Οι ΗΠΑ έχασαν τον κυρίαρχο ρόλο τους και η θέση είναι κενή, γράφει ο Ρότζερ Κόεν
Σταδιακά αποχωρούν από το τιμόνι οι
επαγγελματίες διπλωμάτες και παίρνουν τη θέση τους ο στρατός και η CIA,
γράφει ο Ρ. Κόεν στους «New York Times»
(
Πηγή:
REUTERS)
Η διπλωματία είναι νεκρή: αυτό αναφωνεί ο Ρότζερ Κόεν
μέσω του άρθρου του που
δημοσιεύεται την Τρίτη στους «New York Times». Η αποτελεσματική
διπλωματία, γράφει, το είδος εκείνο της διπλωματίας που οδήγησε στη
συμφωνία του Νίξον
με την Κίνα, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ή στην ειρηνευτική συμφωνία
του
Ντέιτον για τη Βοσνία απαιτεί υπομονή, επιμονή, γνώση, γενναιότητα,
διακριτικότητα και τη βούληση για διαπραγμάτευση με τον αντίπαλο.
Η εποχή μας, όμως, χαρακτηρίζεται από ανυπομονησία και από απροθυμία για συνομιλία με τα «κακά παιδιά». Τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται στο προσκήνιο, κάτι θετικό χωρίς αμφιβολία, αλλά ο χώρος για ρεαλισμό είναι περιορισμένος. Η ρεαλπολιτίκ του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ δεν είναι για τους υπερευαίσθητους.
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που εξηγούν τον θάνατο της διπλωματίας, σημειώνει ο αρθρογράφος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει τον κυρίαρχο ρόλο τους, χωρίς κάποια άλλη χώρα να πάρει τη θέση τους. Η Αμερική άλλοτε ενθαρρύνει άλλους να παίρνουν την πρωτοβουλία και άλλοτε ανησυχεί για την απώλεια της εξουσίας και του κύρους της.
Η Συρία αποτελεί ένα μάθημα για το πώς εξελίσσεται μια κρίση όταν η διπλωματία είναι νεκρή. Η Αλγερία δείχνει πώς πολλαπλασιάζονται τα πτώματα όταν οι συνομιλίες θεωρούνται χάσιμο χρόνου.
Η βία, την οποία κάποτε αντιμετώπιζε με επιτυχία η διπλωματία, έχει αλλάξει μορφή. Σημειώνεται λιγότερο μεταξύ κρατών και περισσότερο ανάμεσα σε κράτη και τρομοκράτες. Το αποτέλεσμα είναι να αποχωρούν από το τιμόνι οι επαγγελματίες διπλωμάτες και να παίρνουν τη θέση τους ο στρατός και η CIA.
Η ίδια η λέξη «διπλωματία», μαζί με όσα τη συνοδεύουν – συμβιβασμοί, παραχωρήσεις, συμφωνίες – δεν είναι πια της μόδας στην Ουάσινγκτον. Οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι προτιμούν την αποφασιστικότητα, τη σύγκρουση και την αδιαλλαξία.
Όπως επισημαίνει ο Στίβεν Χάιντς – αναφέρεται στη συνέχεια του άρθρου –, πρόεδρος του Rockefeller Brothers Fund, «όταν η εγχώρια πολιτική οδηγεί σε πόλωση και παράλυση, οι επιπτώσεις στη διπλωματία είναι επιβαρυντικές». Ως παραδείγματα χρησιμοποιεί την Κούβα και το Ιράν.
Ο Ρότζερ Κόεν προσθέτει την περίπτωση του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Όλα αυτά τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, γράφει, αντιμετωπίζονται πλέον λιγότερο ως διπλωματικές προκλήσεις και περισσότερο ως ευκαιρίες οικοδόμησης εγχώριου πολιτικού κεφαλαίου.
Όταν λοιπόν ο αμερικανός αρθρογράφος αναρωτιέται τι θα ήθελε από τον Μπαράκ Ομπάμα στη δεύτερη θητεία του, η απάντηση που δίνει είναι «μια νέα εποχή διπλωματίας. Ετσι, για να αποδείξει ότι το άξιζε εκείνο το Νομπέλ ειρήνης».
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι διπλωμάτες κάνουν αρκετά σημαντικά πράγματα στον κόσμο, όπως το άνοιγμα της Βιρμανίας ή η διαπραγμάτευση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο. Ο Ομπάμα δεν είχε, όμως, τη μεγάλη επιτυχία. Εχει μπροστά του τώρα τέσσερα χρόνια για την εξασφαλίσει. Οι υποψήφιοί του για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο, ο Τζον Κέρι και ο Τσακ Χέιγκελ, είναι έμπειροι επαγγελματίες που έχουν πολλούς λόγους για να μισούν τους πολέμους. Γνωρίζουν ότι η ειρήνη έχει κινδύνους. Γνωρίζουν όμως επίσης ότι αξίζει τον κόπο.
Η σοβαρή διπλωματία δεν γίνεται με φίλους. Γίνεται με τύπους σαν τους Ταλιμπάν, τους αγιατολάχ και τη Χαμάς. Προϋποθέτει ότι για να κερδίσεις αυτό που θέλεις, πρέπει κάτι να δώσεις. Όπως το είχε θέσει ο Νίξον όταν αναζητούσε κοινά σημεία με την κομμουνιστική Κίνα: τι θέλουμε εμείς, τι θέλουν αυτοί, τι θέλουμε και οι δύο.
Ο Ομπάμα έστειλε κάποιους ειδικούς αξιωματούχους στην πρώτη του θητεία για να αντιμετωπίσουν ορισμένες κρίσεις. Δεν έφεραν αποτελέσματα. Μια ιδέα θα ήταν ο Κέρι και ο Χέιγκελ να προτείνουν σε γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα να μεταβούν μαζί σε προβληματικές περιοχές. Αυτό κάποτε συνέβαινε. Μπορεί να συμβεί ξανά.
Η διπλωματία απαιτεί διακριτικότητα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο οδηγούν μερικές φορές σε τεράστιες αλλαγές, όπως δείχνει η Αραβική Ανοιξη. Πρέπει όμως να αφήνουν και τη στοχευμένη διπλωματία της ρεαλπολιτίκ να κάνει τη δουλειά της. Ετσι φτάσαμε στους διπλωματικούς σταθμούς του 1972, του 1989 και του 1995, καταλήγει ο αρθρογράφος.
Η εποχή μας, όμως, χαρακτηρίζεται από ανυπομονησία και από απροθυμία για συνομιλία με τα «κακά παιδιά». Τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται στο προσκήνιο, κάτι θετικό χωρίς αμφιβολία, αλλά ο χώρος για ρεαλισμό είναι περιορισμένος. Η ρεαλπολιτίκ του Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ δεν είναι για τους υπερευαίσθητους.
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που εξηγούν τον θάνατο της διπλωματίας, σημειώνει ο αρθρογράφος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει τον κυρίαρχο ρόλο τους, χωρίς κάποια άλλη χώρα να πάρει τη θέση τους. Η Αμερική άλλοτε ενθαρρύνει άλλους να παίρνουν την πρωτοβουλία και άλλοτε ανησυχεί για την απώλεια της εξουσίας και του κύρους της.
Η Συρία αποτελεί ένα μάθημα για το πώς εξελίσσεται μια κρίση όταν η διπλωματία είναι νεκρή. Η Αλγερία δείχνει πώς πολλαπλασιάζονται τα πτώματα όταν οι συνομιλίες θεωρούνται χάσιμο χρόνου.
Η βία, την οποία κάποτε αντιμετώπιζε με επιτυχία η διπλωματία, έχει αλλάξει μορφή. Σημειώνεται λιγότερο μεταξύ κρατών και περισσότερο ανάμεσα σε κράτη και τρομοκράτες. Το αποτέλεσμα είναι να αποχωρούν από το τιμόνι οι επαγγελματίες διπλωμάτες και να παίρνουν τη θέση τους ο στρατός και η CIA.
Η ίδια η λέξη «διπλωματία», μαζί με όσα τη συνοδεύουν – συμβιβασμοί, παραχωρήσεις, συμφωνίες – δεν είναι πια της μόδας στην Ουάσινγκτον. Οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι προτιμούν την αποφασιστικότητα, τη σύγκρουση και την αδιαλλαξία.
Όπως επισημαίνει ο Στίβεν Χάιντς – αναφέρεται στη συνέχεια του άρθρου –, πρόεδρος του Rockefeller Brothers Fund, «όταν η εγχώρια πολιτική οδηγεί σε πόλωση και παράλυση, οι επιπτώσεις στη διπλωματία είναι επιβαρυντικές». Ως παραδείγματα χρησιμοποιεί την Κούβα και το Ιράν.
Ο Ρότζερ Κόεν προσθέτει την περίπτωση του Ισραήλ και των Παλαιστινίων. Όλα αυτά τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, γράφει, αντιμετωπίζονται πλέον λιγότερο ως διπλωματικές προκλήσεις και περισσότερο ως ευκαιρίες οικοδόμησης εγχώριου πολιτικού κεφαλαίου.
Όταν λοιπόν ο αμερικανός αρθρογράφος αναρωτιέται τι θα ήθελε από τον Μπαράκ Ομπάμα στη δεύτερη θητεία του, η απάντηση που δίνει είναι «μια νέα εποχή διπλωματίας. Ετσι, για να αποδείξει ότι το άξιζε εκείνο το Νομπέλ ειρήνης».
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι διπλωμάτες κάνουν αρκετά σημαντικά πράγματα στον κόσμο, όπως το άνοιγμα της Βιρμανίας ή η διαπραγμάτευση με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο. Ο Ομπάμα δεν είχε, όμως, τη μεγάλη επιτυχία. Εχει μπροστά του τώρα τέσσερα χρόνια για την εξασφαλίσει. Οι υποψήφιοί του για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο, ο Τζον Κέρι και ο Τσακ Χέιγκελ, είναι έμπειροι επαγγελματίες που έχουν πολλούς λόγους για να μισούν τους πολέμους. Γνωρίζουν ότι η ειρήνη έχει κινδύνους. Γνωρίζουν όμως επίσης ότι αξίζει τον κόπο.
Η σοβαρή διπλωματία δεν γίνεται με φίλους. Γίνεται με τύπους σαν τους Ταλιμπάν, τους αγιατολάχ και τη Χαμάς. Προϋποθέτει ότι για να κερδίσεις αυτό που θέλεις, πρέπει κάτι να δώσεις. Όπως το είχε θέσει ο Νίξον όταν αναζητούσε κοινά σημεία με την κομμουνιστική Κίνα: τι θέλουμε εμείς, τι θέλουν αυτοί, τι θέλουμε και οι δύο.
Ο Ομπάμα έστειλε κάποιους ειδικούς αξιωματούχους στην πρώτη του θητεία για να αντιμετωπίσουν ορισμένες κρίσεις. Δεν έφεραν αποτελέσματα. Μια ιδέα θα ήταν ο Κέρι και ο Χέιγκελ να προτείνουν σε γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα να μεταβούν μαζί σε προβληματικές περιοχές. Αυτό κάποτε συνέβαινε. Μπορεί να συμβεί ξανά.
Η διπλωματία απαιτεί διακριτικότητα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο οδηγούν μερικές φορές σε τεράστιες αλλαγές, όπως δείχνει η Αραβική Ανοιξη. Πρέπει όμως να αφήνουν και τη στοχευμένη διπλωματία της ρεαλπολιτίκ να κάνει τη δουλειά της. Ετσι φτάσαμε στους διπλωματικούς σταθμούς του 1972, του 1989 και του 1995, καταλήγει ο αρθρογράφος.