Aναχωρώντας για την επίσκεψή του σε Μαρόκο, Αλγερία
και Τυνησία ο Τούρκος πρωθυπουργός Tayyip Erdoğan διαμήνυσε ότι μετά
βίας συγκρατεί “το 50%” (ήτοι το ποσοστό του πληθυσμού που τον
εμπιστεύθηκε στις εκλογές) προκειμένου να μην κατέβει και αυτό στους
δρόμους προς υπεράσπισή του. Πιθανότατα είχε κατά νου μια θεματική
επίδειξη δύναμης από μέρους της “σιωπηλής πλειοψηφίας”, σαν την ογκώδη
διαδήλωση υπέρ του Charles de Gaulle στις 30 Μαϊου 1968. Πράγματι, ο
δημοσιογράφος και πρώην σύμβουλος του Erdoğan, Akif Beki δήλωσε στο
CNNtürk ότι οι οργανώσεις του κυβερνώντος κόμματος προετοιμάζονται για
πανηγυρική υποδοχή του πρωθυπουργού, όταν αυτός επιστρέψει την Πέμπτη
από την βορειοαφρικανική του περιοδεία.
Ωστόσο, το πραγματικό πολιτικό πρόβλημά του Erdoğan είναι ότι η αμφισβήτησή του έχει εξαπλωθεί πολύ πέρα από τον σκληρό πυρήνα του 50% που ούτως ή άλλως δεν τον υποστήριζε.Μπορεί στις διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών να σπανίζουν (και είναι αυτό χαρακτηριστικό) οι μαντιλοφορούσες γυναίκες, μπορεί η αριστερά να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή (ως περισσότερο πεπειραμένη στις συγκρούσεις με την Αστυνομία), μπορεί η κεμαλική κεντροαριστερά του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να επιχειρεί, κυρίως δια της νεολαίας της, να αφήσει ισχυρό στίγμα στις κινητοποιήσεις, ωστόσο η πολυμορφία του διαμαρτυρόμενου πλήθους και η συμπαράσταση που αυτό δέχεται από το τμήμα του πληθυσμού που δεν συμμετέχει καταδεικνύει ότι και στη “σιωπηλή πλειοψηφία” υπάρχουν ρωγμές.
Έχοντας μια μάλλον περιοριστική αντίληψη της πολιτικής ηγεμονίας, ο Erdoğan εκτιμά ότι του αρκεί η εκλογική πρωτοκαθεδρία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης την οποία κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μοιάζει ικανό να αμφισβητήσει. Υπολογίζει ότι ο τριπλασιασμός του εθνικού προϊόντος επί των ημερών του αποτελεί (αν και άνισα κατανεμημένος) το ισχυρότερό του χαρτί και επιλέγει μια τακτική βαθέματος των διαχωριστικών γραμμών, εστιάζοντας την αντιπαράθεση στο δίπoλο “κοσμικότητα-θρησκευτικές αξίες” (βλ. την εξαγγελία ανέγερσης τεμένους στην Πλατεία Taksim), προκειμένου να περιχαρακώσει στις γραμμές του την συντηρητική θρησκευόμενη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Λησμονεί ωστόσο ότι η οικονομική ενίσχυση των μεσοστρωμάτων περισσότερο τροφοδοτεί παρά καταπνίγει την πολιτική διεκδικητικότητά τους. Λησμονεί το ότι η νεολαία, που αποτελεί το κυρίαρχο δημογραφικό στοιχείο της χώρας, είναι στοιχείο εξ ορισμού απρόβλεπτο, όπως και απέδειξε με τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις κινητοποιήσεις. Λησμονεί ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τον στήριξε ως αντίπαλο δέος απέναντι στην ξεδοντιασμένο πια απειλή των στρατηγών. Λησμονεί το ότι η απαίτηση μεγαλύτερης διαφάνειας και συμμετοχής αφορά και όσους διακρίνονται για τη θρησκευτικότητά τους – και ότι το μετριοπαθές Πολιτικό Ισλάμ μπορεί αναμφίβολα να έχει μέλλον και χωρίς τον ίδιο.
Ο προβληματισμός εκφράζεται και σε επίπεδο κορυφής, όπως έδειξε τα τελευταία 24ωρα το διαφορετικό ύφος των παρεμβάσεων του Abdullah Gül και Bülent Arınç που συναποτέλεσαν με τον Erdoğan την ιδρυτική τριανδρία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Και ο μeν πρώτος είναι ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας (τον οποίο ο πρωθυπoυργός έχει προαποφασίσει να διαδεχθεί το 2014), ο οποίος λόγω και του θεσμικού του ρόλου επιμένει, μήνες τώρα, στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας – την ώρα που ο Erdoğan “απειλούσ娔 με προσχώρηση της Τουρκίας στο Σύμφωνο της Σαγκάης. Ο δε δεύτερος είναι παλαιόθεν επιρρεπής στην ανάληψη αποστολών κατευνασμού προς το εσωτερικό (π.χ. Κούρδοι) και το εξωτερικό (λ.χ. και στα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος).
Πρόκειται για παιχνίδι κατανομής ρόλων; Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, όταν οι Gül και Arınç τονίζουν ότι το “μήνυμα των διαδηλωτών ελήφθη” και το κράτος θα αντλήσει τα διδάγματά του, ενώ ο Erdoğan από τη Βόρειο Αφρική διαμηνύει ότι “δεν διέκρινε κανένα μήνυμα”, ότι η αναταραχή θα κοπάσει από μόνη της και ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις εμπλοκής ξένων πρακτόρων.
Ο Gül δέχθηκε σε συνεργασία όχι μόνο τον Arınç, ως αναπληρωτή του απουσιάζοντος πρωθυπουργού, αλλά και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Kemal Kılıçdaroğlu, καθώς και τον βουλευτή του φιλοκουρδικού κόμματος BDP ο οποίος πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες στο Πάρκο Gezi (και τώρα απευθύνει εκκλήσεις εκτόνωσης), ενώ τόνισε, σε μάι ευθεία αντίκρουση προηγούμενης δήλωσης του Erdoğan ότι “δημοκρατία δεν είναι μόνο η διεξαγωγή εκλογών”. Μιλώντας δε στην Τουρκική Ένωση Διεθνών Επενδυτών (YASED) φρόντισε να επισημάνει ότι οι διαδηλώσεις στην Τουρκία αντιστοιχούν περισσότερο στο Occupy Movement της Δύσης παρά στην Αραβική Άνοιξη και ότι η χώρα του παραμένει απολύτως προβλέψιμη πολιτικά και οικονομικά.
Ομοίως και ο Arınç (ο οποίος κάλεσε τον διεθνή παράγοντα να σχολιάζει τα τεκταινόμενα στην Τουρκία κατ΄ αναλογίαν προς αντίστοιχα φαινόμενα στις δυτικές κοινωνίες) ευχαρίστησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την εποικοδομητική στάση τους, ζήτησε συγγνώμη από τους διαδηλωτές για την καταστολή (εξαιρώντας τους υπεύθυνους για βανδαλισμούς), προγραμμάτισε συνάντηση την Πέμπτη με την πρωτοβουλία πολιτών “Πλατφόρμα Taksim” που πρώτη διαμαρτυρήθηκε για τα επίμαχα έργα ανάπλασης και άφησε ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο διεξαγωγής σχετικού δημοψηφίσματος στην Κωνσταντινούπολη.
Σε μία παράταξη που συγκεντρώνει το 50% των ψήφων, όπως το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, είναι λογικό να υπάρχουν διαφορετικές και συγκρουόμενες τάσεις. Λ.χ. το σουφικό τάγμα των Naksibendi δυσφορεί ανοιχτά για το γεγονός ότι απομακρύνθηκαν ο υπουργός Υγείας και άλλα κρατικά στελέχη που είναι μέλη του και για το ότι παρά την επιρροή του στο κουρδικό στοιχείο δεν εκπροσωπείται στην διαδικασία διαλόγου στο ΡΚΚ. Στις μυστικές υπηρεσίες μαίνεται ο εσωτερικός πόλεμος, μετά τον διορισμό ως διευθυντή της ΜΙΤ του πρώην πρωθυπουργικού συμβούλου Hakkan Findan. Στο κυβερνών κόμμα προκαλεί αναστάτωση η εκτίμηση ότι ο Erdoğan προδιαγράφει για διάδοχό του τον πρώην πρόεδρο του μικρότερου ισλαμιστικού κόμματος Refah, Numan Kurtulmuş, ο οποίος προσχώρησε στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης μόλις το φθινόπωρο και παρ΄ όλα αυτά αποτέλεσε μέρος της συνοδείας του Πρωθυπουργού κατά το πρόσφατο ταξίδι της Ουάσιγκτον.
Κυρίως όμως τα βλέμματα στρέφονται στο ισχυρό δίκτυο Nurcu του εξόριστου στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα Fethullah Gülen το οποίο είναι από μήνες γνωστό ότι δυσανασχετεί με το στυλ εξουσίας του Erdoğan, ότι επιφυλάσσεται για το τελικό ορίζοντα του διαλόγου με το ΡΚΚ και ότι επιθυμεί μια λιγότερο συγκρουσιακή σχέση της Τουρκίας με τη Δύση και περισσότερο υψηλούς τόνους προς Ανατολάς. Το ότι τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχει ο Gülen υπήρξαν τα πρώτα που έσπασαν τη σιωπή ως προς την κάλυψη των διαδηλώσεων είναι χαρακτηριστικό. Το ότι ο ίδιος ο Gülen απηύθυνε, μετά από έξι ημέρες ταραχών, έκκληση στους αστυνομικούς για αυτοσυγκράτηση είναι πολυσήμαντο – δεδομένης και της μεγάλης διείσδυσης του κινήματός του στα Σώματα Ασφαλείας. Το δε γεγονός ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Obama στη Ουάσιγκτον, ο Arınç βρήκε τον χρόνο για να μεταβεί στην Πενσυλβάνια, ώστε να συναντήσει τον Gülen , αναδρομικά διαβάζεται υπό νέο φως...
Ωστόσο, το πραγματικό πολιτικό πρόβλημά του Erdoğan είναι ότι η αμφισβήτησή του έχει εξαπλωθεί πολύ πέρα από τον σκληρό πυρήνα του 50% που ούτως ή άλλως δεν τον υποστήριζε.Μπορεί στις διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών να σπανίζουν (και είναι αυτό χαρακτηριστικό) οι μαντιλοφορούσες γυναίκες, μπορεί η αριστερά να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή (ως περισσότερο πεπειραμένη στις συγκρούσεις με την Αστυνομία), μπορεί η κεμαλική κεντροαριστερά του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να επιχειρεί, κυρίως δια της νεολαίας της, να αφήσει ισχυρό στίγμα στις κινητοποιήσεις, ωστόσο η πολυμορφία του διαμαρτυρόμενου πλήθους και η συμπαράσταση που αυτό δέχεται από το τμήμα του πληθυσμού που δεν συμμετέχει καταδεικνύει ότι και στη “σιωπηλή πλειοψηφία” υπάρχουν ρωγμές.
Έχοντας μια μάλλον περιοριστική αντίληψη της πολιτικής ηγεμονίας, ο Erdoğan εκτιμά ότι του αρκεί η εκλογική πρωτοκαθεδρία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης την οποία κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μοιάζει ικανό να αμφισβητήσει. Υπολογίζει ότι ο τριπλασιασμός του εθνικού προϊόντος επί των ημερών του αποτελεί (αν και άνισα κατανεμημένος) το ισχυρότερό του χαρτί και επιλέγει μια τακτική βαθέματος των διαχωριστικών γραμμών, εστιάζοντας την αντιπαράθεση στο δίπoλο “κοσμικότητα-θρησκευτικές αξίες” (βλ. την εξαγγελία ανέγερσης τεμένους στην Πλατεία Taksim), προκειμένου να περιχαρακώσει στις γραμμές του την συντηρητική θρησκευόμενη πλειοψηφία του πληθυσμού.
Λησμονεί ωστόσο ότι η οικονομική ενίσχυση των μεσοστρωμάτων περισσότερο τροφοδοτεί παρά καταπνίγει την πολιτική διεκδικητικότητά τους. Λησμονεί το ότι η νεολαία, που αποτελεί το κυρίαρχο δημογραφικό στοιχείο της χώρας, είναι στοιχείο εξ ορισμού απρόβλεπτο, όπως και απέδειξε με τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στις κινητοποιήσεις. Λησμονεί ότι μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τον στήριξε ως αντίπαλο δέος απέναντι στην ξεδοντιασμένο πια απειλή των στρατηγών. Λησμονεί το ότι η απαίτηση μεγαλύτερης διαφάνειας και συμμετοχής αφορά και όσους διακρίνονται για τη θρησκευτικότητά τους – και ότι το μετριοπαθές Πολιτικό Ισλάμ μπορεί αναμφίβολα να έχει μέλλον και χωρίς τον ίδιο.
Ο προβληματισμός εκφράζεται και σε επίπεδο κορυφής, όπως έδειξε τα τελευταία 24ωρα το διαφορετικό ύφος των παρεμβάσεων του Abdullah Gül και Bülent Arınç που συναποτέλεσαν με τον Erdoğan την ιδρυτική τριανδρία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Και ο μeν πρώτος είναι ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας (τον οποίο ο πρωθυπoυργός έχει προαποφασίσει να διαδεχθεί το 2014), ο οποίος λόγω και του θεσμικού του ρόλου επιμένει, μήνες τώρα, στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας – την ώρα που ο Erdoğan “απειλούσ娔 με προσχώρηση της Τουρκίας στο Σύμφωνο της Σαγκάης. Ο δε δεύτερος είναι παλαιόθεν επιρρεπής στην ανάληψη αποστολών κατευνασμού προς το εσωτερικό (π.χ. Κούρδοι) και το εξωτερικό (λ.χ. και στα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος).
Πρόκειται για παιχνίδι κατανομής ρόλων; Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, όταν οι Gül και Arınç τονίζουν ότι το “μήνυμα των διαδηλωτών ελήφθη” και το κράτος θα αντλήσει τα διδάγματά του, ενώ ο Erdoğan από τη Βόρειο Αφρική διαμηνύει ότι “δεν διέκρινε κανένα μήνυμα”, ότι η αναταραχή θα κοπάσει από μόνη της και ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις εμπλοκής ξένων πρακτόρων.
Ο Gül δέχθηκε σε συνεργασία όχι μόνο τον Arınç, ως αναπληρωτή του απουσιάζοντος πρωθυπουργού, αλλά και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Kemal Kılıçdaroğlu, καθώς και τον βουλευτή του φιλοκουρδικού κόμματος BDP ο οποίος πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες στο Πάρκο Gezi (και τώρα απευθύνει εκκλήσεις εκτόνωσης), ενώ τόνισε, σε μάι ευθεία αντίκρουση προηγούμενης δήλωσης του Erdoğan ότι “δημοκρατία δεν είναι μόνο η διεξαγωγή εκλογών”. Μιλώντας δε στην Τουρκική Ένωση Διεθνών Επενδυτών (YASED) φρόντισε να επισημάνει ότι οι διαδηλώσεις στην Τουρκία αντιστοιχούν περισσότερο στο Occupy Movement της Δύσης παρά στην Αραβική Άνοιξη και ότι η χώρα του παραμένει απολύτως προβλέψιμη πολιτικά και οικονομικά.
Ομοίως και ο Arınç (ο οποίος κάλεσε τον διεθνή παράγοντα να σχολιάζει τα τεκταινόμενα στην Τουρκία κατ΄ αναλογίαν προς αντίστοιχα φαινόμενα στις δυτικές κοινωνίες) ευχαρίστησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης για την εποικοδομητική στάση τους, ζήτησε συγγνώμη από τους διαδηλωτές για την καταστολή (εξαιρώντας τους υπεύθυνους για βανδαλισμούς), προγραμμάτισε συνάντηση την Πέμπτη με την πρωτοβουλία πολιτών “Πλατφόρμα Taksim” που πρώτη διαμαρτυρήθηκε για τα επίμαχα έργα ανάπλασης και άφησε ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο διεξαγωγής σχετικού δημοψηφίσματος στην Κωνσταντινούπολη.
Σε μία παράταξη που συγκεντρώνει το 50% των ψήφων, όπως το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, είναι λογικό να υπάρχουν διαφορετικές και συγκρουόμενες τάσεις. Λ.χ. το σουφικό τάγμα των Naksibendi δυσφορεί ανοιχτά για το γεγονός ότι απομακρύνθηκαν ο υπουργός Υγείας και άλλα κρατικά στελέχη που είναι μέλη του και για το ότι παρά την επιρροή του στο κουρδικό στοιχείο δεν εκπροσωπείται στην διαδικασία διαλόγου στο ΡΚΚ. Στις μυστικές υπηρεσίες μαίνεται ο εσωτερικός πόλεμος, μετά τον διορισμό ως διευθυντή της ΜΙΤ του πρώην πρωθυπουργικού συμβούλου Hakkan Findan. Στο κυβερνών κόμμα προκαλεί αναστάτωση η εκτίμηση ότι ο Erdoğan προδιαγράφει για διάδοχό του τον πρώην πρόεδρο του μικρότερου ισλαμιστικού κόμματος Refah, Numan Kurtulmuş, ο οποίος προσχώρησε στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης μόλις το φθινόπωρο και παρ΄ όλα αυτά αποτέλεσε μέρος της συνοδείας του Πρωθυπουργού κατά το πρόσφατο ταξίδι της Ουάσιγκτον.
Κυρίως όμως τα βλέμματα στρέφονται στο ισχυρό δίκτυο Nurcu του εξόριστου στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα Fethullah Gülen το οποίο είναι από μήνες γνωστό ότι δυσανασχετεί με το στυλ εξουσίας του Erdoğan, ότι επιφυλάσσεται για το τελικό ορίζοντα του διαλόγου με το ΡΚΚ και ότι επιθυμεί μια λιγότερο συγκρουσιακή σχέση της Τουρκίας με τη Δύση και περισσότερο υψηλούς τόνους προς Ανατολάς. Το ότι τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχει ο Gülen υπήρξαν τα πρώτα που έσπασαν τη σιωπή ως προς την κάλυψη των διαδηλώσεων είναι χαρακτηριστικό. Το ότι ο ίδιος ο Gülen απηύθυνε, μετά από έξι ημέρες ταραχών, έκκληση στους αστυνομικούς για αυτοσυγκράτηση είναι πολυσήμαντο – δεδομένης και της μεγάλης διείσδυσης του κινήματός του στα Σώματα Ασφαλείας. Το δε γεγονός ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Obama στη Ουάσιγκτον, ο Arınç βρήκε τον χρόνο για να μεταβεί στην Πενσυλβάνια, ώστε να συναντήσει τον Gülen , αναδρομικά διαβάζεται υπό νέο φως...