22 Ιανουαρίου 2013

Αμερικανικές πιέσεις για την ΑΟΖ και τις ελληνορωσικές σχέσεις


Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ. 
http://www.paron.gr
Στο πολιτικό σκηνικό, που κυριαρχείται σήμερα από το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, στις αντιδράσεις και στην ασκούμενη κριτική την πρώτη θέση κατέλαβε φυσιολογικά η Γερμανική πολιτική, η οποία πρωτοστατεί στην επιβολή μιας ασφυκτικής λιτότητας και ενός νέου μοντέλου παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, που οδηγεί στην περιαγωγή του εθνικού πλούτου της χώρας σε ξένο έλεγχο.
Ήδη, την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση, με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ΦΕΚ 240, που αφορά τροποποίηση της δανειακής συμβάσεως των Μνημονίων, επιβεβαίωσε και ενίσχυσε, κατά απόλυτο τρόπο, την παραίτηση της Ελλάδος από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας και την αποδοχή του Αγγλικού Δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου.

Οι ΗΠΑ για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες παρέμειναν στο απυρόβλητο σχετικά με τη δημιουργία της σημερινής οικονομικής καταστάσεως, παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το επίκεντρο της διεθνούς κρίσεως του 2007, που επεξετάθη αργότερα και στην Ευρώπη, ήταν εκεί. Η απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και η αυτονόμηση των αγορών του χρήματος έναντι της πολιτικής εξουσίας είναι οι «αρχές» που έχουν κραταιή υποστήριξη στον μητροπολιτικό καπιταλισμό των ΗΠΑ.

Εφόσον όμως το πλαίσιο αυτό γίνεται αποδεκτό στην Ευρώπη, σε επίπεδο μάλιστα ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως η τελευταία Συνθήκη της Λισσαβώνος, η κριτική στρέφεται κατά των ευρωπαίων πρωταγωνιστών του, με πρώτη τη Γερμανία. Ο ρόλος των ΗΠΑ, στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται βοηθητικός και φιλικός προς την Ελλάδα, εφόσον οι ΗΠΑ δεν έχουν κανένα συμφέρον σε ακραίες πολιτικές λιτότητας, που μπορούν να οδηγήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μεγάλη ύφεση, με προφανείς επιπτώσεις στην αμερικανική, αλλά και στην παγκόσμια οικονομία.

Οι ΗΠΑ όμως δεν έχασαν, βεβαίως, το ενδιαφέρον τους και τις εμμονές τους σ' έναν άλλο τομέα, που αφορά τον γεωπολιτικό έλεγχο και τις διεθνείς ισορροπίες στην περιοχή. Στον δικό τους στρατηγικό σχεδιασμό η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει και δεν πρέπει να έχει οποιαδήποτε γεωπολιτική αυτονομία. Είναι το συμπλήρωμα του ΝΑΤΟ. Η άλλη όψη των λεγόμενων ευρωατλαντικών θεσμών.

Προφανώς ανησυχεί και τις ΗΠΑ η θεαματική άνοδος της Γερμανίας και ο ηγεμονικός ρόλος που κατακτά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα από την οικονομική υπεροχή. Προφανώς, επίσης, ενοχλούνται από τον ανταγωνισμό του δολαρίου από το ευρώ. Αυτά όμως δεν αναιρούν, προς το παρόν τουλάχιστον, τον ρόλο που διαδραματίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διεύρυνσή της για τη γεωπολιτική σταθεροποίηση στην Ευρώπη και την οργανική ένταξη της ευρωπαϊκής ηπείρου, μέχρι τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα, στη φιλοδυτική επιρροή και τον συνεπόμενο αποκλεισμό από τις περιοχές αυτές της παραδοσιακής ρωσικής επιρροής.

Στο πνεύμα αυτό αποτελεί για τις ΗΠΑ υψηλή προτεραιότητα η προώθηση της εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση των δυτικών Βαλκανίων και της Τουρκίας. Στο ίδιο πνεύμα, οι ΗΠΑ εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους προς τη Μ. Βρετανία για το έντονο αντιευρωπαϊκό κλίμα που αναπτύσσεται εκεί και προειδοποίησαν την κυβέρνηση Κάμερον ότι οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν οποιαδήποτε πολιτική αποδεσμεύσεως της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συστήνουν, αντιθέτως, βαθύτερη εμπλοκή της Μ. Βρετανίας στην Ευρώπη και ενεργότερο ρόλο σ' αυτήν.

Μέσα στο γενικότερο αυτό πλαίσιο, οι ΗΠΑ παρακολουθούν από κοντά και την κατάσταση στην Ελλάδα, με τρεις βασικές προτεραιότητες:

α. Την ποδηγέτηση του ελληνικού παράγοντα, ώστε να μην αποτελέσει εμπόδιο στη διαμόρφωση των νέων Βαλκανίων και στην εμπέδωση της γεωπολιτικής τάξεως που επεβλήθη, με καταλύτη τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τη ΝΑΤΟϊκή στρατιωτική επέμβαση.

β. Την προώθηση της ελληνοτουρκικής «φιλίας», ώστε Ελλάδα και Τουρκία να αποτελούν ενιαίο στρατηγικό σύνολο, το οποίο να προσδένει την Τουρκία στην Ευρώπη και στη δυτική στρατηγική, της Τουρκίας υπολαμβανομένης ως «γέφυρας» προς την περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και προς τον μουσουλμανικό κόσμο.

γ. Την αναχαίτιση της θεωρουμένης ως στρατηγικά ανταγωνιστικής ρωσικής επιρροής, η οποία θα μπορούσε να προέλθει μέσα από την ανάπτυξη, σε στρατηγικό επίπεδο, των ελληνορωσικών σχέσεων.

Η αμερικανική αυτή πολιτική έναντι της Ελλάδος εκδηλώθηκε επανειλημμένα στο παρελθόν, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις αντιδράσεις κατά του Σχεδίου ρωσικών αγωγών, που θα περνούσαν από την Ελλάδα, και κατά της αγοράς τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (ΤΟΜΑ) από τη Ρωσία.

Οι αντιδράσεις επικεντρώνονται σήμερα σε δύο άλλα θέματα αιχμής. Πρώτον, στο θέμα της ανακηρύξεως της ελληνικής ΑΟΖ. Δεύτερον, στην ενδεχόμενη αγορά από ρωσικές κοινοπραξίες δημοσίων εταιρειών φυσικού αερίου και μεταφοράς φυσικού αερίου, που κακώς αποφασίστηκε η ιδιωτικοποίησή τους, στο πλαίσιο του Μνημονίου.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, οι αμερικανικές αντιδράσεις είναι παρασκηνιακές. Η αμερικανική πλευρά αντιπαρέρχεται το γεγονός ότι η Άγκυρα, αφού ακολούθησε μέχρι τώρα πολιτική ανασχέσεως για να εμποδίσει την ελληνική πλευρά να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς θαλάσσιου δικαίου, προετοιμάζει τώρα δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων εις βάρος της Ελλάδος. Εάν η Ελλάδα παραμείνει αδρανής, θα υποστεί παθητικά τα προετοιμαζόμενα τετελεσμένα γεγονότα.

Στο δεύτερο θέμα, οι ΗΠΑ εξέφρασαν απροκάλυπτα τις αντιδράσεις τους διά στόματος του επισήμου κυβερνητικού εκπροσώπου, ενάντια μάλιστα σε κάθε συμβατική οικονομική λογική και πρακτική.

Η Ελλάδα, σε όσο δύσκολη οικονομική θέση και αν βρίσκεται, δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεχθεί τέτοιες λογικές. Πρέπει να προτάξει και να υπερασπίσει τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα και να στείλει μήνυμα ότι δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη για την εξυπηρέτηση πολιτικών που αντιστρατεύονται δικά της στρατηγικά συμφέροντα.