Οι δραματικές συνέπειες του δημοσιονομικού εκτροχιασμού που άρχισε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και συνεχίσθηκε μέχρι τον Κώστα Καραμανλή, είναι γνωστές: η κατάρρευση του 2010, η ουσιαστική πτώχευση της χώρας και η βάναυση προσαρμογή που βιώνουμε. Πέρα από τα Μνημόνια και τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν ή εφαρμόζονται, η νέα πραγματικότητα στην οποία έχει εισέλθει η χώρα επιβάλλει μια πολύ πιο αποτελεσματική κυβερνητική δράση. Δεν αναφέρομαι στην αυτονόητη ανάγκη για ορθολογισμό των οικονομικών της χώρας, αλλά στην αλλαγή νοοτροπίας που πρέπει να υπάρξει στις συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες.
Αφορμή για τη σημερινή στήλη αποτέλεσε η πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Κίνα. Οι διαβουλεύσεις, τα Μνημόνια συνεργασίας, ακόμη και οι συμφωνίες που υπεγράφησαν, αποτελούν, προφανώς, σημαντική εξέλιξη. Ομως, το κλειδί είναι η συνεχής παρακολούθηση, το λεγόμενο follow up, και, τελικά, η υλοποίηση. Δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια για ανούσιες επικοινωνιακού χαρακτήρα ανακοινώσεις που δεν αποφέρουν αποτελέσματα. Δεν νοείται μια επίσκεψη τέτοιας σημασίας, που εύλογα δημιουργεί τεράστιες προσδοκίες, να εξαντληθεί σε γενικότητες και εξαγγελίες προθέσεων. Πρέπει να ανοίξει νέες προοπτικές και να καταλήξει σε συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Είναι αλήθεια ότι η ανάκτηση της αξιοπιστίας μιας χώρας δεν είναι εύκολη υπόθεση ούτε επιτυγχάνεται σε σύντομο διάστημα. Είναι μια χρονοβόρος διαδικασία που απαιτεί συνέπεια και συνέχεια. Η πρώτη απόπειρα, που άρχισε την άνοιξη του ’10, κατέρρευσε υπό το βάρος των λαϊκών αντιδράσεων, της μετωπικής αντίδρασης σύσσωμης της αντιπολίτευσης, αλλά και των αμφιταλαντεύσεων και της ανικανότητας κορυφαίων πρωταγωνιστών της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Ακολούθησε το εγχείρημα Παπαδήμου, όπου έγιναν προσπάθειες, επιτεύχθηκε μια σημαντική απομείωση του χρέους και εμπεδώθηκε η αίσθηση διακομματικής συνεργασίας, αλλά ακολούθησε η βεβιασμένη πτώση της και το ναδίρ της περιόδου που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου Μαΐου και Ιουνίου.
Τώρα, υπάρχει μια σταθερή κυβέρνηση τριών κομμάτων, που ψηφίσθηκαν από το 48% του ελληνικού λαού, η οποία δείχνει να ανακτά το χαμένο έδαφος. Είναι αλήθεια ότι ο πρωθυπουργός προσπαθεί να αναδείξει μια υπερβολικά αισιόδοξη εικόνα της κατάστασης. Αλλά, με δεδομένο ότι «η οικονομία είναι ψυχολογία», συχνά το να προσποιείσαι την επιτυχία, διευκολύνει την εξασφάλισή της (fake it, till you make it).
Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης στο Σινικό Τείχος, ο κ. Σαμαράς επισήμανε στον πρέσβη της Κίνας στην Αθήνα, ότι είναι αποφασισμένος να ασχοληθεί προσωπικά με την προώθηση των συμφωνιών. «Θα το οργανώσω ευθύς μόλις γυρίσω στην Αθήνα» του είπε. Με δεδομένη τη διαχρονική αδυναμία της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα, το Πεκίνο παρακολουθεί με προσοχή, αλλά και εύλογο σκεπτικισμό. Σε συζήτηση με τον γράφοντα, ο Κινέζος διπλωμάτης απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην «επόμενη μέρα», καλώντας εμμέσως την Αθήνα να κινηθεί με ταχείς ρυθμούς: «Σε ό,τι αφορά το τι θα γίνει για να υπάρξει συνέχεια (follow up), η κινεζική πλευρά είναι έτοιμη να εργασθεί με την ελληνική».
Η παραπάνω ουσιαστική παρότρυνση προς την Ελλάδα, έφερε στη μνήμη την έκκληση της Κριστίν Λαγκάρντ, στη διάρκεια της ετησίας συνόδου του ΔΝΤ, τον Σεπτέμβριο του 2011, όταν, έχοντας απαυδήσει με τις συνεχείς καθυστερήσεις και αθετήσεις συμφωνηθέντων, ζήτησε δημόσια από την Ελλάδα με έμφαση, και αρκετή δόση εκνευρισμού, «εφαρμογή, εφαρμογή, εφαρμογή».
«Χωρίς το λεγόμενο follow up, την παρακολούθηση δηλαδή των όσων συμφωνήθηκαν, δεν γίνεται τίποτα» ανέφερε ο Αντώνης Σαμαράς στον Κάρολο Παπούλια κατά την ενημέρωση που του έκανε για την επίσκεψή του στην Κίνα.
Το στοίχημα για τον κ. Σαμαρά, την κυβέρνησή του, και τελικά, τη χώρα, είναι, χωρίς τις μεγαλοστομίες του παρελθόντος, που απεδείχθησαν κενές περιεχομένου, αυτή τη φορά να υπάρξει συνέχεια, να διασφαλισθεί η εφαρμογή των συμφωνηθέντων και να προκύψουν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Μόνον έτσι θα ανακτηθεί η αξιοπιστία της χώρας.
Του Αθανασιου Έλλις |