Οι αλλαγές στο νόμο Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας
σηματοδοτούν την είσοδο σε μια περίοδο κατά την οποία η διαχείριση των
κόκκινων δανείων θα αποτελέσει ένα από τα κεντρικά ζητήματα της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής.Τα κόκκινα δάνεια έχουν ξεπεράσει σε αξία τα 100 δισ.ευρώ
και αποτελούν ένα τεράστιο πρόβλημα για τις τράπεζες, τους δανειολήπτες
και το σύνολο της οικονομίας. Πρόκειται για μια βόμβα, η οποία δεν είναι
δυνατόν να εξουδετερωθεί χωρίς κόστος.
Το πρόβλημα είναι σύνθετο, καθώς συγκρούονται αντιτιθέμενα
συμφέροντα, ενώ στη βάση του συνδέεται με τον πυρήνα της κοινωνικής
σταθερότητας, καθώς εν μέσω κρίσης διακυβεύεται το ύστατο καταφύγιο, η
κατοικία για αρκετούς δανειολήπτες.Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν καλύπτουν απολύτως ή μερικώς το
60% των δανειοληπτών, αλλά μένει να φανεί στην πράξη πώς θα γίνει η
διαχείριση του ζητήματος.
Οι δανειστές επέμεναν ότι η γενική προστασία της πρώτης
κατοικίας ενθαρρύνει τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές», γιαυτό και τελικά
το νέο σύστημα προστασίας συνδέεται με κριτήρια που θα έχουν στόχο να
τους εντοπίζουν.Το ζήτημα, όμως, είναι ότι στη σημερινή συγκυρία, είναι
αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί, για παράδειγμα, ποιος πραγματικά
«αρνείται να πληρώσει ενώ έχει τη δυνατότητα» και ποιος καθυστερεί την
τράπεζα για να πληρώσει την εφορία, τα φροντιστήρια των παιδιών του ή
για να διατηρήσει στη ζωή την επιχείρησή του.Ο διαχωρισμός γίνεται ακόμα πιο δύσκολος εάν σκεφτούμε ότι
πολλοί δανειολήπτες κρύβουν εισοδήματα από την εφορία και εμφανίζονται
φτωχοί σύμφωνα με τις δηλώσεις τους καλύπτοντας τις προϋποθέσεις
προστασίας, ενώ στην πραγματικότητα έχουν μεγαλύτερη οικονομική άνεση.
Οι αλλαγές στο νόμο Κατσέλη που καλύπτει τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά
που προσφεύγουν στο δικαστήριο καθιερώνουν ένα σύστημα δύο ταχυτήτων:Στην πρώτη ταχύτητα εισάγονται αυστηρά κριτήρια για την
προστασία της πρώτης κατοικίας, η οποία είναι απόλυτη για το 25% των
δανειοληπτών με χαμηλά εισοδήματα, μέχρι 20.639 ευρώ για μια τετραμελή
οικογένεια. Για όσους μάλιστα δεν έχουν να πληρώσουν την ελάχιστη δόση,
αυτή θα πληρώνεται από το Δημόσιο, καθώς για πρώτη φορά θεσπίζεται
κρατική ενίσχυση για την πρώτη κατοικίαΣτη δεύτερη ταχύτητα προβλέπεται σχετική προστασία και υπό
προϋποθέσεις, για ένα ποσοστό 35% δανειοληπτών με υψηλότερα εισοδήματα
(35.086 για τετραμελή οικογένεια), για τους οποίους η δόση του
στεγαστικού θα αναπροσαρμόζεται από το δικαστήριο με βάση την εμπορική
αξία του ακινήτου σήμερα και ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την
περιουσία του νοικοκυριού. Μετά από μια τριετία, το δάνειο θα μπορεί να
«κουρεύεται» με βάση την εμπορική αξία του ακινήτου. Εάν η ρύθμιση δεν
τηρείται ή δεν μπορεί να πληρωθεί, το δάνειο θα επιστρέφει στην τράπεζα.Συνολικά δηλαδή οι νέες ρυθμίσεις καλύπτουν το 60% των στεγαστικών δανείων.Από εκεί και πέρα, όλοι οι υπόλοιποι οι οποίοι έχουν ως
μόνη διέξοδο τη ρύθμιση με την τράπεζα, η οποία θα γίνεται με βάση τον
Κώδικα Δεοντολογίας.Εάν δεν επιτυγχάνεται η ρύθμιση, θα ανοίγει ο δρόμος για πλειστηριασμό.
Είναι σαφές ότι για την πλειονότητα των κόκκινων στεγαστικών δανείων,
όσα δηλαδή δεν εντάσσονται στην ομπρέλα προστασίας, αλλά και για αρκετά
από εκείνα που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία μερικής προστασίας, η τύχη
τους εξαρτάται από το κατά πόσον θα προταθούν από τις τράπεζες
ρεαλιστικές λύσεις αναδιάρθρωσης.Θα γίνουν προτάσεις ρύθμισης, ανάλογα με τις δυνατότητες
των νοικοκυριών, έτσι ώστε να συνεχίσει η εξυπηρέτησή τους χωρίς να
χρειαστούν πλειστηριασμοί;Αυτό μπορεί να γίνει για ένα μεταβατικό διάστημα, με την
προοπτική ότι η αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομίας θα διευκολύνει τα
νοικοκυριά να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους έτσι ώστε τα «κόκκινα»
δάνεια να «πρασινίσουν».Οι ίδιες οι τράπεζες διακηρύσσουν ότι είναι υπέρ των
ρυθμίσεων καθώς δεν έχουν συμφέρον να εκπλειστηριάσουν μαζικά ακίνητα,
λόγω του πρόσθετου κόστους διαχείρισης που θα επωμιστούν αλλά και επειδή
θα υποχωρήσουν κι άλλο οι τιμές στην κτηματαγορά.Ο Κώδικας Δεοντολογίας προβλέπει ότι οι τράπεζες θα
λαμβάνουν υπ΄ όψιν τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης» και τις πραγματικές
δυνατότητες των νοικοκυριών για να καθορίζουν το ύψος της δόσης στη
ρύθμιση.Δεν είναι, όμως, σαφές τι ακριβώς θα γίνεται εάν οι
πραγματικές αυτές δυνατότητες δεν επαρκούν για να καθορίζεται δόση που
θα επιτρέπει την αποπληρωμή του δανείου με βιώσιμο τρόπο.Το στοίχημα επομένως είναι πώς θα γίνει στην πράξη η
διαχείριση του ζητήματος από τις τράπεζες, χωρίς να καταλήξουμε σε
πλειστηριασμούς, οι οποίοι όχι μόνο είναι κοινωνικά απαράδεκτοι, αλλά θα
προκαλέσουν και ζημιά στην οικονομία και την αγορά.