04 Φεβρουαρίου 2013

Οθωμανικά μνημεία στη πόλη της Καβάλας:Η περίπτωση του Ιμαρέτ

#Ε. Σαμουρκασίδου, Χωροτάκτης-Πολεοδόμος Μηχανικός, (MSc), Υποψήφια Διδάκτωρ Παν.Θεσσαλίας.

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναδείξει τη σπουδαιότητα του οθωμανικού (1) μνημειακού πλούτου της χώρας μας και να καταδείξει την αναγκαιότητα ανάδειξης και αξιοποίησης των εν λόγω αρχιτεκτονημάτων. Ο βασικότερος λόγος που ενισχύει την παραπάνω αναγκαιότητα είναι ότι το πρόσφατο παρελθόν των πόλεων που προσαρτήθηκαν τελευταίες στο ελληνικό κράτος, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης της Καβάλας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το οθωμανικό στοιχείο, καθώς βασικότερο γνώρισμά τους αποτελεί ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας τους και η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο ανθρώπων διαφόρων γλωσσών, θρησκειών, παραδόσεων, ηθών και εθίμων. Τα μνημεία αυτά εν ολίγοις, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας των πόλεων αυτών.
Ανάμεσα λοιπόν, στα πολλά κτίρια που κληρονόμησε η σημερινή Ελλάδα από την περίοδο που ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι και τα ιμαρέτ, τα οποία αριθμούν τα 8 στην ελληνική επικράτεια.
Το Ιμαρέτ, αποτελεί ένα από τα πιο ιστορικά μνημεία της Καβάλας, το οποίο περικλείει μέσα του ως κτίσμα πολιτισμική και κοινωνική δυναμική και αποτελεί κληροδότημα των προηγούμενων γενεών για την πόλη της Καβάλας. Το μνημείο, αναμφίβολα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αρμονικής συνύπαρξης του ανατολικού και του δυτικού πολιτισμού ευρισκόμενο στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αλλά και λειτουργικής και επιτυχημένης ένταξης και αξιοποίησης ενός τόσο σημαντικού κεφαλαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης, στον αστικό της ιστό. Αξίζει δε να τονιστεί η υπέρμετρη συνεισφορά του μνημείου μέσω της λειτουργίας του ως πολυτελές ξενοδοχείο στην ανάπτυξη της πόλης και δη στην τουριστική.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πριν από μερικές δεκαετίες οι γνώσεις μας για τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα ήταν αποσπασματικές, παρ' όλο που επρόκειτο για διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο μνημεία, ενός όχι μακρινού ιστορικού παρελθόντος. Τα κτίρια αυτά, ως προς τη χρήση τους, διακρίνονται σε θρησκευτικά: τεμένη (τζαμιά), τεκέδες (όπου ζούσαν οι μουσουλμάνοι μοναχοί, οι δερβίσηδες), μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), αλλά και κοσμικά: μπεζεστένια (κλειστή αγορά), χαμάμ (λουτρά), μετκέπ (σχολεία), τυρμπέ (τάφοι), χάνια και καραβάν σαράγια (ξενώνες), ιμαρέτ (πτωχοκομεία), πύργοι, κάστρα, κρήνες κ.λπ.

2. Μελέτη Περίπτωσης: Ιμαρέτ Καβάλας
2.1  Ιστορικά στοιχεία
Την περίοδο 1817/18 - 1820/21, στη χερσόνησο της Παλιάς Πόλης της Καβάλας δημιουργείται ένα νέο μουσουλμανικό θρησκευτικο-εκπαιδευτικό κέντρο, με το θεσμό των βακουφίων. Ο Μοχάμεντ Άλυ πασάς, βαλής της Αιγύπτου και ιδρυτής της τελευταίας αιγυπτιακής δυναστείας, κτίζει στη γενέθλια πόλη του ένα kulliye, στις μέρες μας είναι περισσότερο γνωστό ως ιμαρέτ. To kulliye της Καβάλας, το μεγάλο συγκρότημα της τελευταίας Οθωμανικής περιόδου, βρίσκεται στη χερσόνησο της Παναγίας στα δυτικά της σημερινής οδού Θ.Πουλίδου.

Το νέο βακουφικό αφιέρωμα, στοιχίζει 15.000 λίρες Αγγλίας (ποσό για την εποχή αμύθητο) και αποτελεί μία μεγάλη και δυναμική επέμβαση στην κλίμακα της μικρής πόλης, η σημαντικότερη ίσως πολεοδομική επέμβαση όλης της περιόδου. Η γεωμετρική και αξονική διάταξη του kulliye, παρόλο που δεν είναι απόλυτη, αλλά έχει προσαρμοστεί στα προϋπάρχοντα στοιχεία του χώρου, ξεχωρίζει από την υπόλοιπη ακανόνιστη δομή της πόλης. Ωστόσο, η μνημειακή κατασκευή, για μία ακόμα φορά, επαναλαμβάνει το προεξέχον θέμα της οθωμανικής πόλης, την εσωστρέφειά της (2) (Στεφανίδου, 1991).

Τον πρώτο καιρό, ο Μοχάμεντ Άλυ έχει εγκαταλείψει τη διαχείριση του βακουφιού σε μπέηδες της Καβάλας, συγγενείς ή φίλους της οικογένειάς του, που τους αντιπροσωπεύει συνήθως κάποιος υπάλληλός τους. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν στην Αίγυπτο ιδρύεται κεντρική διεύθυνση των βακουφιών (1851), εκδηλώνεται ενδιαφέρον για το μακρινό «αφιέρωμα». Το 1854, στέλνεται Αιγύπτιος mudir, δηλαδή διοικητής της Θάσου και διευθυντής του Ιμαρέτ Καβάλας (Στεφανίδου, 1987).

Οι διοικητές παίρνουν εντολές και λογοδοτούν στη Γενική Διεύθυνση Βακουφιών της Αιγύπτου. Η διεύθυνση ανακοινώνει τις αποφάσεις της με σχετικά φιρμάνια ή διαταγές και όταν παρουσιάζονται σοβαρότερα προβλήματα, στέλνουν από την Αίγυπτο εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό της.
Το Ιμαρέτ, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον εξισλαμισμό του χριστιανικού πληθυσμού και στην αλλαγή του εθνοθρησκευτικού χαρακτήρα της Καβάλας. Τα βακούφια, εκτός από πυρήνες θρησκευτικής προπαγάνδας, αποτελούν και κίνητρο για την εγκατάσταση νέων μουσουλμανικών πληθυσμών στην πόλη, αλλά και δέλεαρ για την αλλαξοπιστία και ενσωμάτωση των ντόπιων πληθυσμών στη μουσουλμανική κοινότητα. Τα Βακούφια, και εν προκειμένω το Ιμαρέτ, αποτελεί το καλύτερο μέσο προβολής του Ισλάμ και λειτουργεί ως «δούρειος ίππος» για την ειρηνική και πολιτιστική κατάκτηση του πληθυσμού της πόλης. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι τα Βακούφια συμβάλλουν αποφασιστικά στη διασφάλιση της Οθωμανικής κυριαρχίας (Λυκουρίνος, 2005).


Το ευαγές αυτό ίδρυμα της Καβάλας, παύει ουσιαστικά να υφίσταται από τον Ιούνιο του 1924. Η αιγυπτιακή όμως παρουσία στην Καβάλα, και κυρίως στη χερσόνησο της Παναγίας, εξακολουθεί να είναι έντονη για πολλές ακόμη δεκαετίες. Με χρήματα της βακουφικής τους περιουσίας οι Αιγύπτιοι προβαίνουν, κατά καιρούς, στην αγορά σειράς ακινήτων, οικιών και οικοπέδων, στην περιοχή της Παναγίας, κυρίως στο χώρο πλησίον του Ιμαρέτ. Πολλά από αυτά πωλούνται αργότερα από τον Οργανισμό Βακουφίων της Αιγύπτου σε ιδιώτες (3). Σήμερα, μετά την τελική ρύθμιση του 1984, απομένουν υπό αιγυπτιακή ιδιοκτησία το Ιμαρέτ, το σπίτι του Μεχμέτ Αλή και ένα οικόπεδο με οικία επί της οδού Ιουστινιανού (4). Πέραν αυτού όμως, οι Αιγύπτιοι καταδεικνύουν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον για την Καβάλα, κυρίως για τη συνοικία της Παναγίας. Για έναν αιώνα περίπου, όλες οι παρεμβάσεις που γίνονται στη χερσόνησο, φέρουν την σφραγίδα των Αιγυπτίων. Απόδειξη της αδιάλειπτης φροντίδας τους για τη συνοικία είναι ότι στις αρχές του 20ου αιώνα εκπονούν ποικίλα σχέδια για την αναμόρφωσή της (ύδρευσης, ρυμοτομικό κλπ.), τα οποία ωστόσο δεν υλοποιούνται (Λυκουρίνος, 2005).

2.2 Στοιχεία Οργάνωσης και Λειτουργίας
Σύμφωνα με την Στεφανίδου (1987), το kulliye του Μοχάμεντ Άλυ, αποτελείται από δύο μεντρεσέδες και δύο dershane-μεστζίτ, ένα ιμαρέτ, ένα μεκτέμπ και τα γραφεία της Διεύθυνσης. Το kulliye, κτίζεται στη μεταβατική περίοδο, όταν αρχίζει να αμφισβητείται το παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα εκπαίδευσης και η μουσουλμανική κοινωνία αρχίζει να διχάζεται ανάμεσα στους δύο κόσμους, της Ανατολής που ταυτίζεται με την παράδοση και της Δύσης, που ταυτίζεται με την ανανέωση. Η κατασκευή λοιπόν ενός τόσο μεγάλου έργου με θρησκευτικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο παρατείνει τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής εποχής για την κοινωνία της μικρής παραδοσιακής πόλης.

Ο Λυκουρίνος (2005), υποστηρίζει ότι παρόλο της ευεργετικής παρουσίας των Αιγυπτίων στην Καβάλα, και ιδιαίτερα μέσω του ιδρύματος του kulliye, πληγή για την πόλη αποτελεί η δράση των σοφτάδων που φοιτούν στους μεντρεσέδες του συγκροτήματος. Οι σοφτάδες, που κατά καιρούς ξεπερνούν τους 600 (τεράστιος αριθμός για τα δεδομένα της μικρής πόλης), έρχονται στους μεντρεσέδες από διάφορα μέρη της Οθωμανικής επικράτειας και φοιτούν για μερικά χρόνια ή ακόμα και για μερικές δεκαετίες. Στο χαρακτήρα της εκπαίδευσής τους και στη πολύχρονη απομάκρυνσή τους από την κοσμική ζωή, οφείλεται ο ιερός φανατισμός τους από τον οποίο διαπνέονται. Οι «μαθητές του Ισλάμ» διακρίνονται για την άκαμπτη προσήλωσή τους στις αρχές της μουσουλμανικής θρησκείας και πρεσβεύουν την πιστή εφαρμογή του ιερού ισλαμικού νόμου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την αντίδρασή τους σε κάθε νεωτερισμό και κάθε μορφή εκκοσμίκευσης της μουσουλμανικής κοινωνίας αλλά και την απέχθειά τους σε κάθε τι δυτικό και χριστιανικό. Κατά τις περιόδους έντασης και κρίσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι σοφτάδες αποτελούν φόβητρο για το χριστιανικό πληθυσμό της πόλης.
Η λειτουργία των δύο μεντρεσέδων συνεχίζεται μέχρι τον Ιούλιο του 1902 και διακόπτεται με τις αλλαγές στη διοίκηση της Θάσου του ίδιου έτους. Η παροχή συσσιτίων συνεχίζεται ως το 1923. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών και μέχρι το 1975, στα δωμάτια των μεντρεσέδων μένουν οικογένειες προσφύγων και μερικά χρησιμεύουν ως αποθήκες των γειτονικών καταστημάτων. Οι χώροι αυτοί νοικιάζονται έναντι μικρών χρηματικών ποσών που συγκεντρώνει ο εξουσιοδοτημένος διαχειριστής της αιγυπτιακής πρεσβείας. Αργότερα, τα δωμάτια εκκενώνονται από τις οικογένειες, μερικά όμως εξακολουθούν να λειτουργούν ως αποθήκες. Σήμερα, το Ιμαρέτ λειτουργεί ως ξενοδοχείο πολυτελείας.

2.3 Αρχιτεκτονικά Στοιχεία (5)
Το kulliye, εκτείνεται κατά μήκος της σημερινής οδού Πουλίδου και καταλαμβάνει έκταση 4.200 τ.μ. Συγκροτείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες που παρατάσσονται σε σειρά και κάθε ενότητα οργανώνεται γύρω από τέσσερις αυλές. Αρχίζοντας από Βορρά προς Νότο, υπάρχει πρώτα το ιμαρέτ με το μεκτέμπ στη βορειοανατολική του γωνία, στη συνέχεια νεότερος μεντρεσές με το κύριο dershane στη νοτιοανατολική του γωνία, μετά ο παλαιότερος μεντρεσές με το δευτερεύον dershane στη βορειοανατολική του γωνία και τους υγρούς χώρους στη νότια πλευρά του και τέλος τα γραφεία της διεύθυνσης του αιγυπτιακού βακουφιού. Η κάθε επιμέρους δηλαδή ενότητα παρουσιάζει κλειστή οργάνωση και όλοι οι χώροι στρέφονται προς τις εσωτερικές αυλές, το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των κτισμάτων ομαδικής διαβίωσης. Αντίθετα όμως, η σχέση των επιμέρους ενοτήτων είναι παρατακτική και δεν υπερτονίζεται κάποια σε σχέση με τις υπόλοιπες. Προβάλλουν μόνο, συγκριτικά περισσότερο, οι μονάδες του dershane και του μεκτέμπ, οι οποίες όμως αποτελούν στοιχεία των επιμέρους ενοτήτων και εντάσσονται σε αυτές.

Σε γενικές γραμμές, το συγκρότημα διακρίνεται για τα απλά γεωμετρικά σχήματα και τη λιτότητα στη διακόσμηση. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του συγκροτήματος είναι οι εσωτερικές αυλές του και αξιοσημείωτη είναι η συνεχής εναλλαγή των κλειστών, ημιυπαίθριων και ανοιχτών χώρων με τις αντίστοιχες κλιμακωτές φωτοσκιάσεις. Η αυτονομία όμως του εσωτερικού, καθενός από τους κλειστούς χώρους, με τα λιγοστά ανοίγματα φραγμένα συνήθως με σιδεριές και με την αυστηρή οριοθέτηση , δε διασπάται, στοιχείο της ιδιαιτερότητας της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, μειωμένο είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι εξωτερικές όψεις.

Το Ιμαρέτ, ακολουθεί την παραδοσιακή εσωστρεφή γενική διάταξη, που προσαρμόζεται στο ανάγλυφο του εδάφους, ενώ υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα επιμέρους στοιχεία, καθώς η κατασκευή, όπως προαναφέρθηκε, ολοκληρώθηκε σε διαφορετικές φάσεις. Η εγκατάλειψη του συγκροτήματος για πολλά χρόνια λόγω του δαιδαλώδους θεσμικού και ιδιοκτησιακού πλαισίου που το χαρακτηρίζει, δεν επέτρεπε τη δραστική συμβολή του στην ανάπτυξη της πόλης, παρά τη μοναδικότητά του. Η κατάσταση μετατράπηκε άρδην, μετά τις διαδικασίες αποκατάστασης και ανάδειξής του, με ιδιωτική πρωτοβουλία, και μετέπειτα λειτουργίας του ως πολυτελές ξενοδοχείο, λειτουργώντας ως πόλος ανάπτυξης, τουριστικής και πολιτιστικής, της ευρύτερης περιοχής.

3. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Η παράγραφος αυτή στηρίζεται σε στοιχεία του Αρχείου Ιμαρέτ Καβάλας, και στη Στεφανίδου Α. (1987) «Το Ιμαρέτ Καβάλας»

Κατά τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια των διεθνοποιημένων και παγκοσμιοποιημένων οικονομιών,  δίνεται  ιδιαίτερη  έμφαση  στη  διατήρηση της υπάρχουσας  κτισμένης κληρονομιάς, της οποίας η βελτίωση θεωρείται πιο πρόσφορη οικονομικά. Η χρησιμοποιούμενη επέμβαση, κυρίως στις ιστορικές περιοχές των πόλεων, είναι η μεγάλης κλίμακας κτιριακή ανακατασκευή, με γενική επισκευή του φέροντος οργανισμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την ολοένα αυξανόμενη τάση προς διαδικασίες επανάχρησης, διαδικασίες δηλαδή, επανεκτίμησης της αρχιτεκτονικής και παραδοσιακής κληρονομιάς, η οποία για μεγάλο διάστημα είχε υποτιμηθεί και πρόσφατα αποτελεί αντικείμενο νέας αξιολόγησης, οικονομικής, λειτουργικής και αισθητικής. Ως επανάχρηση λοιπόν χαρακτηρίζεται ένα σύνολο εργασιών με σκοπό το μετασχηματισμό μίας περιοχής ώστε να γίνει κατάλληλη για τη χρήση που τη προορίζουμε, εξασφαλίζοντας μία διάρκεια και διατηρώντας ταυτόχρονα τα κυριότερα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά χαρακτηριστικά της (Στεφάνου κ.ά., 1995).

Το μνημείο, αναμφίβολα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αρμονικής συνύπαρξης του ανατολικού και του δυτικού πολιτισμού ευρισκόμενο στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αλλά και λειτουργικής και επιτυχημένης ένταξης και αξιοποίησης ενός τόσο σημαντικού κεφαλαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης, στον αστικό της ιστό. Αξίζει δε να τονιστεί η υπέρμετρη συνεισφορά του μνημείου μέσω της λειτουργίας του ως πολυτελές ξενοδοχείο στην ανάπτυξη της πόλης και δη στην τουριστική.

Εκτός όμως από την αναμφισβήτητα καθοριστική συμβολή του στην τοπική κοινωνία και οικονομία, η ανακατασκευή και επαναλειτουργία του ιμαρέτ επηρεάζει - θετικά - και την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας με την Αίγυπτο. Πιο αναλυτικά, οι πιέσεις προς την αιγυπτιακή κυβέρνηση διαρκούν 7 χρόνια, προτού να δοθεί η επίσημη άδεια εκμετάλλευσης του χώρου, ενώ οι διαδικασίες ανακατασκευής διαρκούν μόλις 22 μήνες. Το συνολικό κόστος του έργου ανέρχεται στα 7 εκατομμύρια ευρώ και όλες οι διαδικασίες διενεργούνται υπό την επίβλεψη έμπειρων αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, έτσι ώστε να διατηρηθεί ο αρχικός χαρακτήρας του μνημείου, όπως έχει ήδη επισημανθεί. Στην κατεύθυνση αυτή, να σημειωθεί ότι τελικά κάθε λεπτομέρεια μοιάζει αυθεντική, από το χρώμα των τοίχων, μέχρι τα υφάσματα στις πολυθρόνες.

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα τελευταία χρόνια, ο προβληματισμός της διεθνούς κοινότητας για τη δυναμική των πολιτιστικών αγαθών στις σύγχρονες κοινωνίες την οδήγησαν στην καθιέρωση μίας νέας ιδεολογίας, η οποία εδραιώνει την αναγνώριση της σημασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και συνακόλουθα επιβάλλει την ανάγκη προστασίας της. Με βάση την ιδεολογία αυτή διαμορφώνεται σταδιακά και αναδεικνύεται ένα πρότυπο εννοιών και αρχών, το οποίο εισάγει την οικουμενική διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του χρέους της ανθρωπότητας για τη διαφύλαξή της. Παράλληλα, προωθούνται κώδικες δεοντολογίας, οι οποίοι επηρεάζουν την συμπεριφορά τόσο των κοινωνικών και επιστημονικών φορέων όσο και των απλών πολιτών απέναντι στα μνημεία και τους ιστορικούς χώρους (Κόνσολα, 1995).

Το Ιμαρέτ, ένα από τα πιο ιστορικά μνημεία της Καβάλας, το οποίο περικλείει μέσα του ως κτίσμα πολιτισμική και κοινωνική δυναμική, αποτελεί κληροδότημα των προηγούμενων γενεών για την πόλη της Καβάλας. Έτσι, μετά από πολύχρονες ιδιωτικές προσπάθειες και διαπραγματεύσεις, τελικά επιτυγχάνεται η ανακατασκευή και αξιοποίησή του, αποτελώντας μάλιστα, έργο τοπόσημο για την πόλη της Καβάλας. Αξίζει δε να τονιστεί ότι πέραν της αρχιτεκτονικής και αισθητικής ανάδειξης του μνημείου, επετεύχθη και λειτουργική επανάχρησή του, καθώς σήμερα λειτουργεί ως πολυτελές ξενοδοχείο.

Συνεπώς, η επανάχρηση και αξιοποίηση του Ιμαρέτ, εκτός από την αναμφισβήτητα καθοριστική συμβολή της στην τοπική κοινωνία και οικονομία, αποτελεί ταυτόχρονα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου, ενισχύοντας την εικόνα του και διατηρώντας την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, μέσω της αξιοποίησης των βακούφικων ιδιοκτησιών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έχει παραμεληθεί και αφεθεί ανεκμετάλλευτη. Καθίσταται λοιπόν προφανές ότι με τη διαφύλαξη και ανάδειξη των πολιτιστικών μνημείων, εν προκειμένω οθωμανικών, των πόλεων, διασφαλίζεται ο χαρακτήρας και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους και γίνονται κατ' επέκταση πιο αναγνωρίσιμες και πιο ελκυστικές σε διεθνές πλέον επίπεδο.

(1) Οι λέξεις οθωμανός και οθωμανικός προέρχονται από τη όνομα «Οσμάν», ιδρυτή της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε καμία περίπτωση δε σημαίνουν τούρκικος, όπως συχνά συγχέεται στην ελληνική γλώσσα, αντίθετα προσδιορίζουν το σύνολο των υπηκόων του σουλτάνου, όποια και αν ήταν η εθνοτική τους ή η θρησκευτική τους ταυτότητα.

(2) Για το θέμα αυτό, βλ. Z. Celik (1986), σελ.27

(3) 18 αγοραπωλησίες οικιών και καταστημάτων έγιναν μεταξύ 1965-1976

(4) Ν.1490/1984, «Κύρωση Πρακτικού μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου για τις βακουφικές ιδιοκτησίες Καβάλας και Θάσου» (ΦΕΚ 172 Α')

(5) Πηγή: Αρχείο Παπαδόπουλου Θ.
http://www.citybranding.gr/2013/01/blog-post_29.html