Joost R. Hiltermann
Το κλίμα στο Ερμπίλ, τη Σουλεϊμανίγια και το Ντόχουκ, τις τρεις
μεγαλύτερες πόλεις του ιρακινού Κουρδιστάν, είναι απροσδόκητα εύθυμο
αυτή την περίοδο, και ο λόγος είναι βάσιμος. Οι Κούρδοι του Ιράκ, που
κατοικούν την διοικούμενη από την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν
ημιαυτόνομη περιοχή, γιορτάζουν για πολλά. Απολαμβάνουν σχετική ηρεμία
και σταθερότητα σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα, καμαρώνουν για τη
συγκριτικά ανοιχτή κοινωνία τους και πέρυσι κέρδισαν μια τεράστια ψήφο
εμπιστοσύνης στην εκκολαπτόμενη οικονομία τους, από τις μεγαλύτερες
πετρελαϊκές εταιρείες του κόσμου, όπως οι ExxonMobil, Chevron, Total και
Gazprom.
Όλες τους υπέγραψαν συμβόλαια για πετρελαϊκές έρευνες με την
κουρδική κυβέρνηση. Δεν είναι μόνο η χωρίς προηγούμενο έκρηξη στον
κατασκευαστικό τομέα που εκτυλίσσεται στο ιρακινό Κουρδιστάν, αλλά και ο
ίδιος ο λαός που αρχίζει να πιστεύει σε μια άλλοτε αδιανόητη ιδέα: ότι η
μέρα που η πατρίδα τους θα αποσχιστεί από το Ιράκ δεν είναι μακριά.
Καθώς οι Κούρδοι τραβούν μπροστά, απομακρύνονται όλο και περισσότερο
από την κυβέρνηση του Ιρακινού πρωθυπουργού Νουρί αλ-Μαλίκι. Οι
προσωπικές σχέσεις του Μαλίκι με τον περιφερειακό πρωθυπουργό των
Κούρδων, τον Μασούντ Μπαρζανί, βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο, με
αποτέλεσμα να μη προχωρεί η επίλυση σημαντικών μεταξύ τους διαφορών,
όπως είναι η ενέργεια, το εδαφικό και οι φυσικοί πόροι. Τον περασμένο
Ιούνιο, ο Μπαρζανί και άλλοι αντίπαλοι του Μαλίκι, επιχείρησαν να τον
απομακρύνουν από την πρωθυπουργία με την υποβολή πρότασης δυσπιστίας. Αν
και δεν το κατάφεραν, η φιλοδοξία τους παραμένει ζωντανή.
Οι Κούρδοι είναι θύματα της ιστορίας, της γεωγραφίας και, σε
περιπτώσεις υπερεκτίμησης των δυνάμεών τους, είναι θύματα των ίδιων των
φιλοδοξιών τους. Επί έναν σχεδόν αιώνα, αγωνίστηκαν να ελευθερωθούν από
τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας και να υπερβούν τους περιορισμούς που
θέτει η ηπειρωτική γεωγραφική τους θέση. Σήμερα, οι ταχύτατες αλλαγές
που συμβαίνουν στην περιοχή τους, τους φέρνουν σε επαφή με νέους
συμμάχους και νέες ευκαιρίες. Ωστόσο, πολλοί λόγοι συνηγορούν σε μια
ακόμη χρονική μετάθεση του αιτήματος των Κούρδων για δημιουργία κρατικής
οντότητας. Το περισσότερο που μπορούν να πετύχουν είναι ν’ ανταλλάξουν
τον σφιχτό εναγκαλισμό της Βαγδάτης με μια πιο διαχειρίσιμη εξάρτηση από
την Τουρκία.
ΟΝΕΙΡΑ ΣΕ ΑΝΑΜΟΝΗ
Τα βάσανα των Κούρδων άρχισαν πριν από έναν αιώνα. Όταν μετά τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Κούρδοι, που
αποτελούσαν μια μείζονα εθνοτική ομάδα μέσα στο πλαίσιο της
αυτοκρατορίας, διαμοιράστηκαν ανάμεσα στην Τουρκία, το Ιράν, τη Συρία
(τότε υπό γαλλική διοίκηση) και το Ιράκ (υπό αγγλική διοίκηση). Αυτό το
κατάλοιπο αυτοκρατορίας, που αποτέλεσε το κράτος της Τουρκίας, αποφάσισε
να μην επιτρέψει την ύπαρξη ενός αυτόνομου, πόσο μάλλον ανεξάρτητου,
Κουρδιστάν στο ανατολικό πλευρό του, κι έτσι η Τουρκία εργάστηκε επίπονα
για να διατηρήσει υπό τον άμεσο έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της
κουρδικής κοιτίδας.
Οι διαμάχες των μεγάλων δυνάμεων το 1920 προσέφεραν στους Κούρδους
μια βραχύβια ελπίδα, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις σφράγισαν τη μοίρα της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Στις
διατάξεις της γινόταν λόγος για τη δυνατότητα πλήρους ανεξαρτητοποίησης
των Κούρδων ύστερα από μια περίοδο αυτονομίας. Ωστόσο, η συνθήκη αυτή
ποτέ δεν επικυρώθηκε και τρία χρόνια αργότερα αντικαταστάθηκε από τη
Συνθήκη της Λοζάνης, όπου δεν γινόταν καμία αναφορά στους Κούρδους. Η
νέα τουρκική δημοκρατία υποχρεώθηκε το 1926 να εκχωρήσει το μεγαλύτερο
μέρος από τα εδάφη που σήμερα χαρακτηρίζονται ως βόρειο Ιράκ, στο νέο,
υπό βρετανική εντολή, ιρακινό κράτος. Μέχρι σήμερα, οι Κούρδοι
αισθάνονται βαθύτατα προδομένοι από τις νικήτριες δυνάμεις, οι οποίες
τους εγκατέλειψαν μέσα στη δίνη των μεταπολεμικών καυγάδων τους.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αίτημα για
δημιουργία κουρδικού κράτους κατεστάλη, πολλές φορές βίαια. Όταν η
κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ εμφανιζόταν αδύναμη εξαιτίας εσωτερικών
ταραχών, όπως -για παράδειγμα- το 1958 με την ανατροπή της μοναρχίας, το
1968 με το πραξικόπημα του κόμματος Μπάαθ ή το 1980-88 με τον πόλεμο
Ιράν-Ιράκ, οι Κούρδοι έπαιρναν το προβάδισμα. Και κάθε φορά που έφθαναν
σε κάποια συμφωνία με τη Βαγδάτη, πολύ γρήγορα επέστρεφαν κακήν κακώς
στην προηγούμενη κατάσταση, ύστερα από αντεπαναστατικές επιθέσεις, που
άφηναν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και κατεστραμμένα χωριά. Τα χειρότερα
συνέβησαν κατά τη θλιβερή εποχή του πολέμου Ιράν-Ιράκ, όταν το καθεστώς
του Σαντάμ Χουσεΐν χρησιμοποίησε δηλητηριώδη αέρια κατά Κούρδων μαχητών
και πολιτών και εξαπέλυσε σε βάρος τους εκστρατεία γενοκτονίας, γνωστή
ως Ανφάλ, στη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν συστηματικά δεκάδες
χιλιάδες Κούρδοι.
Μια ανάπαυλα για τους Κούρδους ήρθε το 1991, όταν μετά τη λήξη του
πολέμου του Κόλπου, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ενθάρρυνε τους Κούρδους και
τους Σιίτες να πάρουν τα όπλα κατά του Σαντάμ, αλλά ποτέ δεν διέθεσε
αμερικανική στρατιωτική δύναμη για την υποστήριξη του αγώνα τους. Όταν ο
Σαντάμ κατέστειλε με θηριωδία την εξέγερσή τους, οι σύμμαχοι στον
πόλεμο του Κόλπου επέβαλαν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων και εγκαθίδρυσαν ένα
ασφαλές καταφύγιο στο βόρειο Ιράκ, παρέχοντας για πρώτη φορά στους
Κούρδους διεθνή προστασία.
Αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν και η πρώτη ουσιαστική ευκαιρία τους για
μεταβολή της κατάστασής τους και οι Κούρδοι έσπευσαν να επωφεληθούν. Το
1992 διενήργησαν βουλευτικές εκλογές με διεθνή βοήθεια, αναβιώνοντας την
αυτόνομη Βουλή, που ίσχυε στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας
από το καθεστώς Μπάαθ. Έτσι, δημιούργησαν ένα ψήγμα αυτο-διακυβέρνησης.
Το σχέδιο αυτό εξελίχθηκε σε επίπονο αγώνα: από τη μια πλευρά, οι
Κούρδοι υπέστησαν μια σύγκρουση, σε βαθμό αλληλοεξόντωσης, μεταξύ των
δύο μεγαλυτέρων πολιτικών κομμάτων τους, έπειτα είχαν στον έλεγχό τους
μια αποκλειστικά ηπειρωτική επικράτεια και, τέλος, η Τουρκία, στην
οποία κατεξοχήν προσέβλεπαν θεωρώντας την παράθυρο στον κόσμο, φοβόταν
ότι το πείραμα του Ιράκ με την αυτοδιάθεση των Κούρδων θα αποτελούσε
έμπνευση και για τη δική της κουρδική μειονότητα. Η τουρκική κυβέρνηση
επέβαλε ένα ντε φάκτο εμπάργκο στην περιοχή, επιτρέποντας τη διάβαση των
συνόρων της μόνο σε ανθρωπιστική βοήθεια και όχι σε μέσα απαραίτητα για
την ανόρθωση της καθημαγμένης κουρδικής κοινωνίας.
Όταν το 2003 οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, άνοιξε άλλο ένα παράθυρο
ελπίδας για τους Κούρδους. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του
Σαντάμ, οι Κούρδοι του Ιράκ μαζί με τους επαναπατριζόμενους Ιρακινούς
εξορίστους, είχαν τη σπάνια ευκαιρία να σφυρηλατήσουν ένα καινούργιο
Ιράκ: δημοκρατικό, πλουραλιστικό, αποκεντρωμένο. Το πείραμα λειτούργησε
μόνο για ένα μικρό διάστημα, καθώς σκόνταψε σε εμπόδια που προήλθαν από
τις ΗΠΑ, λόγω της απειρίας τους σε ζητήματα συγκρότησης κράτους και
εξαιτίας της πολιτισμικής άγνοιας, της αυταρχικής διοίκησης και της
ταχείας ροής ανανέωσης προσωπικού. Οι παράγοντες αυτοί παρήγαγαν μια
βαθύτατα δυσλειτουργική πολιτική και καταστατική μετάβαση, που τελικά
απομάκρυνε τους Κούρδους από την κεντρική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι
η νεοπαγής επιρροή τους τούς έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβουν ορισμένα
από τα πιο υψηλά αξιώματα: από το 2006, ο πρόεδρος του Ιράκ, ένας από
τους αντιπροέδρους της κυβέρνησης, ο υπουργός Εξωτερικών και ο αρχηγός
του Επιτελείου, ήταν όλοι Κούρδοι.
Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οι Κούρδοι κατέστησαν
σαφές ότι θα παρέμεναν πιστοί στο Ιράκ μόνο αν η χώρα αποκτούσε
ομοσπονδιακό και δημοκρατικό χαρακτήρα και μόνο αν τους μεταχειριζόταν
ως ισότιμους εταίρους και όχι ως μειονότητα που όφειλε να διαβιοί εν
ειρήνη σε μια ημιαυτόνομη περιφέρεια. Αντ’ αυτού, όμως, αυτό που έλαβαν
από το καθεστώς της Βαγδάτης έμοιαζε σε πολλά με τη διακυβέρνηση του
Σαντάμ. Η καινούργια κυβέρνηση διατήρησε ακέραιο τον νεποτισμό της
παλιάς, η αμοιβαία δυσπιστία και ο φόβος συνέχισαν να δηλητηριάζουν την
πολιτική, το κράτος παρέμεινε βαθιά συγκεντρωτικό και πολλοί απλοί
πολίτες έδειχναν να αποδέχονται σε κάποιο βαθμό τον αυταρχισμό, σαν ένα
τίμημα για την εξασφάλιση της σταθερότητας. Πολλές από αυτές τις
αδυναμίες παρατηρήθηκαν και στην περιοχή που ελέγχεται από τους
Κούρδους, αλλά οι τελευταίοι δεν ήθελαν να ανήκουν σε ένα τέτοιο Ιράκ.
Αντιθέτως, η πραγματική φιλοδοξία τους ήταν να οικοδομήσουν ένα
ανεξάρτητο Κουρδιστάν. Έτσι, λοιπόν, παρότι ανέλαβαν ενεργό ρόλο στο
εγχείρημα του νέου Ιράκ, άρχισαν σιωπηλά να θέτουν τα θεμέλια για ένα
μελλοντικό δικό τους κράτος, την ίδια ώρα που συνέβαλλαν στη σύνταξη του
νέου διαρκούς καταστατικού χάρτη του Ιράκ, με τον οποίο αποκτούσαν
σημαντική αυτονομία. Τότε, το 2005, η διαμάχη Σιιτών-Σουνιτών ξέσπασε
στους δρόμους, γεγονός που διεύρυνε περαιτέρω την αρνητική διάθεση των
Κούρδων για εμπλοκή στα τεκταινόμενα στη Βαγδάτη. Στην ίδια κατεύθυνση
οδήγησε στη συνέχεια και η άνοδος του Μαλίκι στην εξουσία, ο οποίος
γινόταν όλο και πιο αυταρχικός και συγκρούστηκε με τους Κούρδους σε μια
σειρά ζητημάτων. Η πορεία των Κούρδων προς την ανεξαρτησία επιταχύνθηκε.
Σύμφωνα με την κουρδική άποψη των πραγμάτων, η κατάσταση επιδεινώθηκε
και πάλι το 2007, με την «έφοδο» του αμερικανικού στρατού. Θεωρώντας ως
μέρος της δέσμευσής τους να βάλουν σε μια τάξη τα πράγματα στο Ιράκ, οι
ΗΠΑ άρχισαν να ενθαρρύνουν τους Σουνίτες να προβάλουν αντίσταση στους
στασιαστές και να πιέζουν τους Κούρδους να συνάψουν συμφωνίες συμμετοχής
στην εξουσία με τους ίδιους ανθρώπους που στην εποχή του Σαντάμ είχαν
κατηγορηθεί για εθνοκάθαρση σε βάρος τους. Η θέση της Ουάσιγκτον ήταν
ότι οι Κούρδοι θα συνέβαλλαν στη διατήρηση της ενότητας του Ιράκ, όταν
θα μάθαιναν να συνεργάζονται με την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Οι Κούρδοι
δέχθηκαν τις προτάσεις αυτές, ενώ συνέχισαν να εργάζονται στην
κατεύθυνση της ανεξαρτητοποίησής τους. Ψήφισαν νόμους, τόσο στη Βαγδάτη
όσο και στην κουρδική περιφέρεια, που απειλούσαν να εξασθενίσουν ακόμη
περισσότερο τον κεντρικό έλεγχο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις ομοσπονδιακές
διευθετήσεις για άλλες επαρχίες και, πιο σημαντικό, για το πετρέλαιο.
ΠΕΤΡΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Καθώς σταδιακά απομακρύνονταν από την ιδέα ενός ενιαίου Ιράκ, οι
Κούρδοι άρχισαν να αξιοποιούν το πιο πολλά υποσχόμενο πλεονέκτημά τους:
τα τεράστια αποθέματα αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, που
βρίσκονται κάτω από τα εδάφη τους. Το 2007, όταν κατέρρευσαν οι
διαπραγματεύσεις με τη Βαγδάτη σχετικά με την ψήφιση νόμου για το
πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, το ιρακινό Κουρδιστάν άρχισε να
αναπτύσσει τον δικό του τομέα υδρογονανθράκων, αψηφώντας την
ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Μικρές μεμονωμένες γεωτρήσεις είχαν ήδη αρχίσει
να γίνονται στην περιοχή, αλλά τώρα εμφανίζονται μεσαίου μεγέθους
εταιρείες από όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και αμερικανικών, όπως
οι Hunt Oil, HKN, Marathon Oil, Murphy Oil και Hess.
Η Βαγδάτη
αμφισβήτησε το δικαίωμα της περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν να
υπογράφει ανεξάρτητα συμβόλαια με πετρελαϊκές εταιρείες που επιθυμούν να
διεξαγάγουν μεταλλευτικές έρευνες στο Κουρδιστάν και αντιτάχθηκε στην
επιδίωξη της περιφερειακής κυβέρνησης να ενσωματώσει στην κουρδική
επικράτεια αμφισβητούμενα εδάφη πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο,
ειδικότερα στην επαρχία του Κιρκούκ. Παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές
συμφώνησαν στη βασική αρχή της ισότιμης διανομής των εσόδων, οι Κούρδοι
παρέμειναν αμετακίνητοι στην επιθυμία τους να συνάπτουν συμβόλαια οι
ίδιοι, επιδιώκοντας μια σταθερή ροή εισοδήματος, παρακάμπτοντας την
αναξιόπιστη και ενίοτε εχθρική προς αυτούς Βαγδάτη. Επιπλέον, η ύπαρξη
μεγάλων πετρελαιοπηγών στην περιοχή τους, μπορεί να τους παράσχει εκείνο
το είδος οικονομικής δύναμης, που θα δρομολογήσει τη δημιουργία
κρατικής υπόστασης.
Παρά το γεγονός ότι η σχέση τους με τη Βαγδάτη κλονίστηκε, οι Κούρδοι
παρέμειναν επιμελώς εξαρτημένοι από την κεντρική κυβέρνηση, λαμβάνοντας
ετησίως ποσοστό 17% επί του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, το μεγαλύτερο
μέρος του οποίου δαπανάται σε μισθοδοσία δημοσίων υπαλλήλων. Επιπλέον,
καθώς ορισμένες πετρελαιοπηγές έφθασαν μέχρι το στάδιο της παραγωγής, οι
Κούρδοι συνειδητοποίησαν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο μόνος τρόπος
για να οδηγηθεί η πετρελαϊκή παραγωγή τους στην αγορά, είναι να
διοχετευθεί μέσω ενός υπάρχοντος πετρελαιαγωγού, ο οποίος διέρχεται
εκτός των ορίων της περιοχής τους, από την πόλη του Κιρκούκ μέχρι το
τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν. Με άλλα λόγια, προκειμένου να πουλήσουν το πιο
πολύτιμο εξαγωγικό τους προϊόν, έχουν ανάγκη από τη συγκατάθεση της
Βαγδάτης. Όμως, παρά το γεγονός ότι τα έσοδα από το πετρέλαιο θα
οδηγηθούν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο, η κυβέρνηση Μαλίκι απέκρουσε όχι
μόνο το δικαίωμα ης περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν να συνάπτει
συμβόλαια, αλλά και τους όρους των συμβολαίων αυτών, που παρέχουν στις
εταιρείες μερίδιο επί του πετρελαίου.
Όταν το 2009, ύστερα από την απότομη πτώση της τιμής του πετρελαίου,
οι δύο πλευρές είδαν τα έσοδά τους να μειώνονται, προχώρησαν σε μια
μεταβατική συμφωνία. Έτσι, οι Κούρδοι άρχισαν να διοχετεύουν το
πετρέλαιό τους στον ιρακινό πετρελαιαγωγό. Ξεκίνησε τότε μια προοδευτική
διαδικασία, αν και με πισωγυρίσματα, στο θέμα του πετρελαίου. Η πρώτη
συμφωνία διήρκεσε μόλις λίγους μήνες, καθώς οι Κούρδοι υπέστησαν
οικονομική πίεση από τις πετρελαιοπαραγωγούς εταιρείες, που ήθελαν ν’
αποζημιωθούν για τα έξοδά τους, και η Βαγδάτη επέμενε ότι το ποσόν
έπρεπε να καλυφθεί από τα κονδύλια του ετήσιου ομοσπονδιακού
προϋπολογισμού που προορίζονταν για την περιφερειακή κυβέρνηση του
Κουρδιστάν. Πριν από ένα χρόνο, όταν αυξήθηκε η εκμεταλλεύσιμη παραγωγή
στο Κουρδιστάν, η Βαγδάτη και η περιφερειακή κυβέρνηση συνήψαν νέα
συμφωνία, βάσει της οποίας οι Κούρδοι θα παρήγαγαν 100.000 βαρέλια
ημερησίως μέσα στο 2011 (και 175.000 το 2012) και η ομοσπονδιακή
κυβέρνηση θα αποζημίωνε τις παραγωγούς εταιρείες για τις επενδύσεις
τους. Αλλά κι αυτή η συμφωνία αποδείχθηκε βραχύβια και κατέρρευσε λόγω
της διαφωνίας που ξέσπασε με αφορμή τα τιμολόγια δαπανών των πετρελαϊκών
εταιρειών.
Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την
περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν. Τον περασμένο Απρίλιο, και ενώ
φούντωνε η αγανάκτηση για τον αυταρχισμό του Μαλίκι, οι Κούρδοι διέκοψαν
τις εξαγωγές πετρελαίου μέσω του ιρακινού πετρελαιαγωγού. (Ωστόσο,
ιδιωτικοί κουρδικοί εμπορικοί οίκοι συνέχισαν τη διακίνηση υγρών
καυσίμων με βυτιοφόρα προς το Ιράν, αποφέροντας κάποια έσοδα στην
κουρδική κυβέρνηση). Λίγο καιρό αργότερα, ο Μπαρζανί διοργάνωσε
συνάντηση των αντιπάλων του Μαλίκι, οι οποίοι κατ’ όνομα είναι εταίροι
στην κυβέρνηση συνασπισμού. Πρόθεσή τους ήταν η ανατροπή του
πρωθυπουργού, μέσω υποβολής πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνησή του,
εάν συνέχιζε να υπαναχωρεί στις υποσχέσεις του για καταμερισμό της
εξουσίας, υποσχέσεις που είχε δώσει ύστερα από την επανεκλογή του για
δεύτερη θητεία, κατά τον σχηματισμό της κυβέρνησής του, στα τέλη του
2010.
Προφανώς, ο Μπαρζανί πίστευε πως είχε το πάνω χέρι. Τον Οκτώβριο του
2011 η ExxonMobil είχε υπογράψει με την κουρδική κυβέρνηση συμβόλαιο για
πετρελαϊκές έρευνες. Ήταν η πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία που προέβη
σε τέτοια ενέργεια. Η κίνηση αυτή εξόργισε την κυβέρνηση Μαλίκι, που
απείλησε την εταιρεία με επιβολή κυρώσεων. Αν και οι Κούρδοι ψάχνουν
ακόμη να βρουν έναν πρόσφορο τρόπο για να εξάγουν το πετρέλαιό τους, η
άφιξη της ExxonMobil ανανέωσε την αυτοπεποίθησή τους και ενίσχυσε το
επιχείρημά τους ότι δισεκατομμύρια βαρέλια εμπορεύσιμου πετρελαίου δεν
είναι δυνατόν να παραμένουν κρυμμένα. Η μεγάλη αξία τους θα ανάγκαζε τη
Βαγδάτη να συμφωνήσει στη σύναψη μιας εξαγωγικής συμφωνίας, Επιπλέον, η
Τουρκία όλο και συχνότερα εμφανίζεται ως δυνητικός αγοραστής κουρδικού
αργού πετρελαίου, λέγοντας ακόμη και ότι θα ήταν διατεθειμένη να
παρακάμψει τη Βαγδάτη, από τη στιγμή που θα μπορούσαν να κατασκευαστούν
οι απαραίτητοι πετρελαιαγωγοί. Οι ήδη διαταραγμένες σχέσεις του Μαλίκι
με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν, λόγω της υποστήριξης που παρέχει ο
πρώτος προς το συριακό καθεστώς κατά την εξελισσόμενη εξέγερση στη
Συρία, δέχθηκαν ένα επιπλέον πλήγμα.
Εντούτοις, οι Κούρδοι δεν τα κατάφεραν, λόγω υπερεκτίμησης των
δυνάμεών τους. Από τη μια, απέτυχαν να εκθρονίσουν τον Μαλίκι, ο οποίος
απολαμβάνει σιωπηρά την υποστήριξη των ΗΠΑ και του Ιράν. Από την άλλη,
ανακάλυψαν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία μέχρι τον Ιούλιο του
2012 παρήγαγε ημερησίως τη μεγαλύτερη ποσότητα πετρελαίου σε σύγκριση με
τα στοιχεία της τελευταίας δεκαετίας, δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει γνώμη ως
προς το ζήτημα των πληρωμών προς τις πετρελαϊκές εταιρείες. Εν είδει
τιμωρίας, ο Μαλίκι απείλησε να μειώσει το μερίδιο επί του κρατικού
προϋπολογισμού που λαμβάνει η κουρδική κυβέρνηση, στο ισόποσο των
χρημάτων που χάνει η κεντρική κυβέρνηση από το μποϋκοτάζ εξαγωγών
κουρδικού πετρελαίου και το ιδιωτικό εμπόριο υγρών καυσίμων με το Ιράν.
Στις αρχές Αυγούστου, η κυβέρνηση Ομπάμα, φοβούμενη ότι η μείωση των
εξαγωγών πετρελαίου από το Ιράκ θα μπορούσε να πυροδοτήσει άνοδο στην
τιμή της βενζίνης, πίεσε τους Κούρδους να αλλάξουν στάση. Έτσι, χωρίς να
έχει κερδίσει καμία παραχώρηση από την πλευρά της Βαγδάτης ως προς τις
πληρωμές προς τις εταιρείες, η κουρδική κυβέρνηση υποχώρησε και άνοιξε
πάλι τις στρόφιγγες. Μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, οι δύο πλευρές
επαναβεβαίωσαν την αρχική συμφωνία τους, αλλά η κίνηση αυτή ελάχιστα
μετέβαλε το καθεστώς από το οποίο η κουρδική κυβέρνηση είχε θελήσει να
ξεφύγει, εκμεταλλευόμενη τον πλούτο της περιοχής σε υδρογονάνθρακες:
παραμένει οικονομικά εξαρτημένη από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία
προς το παρόν κρατά το καλύτερο χαρτί.
Η ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Οι σχέσεις Μπαρζανί και Μαλίκι δεν είναι πιθανόν να βελτιωθούν και ο
Κούρδος ηγέτης όλο και περισσότερο σκέφτεται την Τουρκία σαν λύση
σωτηρίας, παρά τις θλιβερές επιδόσεις της χώρας αυτής όσον αφορά τα
δικαιώματα των Κούρδων. Παρότι για μεγάλο διάστημα η Τουρκία υποστήριξε
την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ ως ανάχωμα κατά της ιρανικής επιρροής
και ως μέσο ελέγχου των αποσχιστικών τάσεων του δικού της κουρδικού
πληθυσμού, η κυβέρνηση Ερντογάν άρχισε πρόσφατα ν’ αλλάζει στρατηγική.
Από το 2008 ισχύει οικονομική συμφωνία με την περιφερειακή κυβέρνηση του
Κουρδιστάν, που περιλαμβάνει άνοιγμα των συνόρων του και ενθάρρυνση των
τουρκικών επενδύσεων στην περιοχή. Παράλληλα, οι σχέσεις της Τουρκίας
με τη Βαγδάτη επιδεινώθηκαν, εξαιτίας της αυταρχικής μεταστροφής του
Μαλίκι και της ισχυροποίησης της αντίληψης στην Άγκυρα ότι ο Μαλίκι
ενεργεί σαν πληρεξούσιος του Ιράν.
Το ζήτημα είναι πόσο μακριά σκοπεύουν να πάνε οι Τούρκοι ηγέτες, αν
δηλαδή θα είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν το Plan A, την ενδυνάμωση ενός
ενιαίου Ιράκ, προς όφελος ενός Plan B, που θα περιλαμβάνει ενίσχυση των
δεσμών τους με οντότητες αποξενωμένες από τη Βαγδάτη, όπως οι Κούρδοι
και οι σουνιτικές επαρχίες του Βορρά, με κίνδυνο τη διάλυση του Ιράκ.
Ήδη η ρητορική στην Άγκυρα είναι διαφορετική. Οι αξιωματούχοι δεν
αναφέρονται πλέον στην ενότητα του Ιράκ σαν μια συνθήκη sine qua non.
Τώρα, κάνουν λόγο για «προτίμηση». Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Ερντογάν έχει
υποσχεθεί στον Μπαρζανί πως ο τουρκικός στρατός θα προστατεύσει την
κουρδική περιοχή σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης της Βαγδάτης. Αν και
η ανεπίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησε τον Αύγουστο στο διεκδικούμενο
Κιρκούκ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, δεν είχε την
έννοια της παροχής στήριξης προς τις εδαφικές διεκδικήσεις των Κούρδων
στο Ιράκ, η οργισμένη αντίδραση της Βαγδάτης έδειξε ότι εξελήφθη κατ’
αυτόν τον τρόπο. Ο Μαλίκι ανακοίνωσε την πρόθεση να δημιουργήσει ένα νέο
αρχηγείο του στρατού στο Κιρκούκ, ενώ υπάρχουν και άλλες ανησυχητικές
ενδείξεις για την εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση της πόλης. Ο Μπαρζανί
από την πλευρά του, προσφέρει στην Τουρκία ισχυρά κίνητρα για να γυρίσει
την πλάτη της στη Βαγδάτη: σταθερή ροή για πάνω από ένα εκατομμύριο
βαρέλια πετρελαίου ημερησίως, μέσω ενός απ’ ευθείας δικτύου
πετρελαιαγωγών που βρίσκονται υπό κατασκευή, μια σταθερή
σουνιτο-κουρδική ουδέτερη ζώνη στα νοτιο-ανατολικά σύνορά της που θα την
προστατεύει από τη σιιτική -στην πλειοψηφία της- κυβέρνηση του Μαλίκι,
και τη βοήθεια της περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν στον
αποκλεισμό των Κούρδων ανταρτών και την αποφυγή της εξάπλωσής τους στις
κουρδικές περιοχές της Συρίας.
Για την Τουρκία, ωστόσο, οι κίνδυνοι που πηγάζουν από την παροχή
στήριξης στους Κούρδους του Ιράκ, είναι τεράστιοι. Ένα διασπασμένο Ιράκ
θα ενίσχυε το Ιράν στην επιδίωξή του για περιφερειακή κυριαρχία και, από
την άλλη, ένα ανεξάρτητο ιρακινό Κουρδιστάν θα ενθάρρυνε περαιτέρω την
κουρδική μειονότητα της Τουρκίας. Οι Τούρκοι ηγέτες αντιμετωπίζουν ένα
σοβαρό δίλημμα. Δεν είναι σε θέση να προβλέψουν την έκβαση της κρίσης
στη Συρία ή σε ποιο βαθμό θα βγουν κερδισμένοι από αυτήν οι Κούρδοι στις
τέσσερις χώρες όπου κατοικούν. Η Τουρκία έχει μεγάλη ανάγκη από
πρόσβαση στα ενεργειακά αποθέματα του Ιράκ και, για όσο διάστημα οι
σχέσεις της με τη Βαγδάτη παραμένουν σε τέλμα, η Άγκυρα δείχνει πρόθυμη
ν’ αγοράζει πετρέλαιο κατ’ ευθείαν από τους Κούρδους χωρίς το πράσινο
φως από την κυβέρνηση Μάλικι. Μια τέτοια κίνηση θα βοηθούσε την κουρδική
περιφέρεια να κερδίσει μεγαλύτερη αυτονομία από τη Βαγδάτη και θα της
χάριζε μια επιρροή πάνω στην Άγκυρα. Όμως, δεν θα τη βοηθούσε να γίνει
κράτος. Τελικά, οι Κούρδοι θα παραμείνουν σφηνωμένοι στο Ιράκ, αλλά όλο
και περισσότερο με τους δικούς τους όρους. Λαμβάνοντας υπόψη τη
βασανισμένη ιστορία τους, πρόκειται για μια σημαντική πρόοδο, που
λειτουργεί ως θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούν να οικοδομήσουν κάτι
καλύτερο.