Με τον πιο επίσημο τρόπο ο Πρόεδρος της
Γαλλικής Δημοκρατίας Francois Hollande κήρυξε τον πόλεμο κατά του
Ισλαμικού Κράτους και 24 ώρες αργότερα ζήτησε την πολιτική και
στρατιωτική υποστήριξη των εταίρων της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.Ταυτόχρονα, οι ένοπλες δυνάμεις της
Γαλλίας άρχισαν τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά στόχων του
Ισλαμικού Κράτους και ήδη ανακοινώθηκε η αποστολή του γαλλικού
πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου Charles De Gaulle R91 στην Ανατολική
Μεσόγειο προκειμένου να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις.Στην πράξη όμως, «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν».
Η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη στρατηγική κατά του Ισλαμικού Κράτους έχει, εκ του αποτελέσματος, αποδειχθεί επιεικώς ανεπιτυχής.Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα δεδομένα που αφορούν την εμπλοκή των ΗΠΑ, την επιχείρηση «Inherent Resolve».
Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ άρχισαν να
βομβαρδίζουν στόχους του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ τον Αύγουστο του
2014 και τον επόμενο μήνα άρχισαν να προσβάλλουν στόχους και στη Συρία.
Μετά 12 μήνες το οικονομικό κόστος των αμερικανικών επιχειρήσεων ανήλθε
σε 3,2 δις δολάρια ΗΠΑ (3 δις ευρώ) εκ των οποίων τα 2,1 δις δολάρια ΗΠΑ
(1,97 δις ευρώ) επιβάρυναν την Αεροπορία των ΗΠΑ (το ποσό περιλαμβάνει
το κόστος των όπλων που αναλώθηκαν καθώς και το κόστος υποστήριξης των
αποστολών), τα 500 εκατ. δολάρια ΗΠΑ (469 εκατ. ευρώ) το Ναυτικό των ΗΠΑ
(εκτελεί αποστολές κρούσης και τακτικής αναγνώρισης με μαχητικά από
αεροπλανοφόρα στον Αραβικό Κόλπο), τα 350 εκατ. ευρώ (328 εκατ. ευρώ)
τον Στρατό των ΗΠΑ και τα υπόλοιπα 250 εκατ. δολάρια ΗΠΑ (234,5 εκατ.
ευρώ) τις δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ. Με βάση τα στοιχεία του
υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ το οικονομικό κόστος της επιχείρησης
«Inherent Resolve» μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2015 ανήλθε σε 5,012 δις
δολάρια ΗΠΑ (4,7 δις ευρώ).
Σε ό,τι αφορά το επιχειρησιακό έργο, το
ίδιο χρονικό διάστημα, η Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ (US CENTCOM: Central
Command) έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 5.000 προσβολές κατά του
Ισλαμικού Κράτους καταστρέφοντας περισσότερους από 10.000 στόχους
συμπεριλαμβανομένων αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων, ελαφρών
τακτικών οχημάτων, κτιρίων, χώρων συγκέντρωσης, θέσεων αμυντικής
οργάνωσης, υποδομών της πετρελαϊκής βιομηχανίας, κ.λπ. Επιπρόσθετα, οι
ΗΠΑ έχουν αναπτύξει στο Ιράκ περί τα 3.500 άτομα στρατιωτικό προσωπικό
σε αποστολές εκπαίδευσης και τεχνικού συμβούλου.
Οι αριθμοί μπορεί να είναι εντυπωσιακοί
αλλά δεν μπορούν να συγκαλύψουν την έλλειψη στρατηγικής αλλά και
καθορισμένων με σαφήνεια τελικών αντικειμενικών σκοπών. Μάλιστα, οι
μεγαλύτερης ηλικίας πιθανά να θυμηθούν ότι και στον Πόλεμο του Βιετνάμ
οι αμερικανικές στατιστικές ευημερούσαν αλλά το αποτέλεσμα ήταν σε
εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
«Πρόκειται για μακροχρόνια εκστρατεία»,
είχε δηλώσει τον περασμένο Ιούλιο ο Πρόεδρος Ομπάμα κατά τη διάρκεια
συνέντευξης Τύπου στο υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Προφανώς σε αυτό το
πλαίσιο, ο ίδιος αιτήθηκε για το οικονομικό έτος 2016 από τα νομοθετικά
σώματα των ΗΠΑ, την έγκριση προϋπολογισμού ύψους 5,3 δις δολαρίων ΗΠΑ
(4,98 εκατ. ευρώ) για τις επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτος, στον
οποίο συμπεριλαμβάνονται πιστώσεις ύψους 1,3 δις δολαρίων ΗΠΑ (1,22 δις
ευρώ) για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό των δυνάμεων ασφαλείς του
Ιράκ, των πεσμεργκά και των μετριοπαθών στοιχείων της αντιπολίτευσης της
Συρίας.
Όμως τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης
στρατηγικής της Δύσης αλλά και της Ρωσικής Ομοσπονδίας που φαίνεται να
κινείται σε παράλληλη κατεύθυνση, αποδεικνύονται επιεικώς πενιχρά. Για
να το περιγράψουμε σχηματικά, όσα γίνονται εμποδίζουν το
Ισλαμικό Κράτος να επεκτείνει την κυριαρχία του, αλλά δεν είναι επαρκή
ώστε να την απαγορεύσουν και ούτε φυσικά για να το καταστρέψουν.
Στο ίδιο διάστημα, οι προσφυγικές ροές
έχουν αυξηθεί εκτός ελέγχου ενώ τόσο η Ρωσική Ομοσπονδία όσο και η
Γαλλία, με τα πρόσφατα πολλαπλά ταυτόχρονα τρομοκρατικά κτυπήματα στην
πρωτεύουσα της, «δοκίμασαν» το μένος και την αποφασιστικότητα του
Ισλαμικού Κράτους.
Προς το παρόν, η Δύση αλλά και η Ρωσική
Ομοσπονδία εμφανίζονται ανίκανες να επιλύσουν το πρόβλημα του Ισλαμικού
Κράτους. Σαφέστατα, τα αποκλίνοντα στρατηγικά συμφέροντα (ιδιαίτερα σε
ότι αφορά το μέλλον του Άσαντ στη Συρία) έχουν επηρεάσει σοβαρά την
αποτελεσματικότητα των δράσεων τους αλλά το κύριο πρόβλημα είναι η στρατηγική αναποφασιστικότητα των ΗΠΑ.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, αν οι ΗΠΑ δεν εμπλέξουν συνολικά τη στρατιωτική
τους ισχύ κατά του Ισλαμικού Κράτους, η επίλυση του συγκεκριμένου
προβλήματος σε σύντομο χρόνο αποκλείεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στα
παρεπόμενα (προσφυγικές ροές, τρομοκρατία, αποσταθεροποίηση ευρύτερων
περιοχών, κ.λπ.). Μάλιστα, με κυνισμό θα παρατηρήσουμε, ότι όλοι οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι μπορεί να θέλουν αλλά δεν μπορούν. Ιδιαίτερα δε η Ευρώπη αποδεικνύεται για άλλη μία φορά «στρατιωτικός νάνος».
Όμως οι ΗΠΑ, η παγκόσμια ηγέτιδα δύναμη,
ο «παγκόσμιος χωροφύλακας», υπό την ηγεσία Ομπάμα χαρακτηρίζονται
κυρίως από στρατηγική αναποφασιστικότητα που απορρέει και από τις
εμπειρίες της δεκαετίας του 2000. Αυτό που απέδειξε ο παγκόσμιος πόλεμος
κατά της τρομοκρατίας που κήρυξε ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο Νεότερος
μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, είναι ότι η στρατιωτική μηχανή
των ΗΠΑ μπορεί σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα να καταβάλλει
στρατιωτικά οποιονδήποτε αντίπαλο, είτε πρόκειται για μόρφωμα όπως οι
Ταλιμπάν είτε για συμβατικά οργανωμένο καθεστώς όπως το Ιράκ του Σαντάμ
Χουσεΐν.
Αλλά, η μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εποχή,
αποτελεί ένα μεγάλης δυσκολίας και πολύ υψηλού οικονομικού και
ανθρώπινου κόστους εγχείρημα, που αφορά πρωτίστως την αναδημιουργία –
ανασύνθεση κρατικών οντοτήτων και το οποίο απαιτεί εφαρμογή πολιτικής,
οικονομικής και κοινωνικής μηχανικής. Περιττό να σημειωθεί ότι η παρούσα
κατάσταση στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, αποτελεί επαλήθευση του ανωτέρω
επιχειρήματος.
Δυστυχώς, το πρόβλημα του Ισλαμικού Κράτους είναι διαφορετικό και από το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Στην πρώτη περίπτωση, ο αντίπαλος ήταν
το συμβατικά οργανωμένο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν που διέθετε τα
εγγενή χαρακτηριστικά που επέτρεψαν την τόσο αποτελεσματική χρήση
συμβατικών δυνάμεων.
Στη δεύτερη περίπτωση, οι ΗΠΑ αναζήτησαν
ή αγόρασαν συμμάχους που αποδείχθηκαν έτοιμοι και ικανοί να
αντιμετωπίσουν τους Ταλιμπάν επιτρέποντας τη διεξαγωγή επιχειρήσεων «δια
αντιπροσώπου». Το βιβλίο «Jawbreaker: The Attack on Bin Laden and
Al-Qaeda: A Personal Account by the CIA's Key Field Commander» που
συνέγραψε ο Gary Berntsen, στέλεχος της CIA, στον οποίο ανατέθηκε στις
19 Σεπτεμβρίου 2001 η αποστολή «να βρει τον Bin Laden και να φέρει το
κεφάλι του σε ένα κουτί», περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη διαδικασία.
Όμως, μέχρι σήμερα, για ποικιλία λόγων,
ούτε οι δυνάμεις ασφαλείας του Ιράκ ούτε οι Κούρδοι μαχητές «Πεσμεργκά»
αποδείχθηκαν αξιόπιστο ανάχωμα στην πλημμυρίδα του Ισλαμικού Κράτους.
Φυσικά, η εκπαίδευση και εξοπλισμός
αυτών των δυνάμεων είναι εφικτά, αλλά απαιτείται χρόνος, στη διάρκεια
του οποίου τα παρεπόμενα της κρίσης (προσφυγικές ροές, τρομοκρατικές
ενέργειες) συνεχώς θα επιδεινώνονται.
Αν οι προεδρικές εκλογές του 2016
αποτελούν κύρια συνιστώσα του πολιτικού σχεδιασμού του Προέδρου Ομπάμα
και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κινητοποιηθεί άμεσα για τη συγκρότηση
επαρκούς και αποτελεσματικής στρατιωτικής δύναμης, ικανής να αναλάβει
την καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους, τότε η αντίδραση στους εξτρεμιστές
μπορεί να προσφέρει στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, στιγμιότυπα από
προβολές με όπλα ακριβείας και στατιστικές, αλλά μηδενική ουσία.
* Ο Περικλής Ζορζοβίλης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ – ISDA)
** «Alors, c’est la guerre»: «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος!»