Είχαμε πάρει λάθος δρόμο, αντιμετωπίζουμε κρίση αξιών, λέει στην «Κ» ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιος
Συνέντευξη στον Σταυρο Τζιμα
Για τον κίνδυνο να οδηγηθούν οι Ελληνες σ’ έναν νέο διχασμό, παρόμοιο
μ’ αυτούς που ακολούθησαν στο παρελθόν τις εθνικές κρίσεις,
προειδοποιεί ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ.
Αναστάσιος, σε συνέντευξή του στην «Κ». Παρεμβαίνοντας στη δημόσια
συζήτηση για τα αίτια που οδήγησαν στην κατάρρευση, ο κ. Αναστάσιος λέει
αλήθειες που πονάνε.
«Είχαμε πάρει λάθος δρόμο. Προβλήθηκαν ως
ιδανικό της ζωής άλλες αξίες: περισσότερος πλούτος, μεγαλύτερη δύναμη,
ευκολότερη άνεση, αδιαφορώντας για τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη»
τονίζει.
Καλεί την ηγεσία της Εκκλησίας «σε σοβαρή αυτοκριτική»,
επισημαίνοντας εμμέσως και τις δικές της ευθύνες για το ότι φτάσαμε έως
εδώ και τονίζοντας την ανάγκη «συστηματικής κινητοποίησής» της «για
έμπρακτη ανακούφιση των ασθενεστέρων μελών της κοινωνίας».
Ο
Αρχιεπίσκοπος χαρακτηρίζει «άρρωστο φαινόμενο» τα κρούσματα ξενοφοβίας
και ρατσισμού, ενώ αναφερόμενος στα σύννεφα που συσσωρεύονται τον
τελευταίο καιρό στις ελληνοαλβανικές σχέσεις εκφράζει την ανησυχία του.
«Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να δεσπόζουν οι ακραίες φωνές, οι οποίες
καλλιεργούν εχθρότητα και μίσος μεταξύ των λαών» επισημαίνει.
– Ποιες σκέψεις κάνετε, Μακαριώτατε, για την κρίση που βιώνει η Ελλάδα;
–
Παρά τον μεγάλο πόνο που η κρίση έχει δημιουργήσει σε εκατομμύρια
συνανθρώπους μας, θεωρώ ότι τελικά μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία
σημαντικής ανανεώσεως. Οσοι έχουμε περάσει σοβαρές ασθένειες, θυμόμαστε
ότι η πρώτη διάγνωση, που μας αποκάλυψε τον κίνδυνο, προκάλεσε μεγάλη
ανησυχία. Οταν όμως άρχισε η σωστή θεραπεία, τα πράγματα άλλαξαν και η
ασθένεια ξεπεράστηκε. Και στη συγκεκριμένη κρίση που μας έχει
αναστατώσει, χρειάζεται ακριβής διάγνωση, κατάλληλη θεραπευτική αγωγή
και υπομονετική προσπάθεια. Τελικά, ο πόνος μας ωριμάζει, όταν τον
αντιμετωπίζουμε σωστά. Δεν λησμονώ τη γερμανική κατοχή με τις φοβερές
καταστροφές. Μόλις τότε άρχιζα, παιδί ακόμα, να καταλαβαίνω τον σκληρό
μας κόσμο. Πονέσαμε, επιστρατεύσαμε όμως όλες τις δυνάμεις μας, κυρίως
την αλληλεγγύη, και αντιμετωπίσαμε με πίστη τη δοκιμασία. Είμαι βέβαιος
ότι και πάλι θα φθάσουμε σε ξέφωτο. Αρκεί να μην ενδώσουμε σε διχασμούς
που ακολούθησαν τότε και μας εξουθένωσαν.
Διάχυτη εκκοσμίκευση–
Είναι κατά τη γνώμη σας οικονομικό πρόβλημα, ή μήπως, με αφορμή την
κατάρρευση της οικονομίας, εκδηλώθηκε γενικότερα κρίση αξιών;
–
Πιστεύω ότι προηγήθηκε η κρίση αξιών. Είχαμε πάρει λάθος δρόμο. Η
οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης θεωρητικής αντιλήψεως
σχετικά με τον άνθρωπο και τη φύση. Με κίνητρο τον άκρατο ευδαιμονισμό,
που οδήγησε σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που πρότεινε η
χριστιανική πίστη. Ο τονισμός της ελευθερίας του ανθρωπίνου προσώπου
υπεχώρησε, και δόθηκε έμφαση στην απόλυτη ελευθερία της αγοράς. Από
κοινωνία ελευθέρων προσώπων φθάνουμε στο σημείο, ολόκληροι λαοί να
γίνονται υποψήφιοι δούλοι απρόσωπων ομάδων, ανώνυμων εμπόρων του
χρήματος, που ρυθμίζουν, από το προσκήνιο ή το παρασκήνιο, τις
οικονομίες των λαών. Πιο συγκεκριμένα και απλά, η διάχυτη εκκοσμίκευση
που επεκράτησε, απώθησε από τη συνείδηση των ανθρώπων την πίστη στον Θεό
της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της αγάπης. Συχνά μάλιστα, οι
χριστιανικές θέσεις έγιναν στόχος ειρωνείας. Και προβλήθηκαν ως ιδανικό
της ζωής άλλες αξίες: περισσότερος πλούτος, μεγαλύτερη δύναμη,
ευκολότερη άνεση. Αδιαφορώντας για τη δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη.
–
Ευθύνονται μόνο οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ; Ή μήπως υπάρχουν
ευθύνες στην ίδια την κοινωνία, αλλά και ατομικά στον καθένα μας;
–
Ασφαλώς, τεράστιες ευθύνες έχουν εκείνοι που κατά καιρούς ηγήθηκαν της
πολιτείας, της οικονομίας, της εκπαίδευσης, της κοινωνικής ζωής. Αλλά το
παράδειγμά τους ακολούθησαν και τα ευρύτερα στρώματα του λαού. Και
έτσι, παρουσιάσθηκαν παράδοξα φαινόμενα: σε μικρά μέρη εκατοντάδες
τυφλοί, σε άλλη επαρχία εκατοντάδες κουφοί, χιλιάδες συντάξεις για
πεθαμένους. Πρόκειται για μια εκτεταμένη διαφθορά, που φανερώνει
γενικότερη πτώση αξιών της παραδόσεως του λαού και της αξιοπρεπείας του.
Αν ο ιός της γρίπης μεταδίδεται εύκολα, ο ιός του πλουτισμού και της
παραβατικότητος μολύνει ακόμη ταχύτερα τις κοινωνίες.
Είναι
πασίγνωστο ότι υπάρχει εκτεταμένη διαφθορά σε πολλές χώρες: φοροδιαφυγή,
καταχρήσεις, αθέμιτος πλουτισμός. Προφανώς, αυτή είναι η μητέρα της
οικονομικής κρίσεως. Οι ρίζες της είναι: α) Η απληστία, η πλεονεξία, με
ποικιλία μορφών. Οσοι έχουν χρήματα, αγωνίζονται να αποκτήσουν
περισσότερα. Οσοι στερούνται, ονειρεύονται το συντομότερο να γίνουν
πλούσιοι και προσπαθούν να αποκτήσουν περιττά καταναλωτικά «αγαθά». Οπως
επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος, η πλεονεξία είναι ειδωλολατρία, δηλαδή,
άρνηση της λατρείας του αληθινού Θεού και προσκόλληση σε ανυπόστατα
είδωλα, β) Η άλλη ρίζα της διαφθοράς είναι το ψέμα. Ενα υπέροχο κείμενο
του Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα του στάρετς Ζωσιμά την εξής συμβουλή:
«Μη λέτε ψέματα. Το κυριότερο είναι να μη λέτε στον ίδιο τον εαυτό σας.
Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του, και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα,
φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιά αλήθεια, ούτε μέσα του ούτε και
στους άλλους - και έτσι χάνει κάθε εκτίμηση για τους άλλους και κάθε
αυτοεκτίμηση. Μη εκτιμώντας κανέναν, παύει να αγαπάει. Και μη έχοντας
την αγάπη, αρχίζει να παρασέρνεται από τα πάθη και την ακολασία», γ) Ο
εγωκεντρισμός, η λατρεία του ατομικού συμφέροντος, του προσωπικού, του
οικογενειακού, του συλλογικού. Το αντίδοτο σ’ αυτή τη μολυσματική
ασθένεια παραμένει η δικαιοσύνη, μαζί με την αλληλεγγύη και την
αυτοθυσία. Αυτά τα τελευταία υποτιμήθηκαν με την προβολή άλλων προτύπων.
Σεβασμός σε όλους–
Παρακολουθείτε, φαντάζομαι, τα αυξημένα κρούσματα ρατσιστικής βίας και
ξενοφοβίας στην Ελλάδα. Θα θέλαμε ένα σχόλιο πάνω σε αυτά.
– Κατ’
αρχήν, να προσθέσω, όχι μόνο στην Ελλάδα. Πικραίνομαι γι’ αυτό το
άρρωστο φαινόμενο. Και ανησυχώ. Η ρατσιστική βία συνιστά άρνηση της
υπέροχης ελληνικής παραδόσεως και του χριστιανικού πνεύματος και ήθους. Ο
σεβασμός κάθε ανθρωπίνου προσώπου, ανεξαρτήτως καταγωγής ή γλώσσας,
ιδιαιτέρως όταν αυτός βρίσκεται σε ανάγκη ή δοκιμασία, είναι βασική
εντολή του Χριστού. Ο ρατσισμός αποτελεί ένα άρρωστο αίσθημα
υπερεκτιμήσεως του εαυτού μας, αλλά και ένα υποσυνείδητο σύμπλεγμα
μειονεκτικότητος. Κανένα από τα δύο δεν ταιριάζει σε έναν άνθρωπο
πολιτισμένο, σε έναν ώριμο και αξιοπρεπή λαό. Ολοι μας, αλλά ιδιαίτερα η
Εκκλησία οφείλει να καλλιεργήσει και να ενισχύσει τον σεβασμό στον
άλλον άνθρωπο, τον διαφορετικό. Ιδίως κάθε μορφή βίας εν ονόματι της
θρησκείας, βιάζει την ίδια τη θρησκεία. Το επαναλαμβάνω, στην Ελλάδα,
στην Αλβανία, στην παγκόσμια κοινότητα, σε διεθνή συνέδρια.
Βεβαίως,
υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις, όπου μετανάστες καταχράσθηκαν τη
φιλοξενία και έδειξαν εγκληματική συμπεριφορά. Προφανώς, αυτά τα
φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπισθούν σθεναρά από την υπεύθυνη πολιτεία,
με σοβαρότητα και διάκριση. Αμεσο χρέος όλων όσοι ποθούν μια δίκαιη
κοινωνία αδελφοσύνης είναι να αντισταθούν σε οποιαδήποτε μορφή ρατσισμού
και να εργασθούν για την κοινωνική, οικονομική και πνευματική πρόοδο,
τόσο της δικής μας χώρας όσο και της ευρύτερης περιοχής. Για να
προχωρήσουμε όλοι μαζί στην ορθή πνευματική εξέλιξη και άνοδο.
Να απομονώσουμε τις ακραίες φωνές–
Το τελευταίο διάστημα συσσωρεύονται κάποια σύννεφα στις εν γένει καλές,
τα τελευταία χρόνια, ελληνο-αλβανικές σχέσεις. Ανησυχείτε για το
ενδεχόμενο πισωγύρισμα;
– Το βλέπω, πονώ και ανησυχώ. Αλλά δεν
πρέπει να περιοριζόμαστε στις ανησυχίες. Χρειάζεται θετική, δημιουργική
αντιμετώπιση. Να μην επιτρέψουμε να δεσπόζουν οι ακραίες φωνές, οι
οποίες καλλιεργούν εχθρότητα και μίσος μεταξύ των λαών. Η πλειοψηφία
καταλαβαίνει ότι μόνο η αρμονική συνεργασία μεταξύ των λαών θα βοηθήσει,
στον 21ον αιώνα, στην ανάπτυξη και κοινή ευημερία. Από όλες τις
πλευρές, επιβάλλεται νηφαλιότητα, αυτοσυγκράτηση και δημιουργικός
διάλογος. Η Βαλκανική έχει υποφέρει από τους κατά καιρούς εθνικιστικούς
παροξυσμούς. Η πορεία μας σε μια ενωμένη Ευρώπη, με αλληλοκατανόηση και
αλληλοσεβασμό, είναι το ζητούμενο. Προσωπικά πιστεύω ότι τον τελευταίο
λόγο δεν τον έχει το μίσος, αλλά ο Θεός της αγάπης. Και “η τελεία αγάπη
έξω βάλλει τον φόβον”. Οποιονδήποτε φόβο.
Ως Αρχιεπίσκοπος έχω
στηρίξει τη ζωή και το έργο μου σ’ αυτή τη βεβαιότητα, και προσπαθώ να
αγωνίζομαι, με πίστη, υπομονή και συστηματική εργασία, για την ειρήνη,
την καταλλαγή, την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και των λαών.
Η ηγεσία της Εκκλησίας να κάνει σοβαρή αυτοκριτική– Πώς βλέπετε τον ρόλο της Εκκλησίας σ’ αυτή την κρίση που ακουμπά γενικότερα την Ευρώπη;
–
Επιβάλλεται άμεση, συστηματική κινητοποίηση για έμπρακτη ανακούφιση των
ασθενεστέρων μελών της κοινωνίας. Από κάθε επισκοπή, κάθε ενορία, κάθε
εκκλησιαστικό φορέα. Δόξα τω Θεώ, έχουν ήδη αναπτυχθεί σ’ αυτό τον τομέα
σοβαρές εκκλησιαστικές προσπάθειες. Αλλά οι ανάγκες παραμένουν
τεράστιες· πρέπει να εμπνεύσουμε μια καθολική επιστράτευση. Αλλά ας το
υπογραμμίσουμε: Εκκλησία δεν είναι μόνο οι κληρικοί και οι
εκκλησιαστικοί υπάλληλοι. Είμαστε όλοι οι βαπτισμένοι. Χαίρομαι που
βλέπω διάφορες ομάδες λαϊκών, με πρωτότυπες ιδέες και δράσεις, να
συμπαραστέκονται σε όσους έχουν περισσότερη ανάγκη. Η κρίση πρέπει να
αντιμετωπισθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη της αλληλεγγύης. Αλλά
ταυτόχρονα, η Εκκλησία οφείλει να αρθρώσει λόγο προφητικό. Σθεναρή
κριτική στα μέλη των Εκκλησιών μας για την ασυνεπή προς τις αρχές του
Ευαγγελίου στάση. Για τη μικρή ή μεγάλη συμμετοχή στην αδικία και την
κοινωνική διαφθορά. Ασκηση θαρρετής κριτικής στα υλιστικά ιδεώδη και
συστήματα που απεργάζονται την αδικία και την οικονομική κρίση
ειδικότερα. Χωρίς, βέβαια, να μπλέξουμε με την πολιτική. Η οικονομική
αυθαιρεσία, η διαφθορά, η αναλγησία άνθησαν με όποιο οικονομικό σύστημα
και αν επιβλήθηκε - καπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό.
Συγχρόνως όμως
επείγει, όσοι έχουμε κάποια ευθύνη στην Εκκλησία, να προχωρήσουμε σε
σοβαρή αυτοκριτική. Τελευταίως, με καίει το ερώτημα: Πώς ένας λαός, που
στη συντριπτική πλειοψηφία δηλώνει Ορθόδοξος, έφθασε στο να αδιαφορεί
για στοιχειώδη θέματα τιμιότητος, συνεπείας, δικαιοσύνης και αλήθειας.
Μήπως αδιαφορήσαμε για τα βαρύτερα του νόμου, «την κρίσιν και τον έλεον
και την πίστιν» (υποτιμώντας τη δικαιοσύνη και την αγάπη), και προβάλαμε
«τον ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον»; Μήπως εκθρέψαμε μια
εξωτερική θρησκευτικότητα, με φαντασμαγορικά πανηγύρια (κάποτε τύπου
μπαρόκ), και παραλείψαμε τη μεθοδική, σιωπηλή πνευματική καλλιέργεια του
βάθους της ψυχής, ιδιαίτερα την τήρηση του χρυσού κανόνα: «πάντα όσα αν
θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς», τη
γνήσια πίστη και ταπείνωση, την ανιδιοτελή αγάπη. Ο Χριστός υπήρξε
σαφής: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών, ο
δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου. Και εγώ αγαπήσω αυτόν και
εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Η αληθινή ευσέβεια δεν κατασπαταλά τον χρόνο
στα εξωτερικά, συνήθως περιττά, στην κατάκριση, αλλά εκφράζεται με
συνειδητή υπακοή στο θέλημα του Θεού, με τιμιότητα, με σοβαρότητα, με
ειλικρινείς πράξεις αγάπης.
Τελικά, το ζητούμενο για όλους είναι η
«μετάνοια». Ισως, για πολλούς, εκκοσμικευμένους συμπολίτες μας, αυτή η
λέξη θεωρείται πολύ θρησκευτική και παρωχημένη. Αλλά, όσοι πιστεύουμε
στον Χριστό, γνωρίζουμε ότι αυτή είναι η καθοριστική αρχή του
Χριστιανισμού. Αυτήν ανέδειξε πυρήνα του μηνύματός Του ο Κύριός μας:
«μετανοείτε και πιστεύετε εν τω Ευαγγελίω». Μόνο με αλλαγή νου και
καρδιάς μπορούμε να σταματήσουμε συνήθειες και πάθη που αρρωσταίνουν την
κοινωνία μας. Η ειλικρινής και συνεπής μετάνοια είναι η μόνη ουσιαστική
θεραπευτική αγωγή για να δούμε καλύτερες μέρες, ως πρόσωπα και ως
κοινωνία.
Και κάτι ακόμη: Η Εκκλησία σήμερα οφείλει να προσφέρει
συγχρόνως μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδος. Στη διάρκεια μεγάλων
δοκιμασιών και θλίψεων, μπορούν να αναδυθούν σπάνιες αρετές κρυμμένες
στα κοιτάσματα του DNA του Ορθοδόξου λαού: καρτερία, αντοχή, φιλαλήθεια,
φιλότιμο, φιλαλληλία, υπομονή, συγχωρητικότητα, αυτοθυσία. Υπέροχα
στοιχεία, που ο λαός μας τα έχει εμπρός του, μπορεί να τα βλέπει
προσωποποιημένα στις μορφές τόσων αγίων, όλων των τάξεων και ηλικιών,
αλλά και λαϊκών ηγετών, όπως του Μακρυγιάννη και του Καποδίστρια. Αυτά
τα χαρακτηριστικά, θεωρώ ότι αποτελούν τα πιο πολύτιμα αντισώματα στις
λιποθυμικές τάσεις του κοινωνικού σώματος. Και αυτά πρέπει να
ενεργοποιηθούν σήμερα με αποφασιστική συμβολή και της Εκκλησίας.