραλισμό στην πολιτική ζωή.
Την
ίδια στιγμή όμως, οι συγκριμένες κινητοποιήσεις δεν έχουν αποκαθηλώσει
τον Έρντογαν από το «θρόνο» του. Έθεσαν όρια ιστορικής σημασίας για το
μέλλον της χώρας και για την ίδια τη διακυβέρνηση, όμως η ανομοιομορφία
των στόχων του κινήματος αυτού, το εμποδίζει στο παρόν στάδιο από του να
παράξει μια ισχυρή εναλλακτική πρόταση. Η τουρκική Αριστερά με όλες τις
εκφάνσεις που διατηρεί, οι κεμαλιστές, οι φασιστικοί κύκλοι, οι
φιλελεύθεροι διανοούμενοι και οι περιβαλλοντιστές, είναι παρόν με
διαφορετικές διεκδικήσεις και στόχους. Παρόλο που στις πρώτες στιγμές
υπήρξε μια διακριτή προοδευτική έκφραση, εντούτοις η προσθήκη
συντηρητικών στοιχείων στις κινητοποιήσεις, αμφισβητεί στο παρόν στάδιο
την αντοχή του κινήματος αυτού. Οι μέρες που ακολουθούν θα δείξουν
πολλά… Όμως ο καθοριστικός βαθμός σημασίας της «αντιπολίτευσης του
πάρκου και της πλατείας», έγκειται στο ότι επηρεάζει τον τρόπο με τον
οποίο η τουρκική κυβέρνηση θα χειριστεί τα σημαντικά θέματα, τα οποία
έχουν την ανάγκη δημοκρατικού διαλόγου και είναι τώρα ανοιχτά σε
εξελίξεις: Κουρδικό, Συρία-Μέση Ανατολή, Κυπριακό και ενέργεια.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος