04 Φεβρουαρίου 2013
Πικρή γεύση…
Του Γιώργου Χαρβαλιά
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΓΕΥΣΗ της καλοστημένης παγίδας που στήνουν οι Τούρκοι για τις διακυβερνητικές συναντήσεις του Μαρτίου πήρε η ελληνική αντιπροσωπία στο Κατάρ, αλλά φοβάμαι ότι δεν το ’πιασε ακόμη το νόημα.
ΧΘΕΣΙΝΟΣ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφαλώς, και δεν είναι ο Αντώνης Σαμαράς. Τους Τούρκους, μάλιστα, τους γνωρίζει από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό θα έπρεπε να αναμένει τον γκρίζο επικοινωνιακό απόηχο της ανεπίσημης, έστω, συνάντησής του με τον Ερντογάν που ακολούθησε την πάγια διπλωματική πρακτική της… Μεγάλης Πύλης.
ΣΕ ΤΕΤΟΙΟΥ είδους «ραντεβού κορυφής» με ηγέτες χωρών που συγκαταλέγονται στο μακρύ κατάλογο αυτών με τις οποίες η Αγκυρα θεωρεί ότι έχει διαφορές, ο εκπρόσωπος της Τουρκίας πρέπει πάντα να έχει επικοινωνιακά το «πάνω χέρι». Γι’ αυτό και σπεύδει αμέσως μετά τη λήξη της συνάντησης να μιλήσει στους απεσταλμένους των τουρκικών Μέσων Μαζικών Ενημέρωσης, δίνοντας τη δική του οπτική της συζήτησης που συνήθως απέχει αρκετά από την πραγματικότητα.
ΣΥΜΦΩΝΑ, λοιπόν, με την ευφάνταστη αφήγηση, ο Τούρκος θέτει επιτακτικά, χωρίς διπλωματικές αναστολές και υπό τη μορφή τελεσιγράφων, όλα τα θέματα της διμερούς ατζέντας που σχετίζονται με τις εθνικές του επιδιώξεις και αφήνει το συνομιλητή του σύξυλο, να μασάει τα λόγια του.
Η ΤΑΚΤΙΚΗ αυτή μπορεί να είναι αντιδεοντολογική, αλλά αποδεικνύεται εξαιρετικά αποτελεσματική. Ο εκάστοτε Τούρκος ηγέτης ή υπουργός Εξωτερικών αποθεώνεται στο εσωτερικό και ο «άλλος», πολύ συχνά Έλληνας, εμφανίζεται σαν να ’χει καταπιεί το αμίλητο νερό. Το κακό είναι ότι αυτή τη φορά ο Ερντογάν, εκτός από τους δημοσιογράφους, έσπευσε να δημιουργήσει εντυπώσεις και στους βουλευτές του. Ειδικά, δε, για το θέμα των μουφτήδων, κατάφερε να περάσει την εικόνα και διεθνώς ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός περιήλθε σε αμηχανία και απέφυγε να απαντήσει, έστω και για λόγους τακτ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, στο παιχνίδι των εντυπώσεων είναι «μανούλα» η τουρκική διπλωματία. Και κακώς αιφνιδιάστηκε η ελληνική πλευρά. Ας λειτουργήσει όμως αυτή η μικρή ψυχρολουσία ως «οδηγός» για τα όσα έχουν να συμβούν στις αρχές Μαρτίου, όταν συνέρχεται η μικτή υπουργική επιτροπή των δύο χωρών.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, μετά την εμπειρία της περασμένης εβδομάδας, δεν θα έπρεπε να γίνει. Αλλά είναι πολύ αργά για να αναβληθεί. Η ατζέντα δεν ευνοεί την Ελλάδα. Ακριβώς επειδή δεν είναι σε θέση να επιβάλει μαξιμαλιστικές θέσεις για την ΑΟΖ και δεν έχει καμία άλλη ουσιαστική διεκδίκηση από τους γείτονες. Αντιθέτως, η πλευρά Ερντογάν έχει σκοπό να προαγάγει σε μείζον ζήτημα την πρόσφατη ρύθμιση για τους μουφτήδες. Ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα ότι οποιαδήποτε κίνηση της Ελλάδας στο Αιγαίο θα έχει άμεση και «συμμετρική» απάντηση.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ, κατάλληλο το «τάιμιγκ» για ελληνοτουρκικές συνευρέσεις ούτε ιδανικό το κλίμα για να λυθούν οι όποιες διαχρονικές παρεξηγήσεις. Στην αξιοθρήνητη κατάσταση οικονομικής εξάρτησης και δανειακής ομηρίας στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, θα έπρεπε να αποφεύγονται τέτοιοι πειραματισμοί. Σε αυτή τη συγκυρία το καλύτερο δόγμα για τη σχέση με τους απέναντι θα ήταν το… «μακριά κι αγαπημένοι». Αυτό ας το ’χουν στο μυαλό τους και κάποιοι επίδοξοι… ΑΟΖολόγοι, που κατοικοεδρεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου και μονοπωλούν ανέξοδα τον κυβερνητικό πατριωτισμό.
ΟΥΤΕ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ μέτωπα δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί εύκολα η σημερινή κυβέρνηση «τρικολόρε». Ας αφήσουν, λοιπόν, οι παρακοιμώμενοι τους «μεγαλοϊδεατισμούς», ειδικά όταν είναι βέβαιο ότι στην πρώτη σφαλιάρα θα τρέξουν πανικόβλητοι να κρυφτούν, αφήνοντας την ηγεσία εκτεθειμένη και την πατρίδα ακάλυπτη…
(Από τον “Τύπο της Κυριακής”)