Από τη μία, “συστάσεις” για τα θέματα της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, διεκδίκηση ακύρωσης του προσφάτως ψηφισθέντος από το ελληνικό κοινοβούλιο νόμου για την ένταξη μουσουλμάνων ιεροδιδασκάλων στο Δημόσιο, “προθυμία” για ανάληψη από την Τουρκία της κατασκευής τεμένους στην Αθήνα, ακόμη και πατερναλιστικές συμβουλές για τις ιδιωτικοποιήσεις ως οδό ξεπεράσματος της κρίσης. Και από την άλλη, η χαρακτηριστική απάντηση “γιατί όχι;” την οποία ο Τούρκος πρωθυπουργός έδωσε στο ερώτημα σχετικά με την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Δεν ήταν αυτό το μοναδικό δείγμα “ασυμμετρίας” κατά τη “συνάντηση-έκπληξη” που είχαν, συμπίπτοντας στο Κατάρ, αμφότεροι σε αναζήτηση επενδύσεων, οTayyip Erdogan και ο Έλληνας ομόλογός του Αντώνης Σαμαράς την Τρίτη.
Η τουρκική πλευρά υπήρξε επίσης λαλίστατη στα όσα διέρρευσε προς τα μέσα ενημέρωσης, σε αντίθεση με την ελληνική που υπήρξε εξαιρετικά φειδωλή. Παράλληλα, η τουρκική πλευρά είχε ήδη πλαισιώσει τη συνάντηση αυτή με τις κατάλληλες κινήσεις προεργασίας – όπως αποδεικνύεται αναδρομικά ότι ήσαν αφενός το δημοσίευμα της Δευτέρας στην Hurriyet σχετικά με τα σενάρια επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ως επαγγελματικού κολλεγίου ή ως παραρτήματος ξένου πανεπιστημίου (κατόπιν διακρατικής συμφωνίας) και αφετέρου οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης Bulent Arinc την ίδια ημέρα ότι δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν τα όσα κάνει η Τουρκία για τις μειονότητες στην επικράτειά της με τη “στέρηση δικαιωμάτων” της “τουρκικής μειονότητας” της Δυτικής Θράκης.
Για την Άγκυρα, η αναθέρμανση των θεμάτων αυτής της κατηγορίας, έχει καταρχήν χαρακτήρα “εργαλειακό”: το μείζον είναι η αναβίωση του διακυβερνητικού Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο, όπως ανακοινώθηκε από το Κατάρ, πρόκειται να συνεδριάσει στην Άγκυρα στις 5 Μαρτίου, μετά από μακρά σιωπή, ενδεικτική της απροθυμίας της κυβέρνησης Σαμαρά.
Η πιθανότητα ανάληψης ελληνικών πρωτοβουλιών στα θέματα των θαλάσσιων δικαιοδοσιών (στις οποίες αναφέρθηκε ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συνάντηση της Τρίτης) επιβάλλει στην Τουρκία την κινητοποίηση διαδικασιών διαλόγου που θα δεσμεύουν την Αθήνα.
Παράλληλα, η προβολή του ενδιαφέροντος της κυβέρνησης Erdogan για τους μουσουλμάνους της Ελλάδας(μειονοτικούς, μετανάστες ή και τουρίστες, όπως αναφέρθηκε) εξυπηρετεί στην φάση αυτή και δύο άλλες σκοπιμότητες. Πρώτον, το να καθησυχαστεί το συντηρητικών ή εθνικιστικών φρονημάτων τμήμα του τουρκικού πληθυσμού, την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η τολμηρή πρωτοβουλία διαλόγου με τον Abdullah Ocalan και το ΡΚΚ. Η υποψία “μειοδοσίας” προσφέρεται για “πλειοδοσίες” σε άλλα, ευκολότερα μέτωπα και η μουσουλμανική ταυτότητα αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο σε συνεκτικό στοιχείο του τουρκικού πληθυσμού, την ώρα ακριβώς που αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο η πλαστότητα του κεμαλικού δόγματος “ένα κράτος, ένας λαός”.
Κατά δεύτερον, ο ακτιβισμός σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ο Arinc έκανε λόγο για θρησκευτικές ελευθερίες, αν και στην πραγματικότητα αναφερόταν, με αφορμή τα σωματεία της Θράκης με την επωνυμία “τουρκικός”, στο δικαίωμα εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού) αποτελεί αντίβαρο στις επικρίσεις που δέχεται όλο και εντονότερα η Άγκυρα για υποχωρήσεις σε αυτό τον τομέα. Πόσο μάλλον που η πρόσφατη “δήλωση-βόμβα” του Erdogan για ενδεχόμενη προσχώρηση στο Σύμφωνο της Σαγκάης (Ρωσία, Κίνα, κεντρασιατικές δημοκρατίες) ερμηνεύεται ευρέως ως εγκατάλειψη των δυτικών αξιών. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο Νορβηγός γ.γ. του Συμβουλίου της Ευρώπης (και θιασώτης της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.) Thorbjοrn Jagland, αν η δήλωση αυτή ειπώθηκε στα σοβαρά, θα πρέπει να ανησυχήσουν τόσο το Συμβούλιο όσο και η Ε.Ε.
Για την Άγκυρα βέβαια, παραμένει πάντοτε ζητούμενο να διατηρήσει ή να επανεγγράψει σε διμερές πλαίσιο δικά της θέματα (π.χ. δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου) που έχουν εκφύγει αυτού. Και να εκμεταλλευθεί ασφαλώς μακρόχρονες επιλογές της Αθήνας (απομόνωση της μειονότητας της Θράκης, φόβος της όσμωσης μειονοτικών και νέων μουσουλμάνων μεταναστών στην Αθήνα) που λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες.