Τα παραπάνω είπε ο Αδωνις Γεωργιάδης, υποψήφιος πρόεδρος της ΝΔ, απαντώντας σε ερωτήσεις των αναγνωστών του διαδικτυακού ιστότοπου News247.gr,
και συγκεκριμένα στο ερώτημα εάν, εφόσον εκλεγεί πρόεδρος της ΝΔ και
μετά πρωθυπουργός, θα ανοίξει τα ξερονήσια και εάν θα είναι πρωθυπουργός
για όλους τους Έλληνες ή μόνο για τους αντικομμουνιστές.
Τα λόγια αυτά δεν είναι απλά το
παραλήρημα ενός «τρελού αντικομμουνιστή». Είναι μια βαθιά ιδεολογική και
πολιτική τοποθέτηση, που επιχειρεί να επανατοποθετήσει έννοιες και
διακυβεύματα, όπως της ελευθερίας και της δημοκρατίας, στο πλέον
αντιδραστικό τους πλαίσιο. Να «αποκαθάρει» τις έννοιες αυτές από το
όποιο προοδευτικό, αριστερό, επαναστατικό τους περιεχόμενο. Και,
μάλιστα, σε μια περίοδο, που το σύνολο της λεγόμενης «δεξιάς παράταξης»
επιδιώκει να «ανακατάληψη της ιδεολογικής ηγεμονίας», όπως έχει κατ”
εξακολούθηση πει το άλλο πρωτοπαλίκαρο της ΝΔ, ο Μάκης Βορίδης.
Περί ελευθερίας
«Φυσικά και είμαι αντικομμουνιστής, αφού πιστεύω στην ελευθερία και στη δημοκρατία», λέει εξαρχής ο Αδ. Γεωργιάδης.
Ως πολιτικός, γνωρίζει πολύ καλά ότι το
σχήμα λόγου που χρησιμοποιεί είναι εξαιρετικό για το σκοπό του, καθώς
μετατρέπει σε συμβατές τις έννοιες του «αντικομμουνισμού», της
«ελευθερίας» και της «δημοκρατίας», διαγράφοντας με μια μονοκονδυλιά όλο
το ιστορικό και συλλογικό υποσυνείδητο. Επιπρόσθετα, όμως, στην ίδια
αυτή πρόταση, δηλώνει πως ο κομμουνισμός είναι εντελώς ασύμβατος με τις
έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Για την ακρίβεια ότι είναι
εχθρικός.
Ας εστιάσουμε για λίγο στο θέμα της
ελευθερίας. Πώς εννοεί ο κ. Γεωργιάδης την έννοια της ελευθερίας; (Μόνο
λίγες γραμμές πιο κάτω μιλάει για «ελευθερία του λόγου», αλλά αυτήν την
εντάσσει στο πλαίσιο της συζήτησης περί «δημοκρατίας – δικτατορίας του
προλεταριάτου», κάτι που θα το δούμε στη συνέχεια.) Μήπως εννοεί την
ελευθερία με την έννοια του φιλελευθερισμού; Του νεοφιλελευθερισμού;
Όπως την εννοεί ο Τζον Στ. Μιλλ; Όπως την εννοεί ο Ρ. Ντουόρκιν; Όπως
την εννοεί ο Κ. Μαρξ; Όπως την εννοεί ο Τσε Γκεβάρα; Όπως την εννοούν οι
4 ελευθερίες του Μάαστριχτ; Δεν μας λέει.
Το ότι όμως δεν την ορίζει, δε σημαίνει
ότι η λέξη αυτή, όπως τη χρησιμοποιεί, δεν έχει και νόημα. Ίσα – ίσα που
αποκτά το νόημα το οποίο κάθε φορά εμείς δίνουμε. Τι κάνει, λοιπόν, ο
Αδ. Γεωργιάδης; Πετάει τη λέξη «ελευθερία» ως μια πανανθρώπινη ιδέα και
αξία, χωρίς να προσδιορίζει το νόημά της. Έτσι, φαίνεται ότι μιλάει για
ένα πανανθρώπινο ιδανικό ή αγαθό. Στην πράξη, όμως, καθώς την φέρνει σε
αντιδιαστολή με έναν πολύ συγκεκριμένο ιστορικό όρο (αντικομμουνισμός)
την έχει ήδη «φορτίσει» με ένα συγκεκριμένο (ιστορικό) περιεχόμενο. Το
περιεχόμενο αυτό είναι της «αστικής ελευθερίας» (αυτής που ιστορικά
αντιπαρατέθηκε στον κομμουνισμό), της οποίας κυριότερη μορφή είναι αυτή
της ελευθερίας της ιδιοκτησίας.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, τι κατορθώνει ο
κ. Γεωργιάδης; Ταυτίζει την πανανθρώπινη έννοια της «ελευθερίας» (το
καθολικό αγαθό), με το σημερινό ιστορικό της περιεχόμενο, δηλαδή της
«ελευθερίας της ιδιοκτησίας», η οποία, με τη σειρά της, αυτόματα
ανέρχεται από το επίπεδο του ιστορικού σε εκείνο του καθολικού!
Περί δημοκρατίας
Με τον ίδιο τρόπο που μεταχειρίζεται την
καθολική έννοια «ελευθερία», με τον ίδιο ακριβώς μεταχειρίζεται και την
καθολική έννοια της «δημοκρατίας», αφαιρώντας κάθε ιστορικό της
συγκείμενο.
Ωστόσο, στην περίπτωση της δημοκρατίας, ο κ. Γεωργιάδης γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Οι κομμουνιστές πιστεύουν στη δικτατορία του προλεταριάτου και εχθρεύονται τη δημοκρατία», λέει.
Εδώ, ο κ. Γεωργιάδης, φέρνει σε
αντιπαράθεση δύο έννοιες «δικτατορία του προλεταριάτου» και
«δημοκρατία». Όμως και εδώ υπάρχει «μπανανόφλουδα», και μάλιστα δύο:
Πρώτον, «χτυπάει» στο συλλογικό υποσυνείδητο φέρνοντας σε αντιδιαστολή
τις έννοιες «δικτατορία» και «δημοκρατία». Δεύτερον, ενώ η έννοια της
«δικτατορίας του προλεταριάτου» έχει ένα σαφώς προσδιορισμένο ιστορικό
και θεωρητικό περιεχόμενο, η δεύτερη δεν έχει και ούτε ο ίδιος φροντίζει
να της δώσει.
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη
σειρά. Η φράση «οι κομμουνιστές πιστεύουν», μετατρέπει αυτόματα τους
κομμουνιστές (και όχι μόνο -και ο νοών νοείτο), από πολιτικά υποκείμενα
σε… θρησκευτικά υποκείμενα! Διότι, η λέξη «πίστη», φανερώνει μια
μεταφυσική προσέγγιση των κομμουνιστών απέναντι στην πολιτική
πραγματικότητα.
Δεύτερον, λέει ότι «οι κομμουνιστές πιστεύουν στη δικτατορία του προλεταριάτου και εχθρεύονται τη δημοκρατία».
Το ότι θεωρητικά και πολιτικά η δικτατορία του προλεταριάτου, ουδέποτε
υπήρξε δικτατορία με την έννοια που υπήρξαν οι δικτατορίες του αστικού
κόσμου, δεν το αναφέρει. Το ότι η δικτατορία του προλεταριάτου ως
πολιτικός όρος σε καμιά περίπτωση δεν εχθρεύεται τη δημοκρατία, ούτε
αυτό το αναφέρει. Προκειμένου να πείσει δεν ασκεί καν κριτική επί της
έννοιας, αλλά αφήνει το συλλογικό υποσυνείδητο να ταυτίσει τις έννοιες
«δικτατορία του προλεταριάτου» και «δικτατορία», όπως αυτή παίρνει το
εννοιολογικό της περιεχόμενο από την ιστορία του δυτικού κόσμου.
Θα μπορούσε να απαντηθεί, στον κ.
Γεωργιάδη, ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ανώτερη μορφή
δημοκρατίας από τη σημερινή. Ωστόσο αυτή η κριτική θα πέσει στο κενό. Ο
λόγος που αυτή η κριτική απάντηση θα πέσει στο κενό, είναι διότι η
έννοια της «δημοκρατίας» στην εν λόγο πρόταση του κ. Γεωργιάδη (με την
οποία έρχεται σε αντιδιαστολή η «δικτατορία του προλεταριάτου»)
χρησιμοποιείται με α-ιστορικό τρόπο. Ως μια καθολική έννοια, άρα μη
συγκρίσιμη.
Ωστόσο -έτσι για να τον ενημερώσουμε- οι
κομμουνιστές δεν εχθρεύονται τη δημοκρατία γενικά, αλλά τη σημερινή
έκφραση της δημοκρατίας, δηλαδή, την αστική δημοκρατία.
Περί ελευθερίας του λόγου
Αφού, πλέον, έχει φροντίσει να
μπερδέψουμε τις έννοιες με τέτοιο τρόπο που όλα να καλύπτονται από το
περίφημο «πέπλο της άγνοιας», μεταφέρει τη συζήτηση από το γενικό στο
ειδικό ιστορικό.
Λέει: «Αλλά αυτή είναι και η βασική
μας διαφορά. Εμείς και σεβόμαστε τη δική τους γνώμη και εξασφαλίζουμε
την ελευθερία του λόγου και για αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε». Αυτό το κλασικό φιλελεύθερο διακύβευμα («Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες»),
αν και εγγεγραμμένο στις θεωρητικές του ρίζες, ιστορικά κάθε άλλο παρά
πραγματοποιήθηκε με τον τρόπο που υπαινίσσεται ο κ. Γεωργιάδης.
Ο Αδ. Γεωργιάδης μας λέει ότι μιλάμε (οι κομμουνιστές, αλλά και όχι μόνο) ελεύθερα γιατί αυτός (η δεξιά) το εξασφάλισε (εξασφαλίζουμε)!
Ότι, δηλαδή, η ελευθερία του λόγου, όχι ως θεωρητικό διακύβευμα, αλλά
ως πολιτική πράξη, εγγράφεται αποκλειστικά στις ιδέες που υπερασπίζεται
(και άρα στον αντικομμουνισμό!). Τι ψέμα! Μόνο την περίπτωση της Ελλάδας
να πάρουμε, χύθηκαν τόνοι αίματος για αυτήν την περιβόητη ελευθερία του
λόγου, η οποία -στην τυπική της μορφή- αποκαταστάθηκε μόλις το 1974.
Αλλά και με την αποκατάστασή της, καλό
θα ήταν να δούμε και μια άλλη πλευρά αυτής της περιβόητης «ελευθερίας
του λόγου»: Μπορεί να έχουμε την ίδια ελευθερία λόγου με τον Άδωνι, μόνο
που έναν τον ακούνε άλλοι δύο ή τρεις άνθρωποι, ενώ τον Άδωνι τον
ακούει όλη η Ελλάδα. Δεν έχουμε, δηλαδή, την ίδια «πρόσβαση» στην
«ελευθερία του λόγου». Διότι, με αυτήν την έννοια, «ελευθερία του λόγου»
δεν είναι μόνο να λέω ό,τι μου κατεβαίνει, αλλά -το κυριότερο- να
ακούγομαι. Και εδώ, πλέον, ξεφεύγουμε από την τυπική, νομική έκφραση της
ελευθερίας του λόγου και πηγαίνουμε στην ουσία, στο τι, δηλαδή, είναι
πραγματικά η ελευθερία του λόγου.
ΚΚΕ, γκούλαγκ και Χίλτον
Αφού, λοιπόν, φρόντισε να κάνει το άσπρο – μαύρο, έρχεται μετά και ρίχνει το τελειωτικό χτύπημα: «Όπως βλέπετε στο δικό μας πολίτευμα το ΚΚΕ μπορεί να είναι στη Βουλή και ας αμφισβητεί το Σύνταγμα»
Μία (μόνο) παρατήρηση: Το ΚΚΕ (και το
κάθε κόμμα ή κίνηση που αμφισβητεί το Σύνταγμα) δεν είναι στη Βουλή (ή
στην κοινωνία) γιατί το επιτρέπει το πολίτευμα του κ. Γεωργιάδη (μπορεί να…),
αλλά γιατί το ίδιο διεκδίκησε και αγωνίστηκε για αυτήν την περιβόητη
«ελευθερία του λόγου», την ελευθερία του, δηλαδή, να αμφισβητεί το
Σύνταγμα και ως τέτοιο να αγωνίζεται νόμιμα στη «δημοκρατία» του κ.
Γεωργιάδη. (Άσχετο: Όταν οι κυβερνήσεις του κ. Σαμαρά καταπατούσαν
καθημερινά το Σύνταγμα, τους το επέτρεπε το πολίτευμα;).
Στην πράξη, αυτό που λέει ο κ. Γεωργιάδης, είναι ότι το γεγονός πως το ΚΚΕ (και οποιοσδήποτε άλλος) είναι σήμερα ελεύθερο να αμφισβητεί το Σύνταγμα, αύριο, όμως, μπορεί και να μην είναι.
Και αυτό είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ακροτελεύτιας φράσης του: «Αν
κυβερνούσαν όμως οι κομμουνιστές, όπως έκαναν όπου κυβέρνησαν,
εμάς όχι στη Βουλή δε θα μας είχαν, αλλά μάλλον θα ήμασταν στα γκούλαγκ
μπροστά στα οποία τα ξερονήσια μοιάζουν με το Χίλτον».
Αυτό ονομάζεται ιστορικός σχετικισμός ή
αλλιώς «τα βάζω όλα σε ένα τσουβάλι», λάθος ανεπίτρεπτο για έναν
ιστορικό, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι. Ωστόσο, εμείς, δεν θα
μπούμε σε αυτήν τη συζήτηση. Όχι για άλλο λόγο αλλά διότι ανοίγοντάς την
δικαιώνουμε τον κ. Γεωργιάδη και τον τρόπο που αυτός θέτει το ζήτημα.
Αντιθέτως, θα σταθούμε στην ουσία των όσων θέλει πραγματικά να πει.
Ο κ. Γεωργιάδης εξομοιώνει εν τοις
πράγμασι τα γκούλαγκ με τα ξερονήσια. Για την ακρίβεια, θεωρεί τα
ξερονήσια, καλύτερα! Αυτό σημαίνει ότι αν ποτέ οι κομμουνιστές (ή
κάποιοι άλλοι που δε σέβονται το Σύνταγμα και το πολίτευμα) επιδιώξουν
να πάρουν ξανά την εξουσία, τότε θα πρέπει να είναι σαφές ότι για να μην
ανοίξουν οι κομμουνιστές τα γκούλαγκ, θα ανοίξει αυτός και οι φίλοι του τα ξερονήσια.
Η ερώτηση στην οποία απάντησε ο κ. Γεωργιάδης
Τέλος, για να μην υπάρχει καμιά
αμφιβολία για το τι πραγματικά ήθελε να πει ο υποψήφιος πρόεδρος της ΝΔ
(αξιωματική αντιπολίτευση, μην το ξεχνάμε) παραθέτουμε ακριβώς την ερώτηση, όπως αυτή τέθηκε:
«Κύριε Γεωργιάδη, έχετε δηλώσει σε
όλους τους τόνους ότι είστε αντικομμουνιστής και αυτό είναι
καταγεγραμμένο. Αν βγείτε πρόεδρος στη ΝΔ και εν συνεχεία Πρωθυπουργός
(αφού αυτό είναι το ζητούμενο για εσάς στην τελική) τι θα κάνετε? Θα
ανοίξετε τη Μακρόνησο και τα άλλα ξερονήσια για τους κομμουνιστάς? Με
λίγα λόγια, θα είστε Πρωθυπουργός για ΟΛΟΥΣ τους Έλληνες ή μόνο για τους
αντικομμουνιστάς? Αν ισχύει το πρώτο , με ποιό τρόπο θα πείσετε τους
αριστερούς να σας έχουν εμπιστοσύνη σαν πρόσωπο αφού ένας πρωθυπουργός
πρέπει να νοιάζεται για ΟΛΟΥΣ τους πολίτες και αυτοί να τον
εμπιστεύονται?» (διατηρείται η στίξη του πρωτότυπου).