Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη*
Η επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό
Οίκο ακολούθησε τρεις επισκέψεις του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον
Κέρι στην Τουρκία σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών. Η συχνότητα των
επαφών είναι ενδεικτική τόσο της αυξημένης σημασίας που αποδίδεται από
το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, όσο και του
επείγοντος πολλών ζητημάτων που συνδέουν τα αμερικανικά και τα τουρκικά
συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Τα περιθώρια, ωστόσο, είναι μάλλον στενά.
Η
αποτελμάτωση του συριακού εμφυλίου πολέμου και η πρόσφατη τρομοκρατική
επίθεση στη συνοριακή πόλη Ρεϊχανλί της Τουρκίας υπογραμμίζουν τους
κινδύνους που εγκυμονεί τόσο η ανάδυση της Συρίας σε μείζονα εστία
περιφερειακής αστάθειας, όσο και η τουρκική ανοχή στη δράση συριακών
αντικαθεστωτικών ομάδων εντός του τουρκικού εδάφους. Η στήριξη που
εξέφρασαν οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας προς τη
σχεδιαζόμενη ειρηνευτική διάσκεψη για τη Συρία στη Γενεύη με συμμετοχή
όλων των μερών αποτελεί υποχώρηση από την πάγια τουρκική άρνηση
διαπραγματεύσεων με το καθεστώς Ασαντ.
Η οικονομική ενίσχυση των αντικαθεστωτικών παραμένει ο κύριος μοχλός
παρεμβάσεως των δυτικών δυνάμεων στο συριακό μέτωπο. Στο πλαίσιο αυτό
εντάσσεται και η πρόσφατη απόφαση του συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών της
Ευρωπαϊκής Ενώσεως να επιτρέψει την εξαγωγή αργού πετρελαίου από τις
περιοχές της Συρίας που ελέγχονται από τους αντικαθεστωτικούς. Η άρση
του εμπάργκο, ωστόσο, ενδέχεται να αναδείξει τον κατακερματισμό στις
τάξεις των αντικαθεστωτικών και να οδηγήσει ακόμη και σε συγκρούσεις,
καθώς η διεθνώς αναγνωρισμένη ηγεσία των αντικαθεστωτικών θα επιχειρεί
να αναλάβει τον έλεγχο πετρελαιοπηγών από ετερογενείς ομάδες
αντικαθεστωτικών.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εκτιμηθεί και η αμερικανική πρωτοβουλία
εξομαλύνσεως των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων. Η μεσολάβηση του ιδίου του
προέδρου Ομπάμα για τη διατύπωση συγγνώμης προς την Τουρκία τρία χρόνια
μετά την ισραηλινή επιχείρηση στο πλοίο «Μαβί Μαρμαρά» και τον θάνατο
οκτώ Τούρκων επιβαινόντων είναι ενδεικτική του αμερικανικού
ενδιαφέροντος.
Το τελευταίο, όμως, δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις: Οι
αμερικανικές πιέσεις για την αναβολή της προαναγγελθείσας επισκέψεως
Ερντογάν στη Γάζα τον Ιούνιο οδήγησε την τουρκική κυβέρνηση στη
συμβιβαστική επιλογή να προστεθεί στην επίσκεψη στη Γάζα και μια
επίσκεψη στη Ραμάλα της Δυτικής Οχθης. Τηρώντας τις ενδοπαλαιστινιακές
ισορροπίες, η επίσκεψη δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ευθεία υποστήριξη του
καθεστώτος που έχει εγκαταστήσει η Χαμάς στη Γάζα εις βάρος της διεθνώς
αναγνωρισμένης κυβερνήσεως της Δυτικής Οχθης. Η εμφάνιση της Τουρκίας ως
προστάτιδος ενός σουνιτικού ισλαμιστικού καθεστώτος θα έδινε βάση στις
αιτιάσεις ότι η τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή επηρεάζεται από
θρησκευτικά κριτήρια.
Είναι γεγονός ότι η απουσία οποιασδήποτε συνεργασίας μεταξύ Ισραήλ και
Τουρκίας εξέθετε και τις δύο πλευρές -και κυρίως το Ισραήλ- σε
πολλαπλούς κινδύνους. Ενας από αυτούς είναι η πιθανότητα να περάσουν στα
χέρια ισλαμιστών της αντιπολιτεύσεως -ή και της Αλ Κάιντα- όπλα μαζικής
καταστροφής του συριακού στρατού. Ενας δεύτερος είναι η βαθμιαία
εμπλοκή του Λιβάνου στον συριακό εμφύλιο μέσω της συμπαρατάξεως της
σιιτικής οργανώσεως Χεζμπολάχ με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις. Η
μετατροπή του συριακού εμφυλίου σε περιφερειακή σύρραξη μεταξύ σουνιτών
και σιιτών είναι κάτι που απεύχονται τόσο η Τουρκία όσο και το Ισραήλ.
Αν και είναι βραχυπρόθεσμα ανέφικτη η επαναφορά των διμερών σχέσεων στα
προ του 2007 επίπεδα, οι εξελίξεις στη Συρία ενδέχεται να αποτελέσουν
παράγοντα επιταχυντικό της εξομαλύνσεως.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.