Του Χάρη Φλουδόπουλου
http://www.capital.gr/
Το θέμα του κόστους της ενέργειας είναι το υπ’ αριθμόν ένα θέμα για τις επιχειρήσεις και εν γένει για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όταν μιλάμε για παραγωγή στη σύγχρονη βιομηχανία, το ενεργειακό κόστος είναι ίσως ο καθοριστικότερος παράγοντας ανταγωνιστικότητας, πιο σημαντικός σε ορισμένες αγορές και προϊόντα ακόμη και από τα εργατικά. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, όπου τα τελευταία χρόνια εντοπίστηκε και αξιοποιείται το εξαιρετικά φθηνό φυσικό αέριο από σχιστόλιθο, μεγάλες βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας έχουν ξεκινήσει κινήσεις για να επαναπατρίσουν τις γραμμές παραγωγής τους σε αμερικανικό έδαφος. Μόνο και μόνο επειδή θα έχουν για την επόμενη 20ετία διασφαλισμένο αέριο σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές.
Το τελευταίο διάστημα η χώρα μας βρίσκεται εν μέσω ετερόκλητων και αντιφατικών πιέσεων και παροτρύνσεων, με αφορμή την εν εξελίξει αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ. Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι φωνές που επισημαίνουν τους κινδύνους για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από μία και μοναδική πηγή, την πιθανή μονοπώληση της αγοράς αερίου και τις συνέπειες που θα έχει αυτή στο θέμα του κόστους της ενέργειας. Στην αντίπερα όχθη, βρίσκονται όσοι πιέζουν για την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού εσόδου από την αποκρατικοποίηση και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό.
Πίσω από αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τα πράγματα εν ολίγοις είναι απλά. Δε χρειάζεται και ιδιαίτερη γνώση γύρω από την αγορά του φυσικού αερίου για να αντιληφθεί κανείς ότι η υπερβολική ενεργειακή εξάρτηση όχι μόνο της Ελλάδας αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής αγοράς από μία και μόνη ενεργειακή πηγή εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους, τόσο σε επίπεδο ασφάλειας προμήθειας όσο και σε επίπεδο ανταγωνισμού και τιμών. Στον αντίποδα βεβαίως, είναι προφανές ότι και οι δανειστές, πιέζουν ώστε οι αποκρατικοποιήσεις να γίνουν με γνώμονα την ταχεία αποπληρωμή των δανείων. Με απλά λόγια είναι λογικό οι δανειστές να ενδιαφέρονται πρωτίστως για το τι θα μπει στον ειδικό λογαριασμό με τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων, αφού από εκεί θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Και στη μέση βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση η οποία όπως φάνηκε και κατά τη χθεσινή σύσκεψη, αναζητεί τρόπους να διαχειριστεί την κατάσταση.
Πέρα από τις επιδιώξεις που κρύβονται πίσω από τις «πιέσεις», εκείνο που πραγματικά φαίνεται να λείπει από την όλη διαδικασία είναι η χάραξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις επιδιώξεις και τα ζητούμενα της ελληνικής εθνικής πολιτικής γύρω από τον τομέα της ενέργειας. Θυμίζουμε τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις που έδιναν μέχρι πρόσφατα ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ότι σε τομείς στρατηγικής σημασίας, κριτήριο για τις πωλήσεις των επιχειρήσεων του δημοσίου θα είναι και η εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών επιδιώξεων και των εθνικών στρατηγικών στόχων.
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι στόχοι στον τομέα της ενέργειας;
Σε μια χώρα που επιδιώκει να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στον ιδιωτικό τομέα και στην παραγωγή, το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα ανταγωνιστικότητας. Σήμερα για παράδειγμα που οι ελληνικές βιομηχανίες εξαιτίας της ύφεσης στην εγχώρια αγορά, έχουν εντείνει την εξωστρέφειά τους και αναζητούν όλο και περισσότερο, τους πελάτες τους στις διεθνείς αγορές, έρχονται αντιμέτωπες με το γεγονός ότι το ενεργειακό κόστος και ειδικά το κόστος του φυσικού αερίου στη χώρα μας είναι υπερβολικά υψηλό: για κάποια προϊόντα που το ενεργειακό κόστος είναι το 30 έως και 40% του συνολικού κόστους, οι ελληνικές βιομηχανίες καλούνται να αγοράσουν αέριο έως και 40% ακριβότερα από τους ανταγωνιστές τους, όχι στη Βουλγαρία ή τη Ρουμανία, αλλά στη Γερμανία, τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία.
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι το βασικό στρατηγικό κριτήριο για την πώληση της ΔΕΠΑ, είναι πράγματι το οικονομικό, όχι όμως σε επίπεδο βραχυπρόθεσμου εσόδου (δηλαδή να βάλουμε στο λογαριασμό για την αποπληρωμή του χρέους όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα) αλλά σε επίπεδο μακροπρόθεσμου οφέλους της ελληνικής οικονομίας και μάλιστα στο σύνολο του χρονικού ορίζοντα της αποκρατικοποίησης: θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα; Θα ωφεληθεί η οικονομία; Θα εξυπηρετηθεί ο στόχος της επαναβιομηχάνισης της χώρας;
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, υπάρχουν στο τραπέζι μη δεσμευτικές προσφορές – που απομένει να φανεί στην πράξη εάν θα μετουσιωθούν σε πραγματικές, δεσμευτικές προσφορές – που μπορεί να αποφέρουν στα ταμεία έσοδα της τάξης του 1,5 έως 2 δις ευρώ. Εκείνο που δεν έχει γίνει γνωστό είναι εάν υπάρχουν οι ρήτρες εκείνες που διασφαλίζουν ότι τα χρήματα που θα δώσει ο αγοραστής, δε θα τα αποσβέσει μέσα σε μία διετία – τριετία, συνεχίζοντας να χρεώνει τους έλληνες καταναλωτές με τις ακριβότερες τιμές αερίου στην Ευρώπη. Και βέβαια ίσως το καθοριστικότερο ζήτημα της όλης διαδικασίας είναι το γεγονός ότι η τρέχουσα συμφωνία προμήθειας φυσικού αερίου της Ελλάδας από τη Ρωσία (Gazprom) λήγει το 2016. Όταν δηλαδή θα έχει ολοκληρωθεί η πώληση της ΔΕΠΑ και πιθανόν - εφόσον η ΔΕΠΑ καταλήξει στη Gazprom – η τιμή που θα πληρώνουμε το φυσικό αέριο είτε ως καταναλωτές ενέργειας είτε ως καταναλωτές προϊόντων, θα αποτελέσει αντικείμενο εσωτερικής διαπραγμάτευσης των στελεχών της ρωσικής εταιρείας στη Μόσχα…
Εάν βάλουμε κάτω τα νούμερα, είναι βέβαιο ότι το πραγματικό έσοδο θα είναι μεγαλύτερο, εφόσον η χώρα διασφαλίσει από την πώληση της ΔΕΠΑ ενεργειακή ασφάλεια, χαμηλές τιμές και ανταγωνισμό στην αγορά αερίου…
http://www.capital.gr/
Το θέμα του κόστους της ενέργειας είναι το υπ’ αριθμόν ένα θέμα για τις επιχειρήσεις και εν γένει για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όταν μιλάμε για παραγωγή στη σύγχρονη βιομηχανία, το ενεργειακό κόστος είναι ίσως ο καθοριστικότερος παράγοντας ανταγωνιστικότητας, πιο σημαντικός σε ορισμένες αγορές και προϊόντα ακόμη και από τα εργατικά. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, όπου τα τελευταία χρόνια εντοπίστηκε και αξιοποιείται το εξαιρετικά φθηνό φυσικό αέριο από σχιστόλιθο, μεγάλες βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας έχουν ξεκινήσει κινήσεις για να επαναπατρίσουν τις γραμμές παραγωγής τους σε αμερικανικό έδαφος. Μόνο και μόνο επειδή θα έχουν για την επόμενη 20ετία διασφαλισμένο αέριο σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές.
Το τελευταίο διάστημα η χώρα μας βρίσκεται εν μέσω ετερόκλητων και αντιφατικών πιέσεων και παροτρύνσεων, με αφορμή την εν εξελίξει αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ. Από τη μία πλευρά υπάρχουν οι φωνές που επισημαίνουν τους κινδύνους για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από μία και μοναδική πηγή, την πιθανή μονοπώληση της αγοράς αερίου και τις συνέπειες που θα έχει αυτή στο θέμα του κόστους της ενέργειας. Στην αντίπερα όχθη, βρίσκονται όσοι πιέζουν για την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού εσόδου από την αποκρατικοποίηση και μάλιστα το ταχύτερο δυνατό.
Πίσω από αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τα πράγματα εν ολίγοις είναι απλά. Δε χρειάζεται και ιδιαίτερη γνώση γύρω από την αγορά του φυσικού αερίου για να αντιληφθεί κανείς ότι η υπερβολική ενεργειακή εξάρτηση όχι μόνο της Ελλάδας αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής αγοράς από μία και μόνη ενεργειακή πηγή εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους, τόσο σε επίπεδο ασφάλειας προμήθειας όσο και σε επίπεδο ανταγωνισμού και τιμών. Στον αντίποδα βεβαίως, είναι προφανές ότι και οι δανειστές, πιέζουν ώστε οι αποκρατικοποιήσεις να γίνουν με γνώμονα την ταχεία αποπληρωμή των δανείων. Με απλά λόγια είναι λογικό οι δανειστές να ενδιαφέρονται πρωτίστως για το τι θα μπει στον ειδικό λογαριασμό με τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων, αφού από εκεί θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Και στη μέση βρίσκεται η ελληνική κυβέρνηση η οποία όπως φάνηκε και κατά τη χθεσινή σύσκεψη, αναζητεί τρόπους να διαχειριστεί την κατάσταση.
Πέρα από τις επιδιώξεις που κρύβονται πίσω από τις «πιέσεις», εκείνο που πραγματικά φαίνεται να λείπει από την όλη διαδικασία είναι η χάραξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις επιδιώξεις και τα ζητούμενα της ελληνικής εθνικής πολιτικής γύρω από τον τομέα της ενέργειας. Θυμίζουμε τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις που έδιναν μέχρι πρόσφατα ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ότι σε τομείς στρατηγικής σημασίας, κριτήριο για τις πωλήσεις των επιχειρήσεων του δημοσίου θα είναι και η εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών επιδιώξεων και των εθνικών στρατηγικών στόχων.
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι στόχοι στον τομέα της ενέργειας;
Σε μια χώρα που επιδιώκει να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στον ιδιωτικό τομέα και στην παραγωγή, το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα ανταγωνιστικότητας. Σήμερα για παράδειγμα που οι ελληνικές βιομηχανίες εξαιτίας της ύφεσης στην εγχώρια αγορά, έχουν εντείνει την εξωστρέφειά τους και αναζητούν όλο και περισσότερο, τους πελάτες τους στις διεθνείς αγορές, έρχονται αντιμέτωπες με το γεγονός ότι το ενεργειακό κόστος και ειδικά το κόστος του φυσικού αερίου στη χώρα μας είναι υπερβολικά υψηλό: για κάποια προϊόντα που το ενεργειακό κόστος είναι το 30 έως και 40% του συνολικού κόστους, οι ελληνικές βιομηχανίες καλούνται να αγοράσουν αέριο έως και 40% ακριβότερα από τους ανταγωνιστές τους, όχι στη Βουλγαρία ή τη Ρουμανία, αλλά στη Γερμανία, τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία.
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι το βασικό στρατηγικό κριτήριο για την πώληση της ΔΕΠΑ, είναι πράγματι το οικονομικό, όχι όμως σε επίπεδο βραχυπρόθεσμου εσόδου (δηλαδή να βάλουμε στο λογαριασμό για την αποπληρωμή του χρέους όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα) αλλά σε επίπεδο μακροπρόθεσμου οφέλους της ελληνικής οικονομίας και μάλιστα στο σύνολο του χρονικού ορίζοντα της αποκρατικοποίησης: θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα; Θα ωφεληθεί η οικονομία; Θα εξυπηρετηθεί ο στόχος της επαναβιομηχάνισης της χώρας;
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, υπάρχουν στο τραπέζι μη δεσμευτικές προσφορές – που απομένει να φανεί στην πράξη εάν θα μετουσιωθούν σε πραγματικές, δεσμευτικές προσφορές – που μπορεί να αποφέρουν στα ταμεία έσοδα της τάξης του 1,5 έως 2 δις ευρώ. Εκείνο που δεν έχει γίνει γνωστό είναι εάν υπάρχουν οι ρήτρες εκείνες που διασφαλίζουν ότι τα χρήματα που θα δώσει ο αγοραστής, δε θα τα αποσβέσει μέσα σε μία διετία – τριετία, συνεχίζοντας να χρεώνει τους έλληνες καταναλωτές με τις ακριβότερες τιμές αερίου στην Ευρώπη. Και βέβαια ίσως το καθοριστικότερο ζήτημα της όλης διαδικασίας είναι το γεγονός ότι η τρέχουσα συμφωνία προμήθειας φυσικού αερίου της Ελλάδας από τη Ρωσία (Gazprom) λήγει το 2016. Όταν δηλαδή θα έχει ολοκληρωθεί η πώληση της ΔΕΠΑ και πιθανόν - εφόσον η ΔΕΠΑ καταλήξει στη Gazprom – η τιμή που θα πληρώνουμε το φυσικό αέριο είτε ως καταναλωτές ενέργειας είτε ως καταναλωτές προϊόντων, θα αποτελέσει αντικείμενο εσωτερικής διαπραγμάτευσης των στελεχών της ρωσικής εταιρείας στη Μόσχα…
Εάν βάλουμε κάτω τα νούμερα, είναι βέβαιο ότι το πραγματικό έσοδο θα είναι μεγαλύτερο, εφόσον η χώρα διασφαλίσει από την πώληση της ΔΕΠΑ ενεργειακή ασφάλεια, χαμηλές τιμές και ανταγωνισμό στην αγορά αερίου…