Δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι
στα πρωτοσέλιδα που διακήρυσσαν την αλλαγή σκηνικού με την καθυστερημένη
είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους (ISIS),
όταν Κούρδοι ακτιβιστές προειδοποίησαν στο twitter για το αντίθετο. Το
hashtag #TurkeyIsAttackingKurdsNotISIS (η Τουρκία χτυπάει τους Κούρδους,
όχι το ISIS) εμφανίστηκε πριν από το ξημέρωμα του Σαββάτου, 25 Ιουλίου,
λίγες ώρες μετά τον βομβαρδισμό των θέσεων του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ από
τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα.
Έτσι, αν η Παρασκευή 24 Ιουλίου άρχισε με μια δραματική αλλαγή στην περιοχή –η Τουρκία ανέλαβε απευθείας δράση ενάντια στο ISIS– τελείωσε με ένα γνώριμο σφυροκόπημα ενός παλιού εχθρού, εναντίον του οποίου η Άγκυρα έχει εμμονή από δεκαετίες. Ένα σφυροκόπημα που φανερώνει την τουρκική ακαμψία σχετικά με το Κουρδικό Ζήτημα, ανεξαρτήτως από το αν στην εξουσία βρίσκεται ένας δικτάτορας στρατιωτικός, ένας κεμαλικός ή ένας ισλαμιστής. Δυστυχώς, αυτό συνέβη παρά την κατάπαυση του πυρός μεταξύ της Τουρκίας και του ΡΚΚ, που ίσχυε από τον Μάρτιο του 2013. Υπήρχαν ακόμα ελπίδες για μια σημαντική ειρηνευτική συμφωνία. Τώρα όλα αυτά τα όνειρα για ειρήνευση πνίγηκαν μέσα σε μια τούρκικη λεκάνη.
Κηρύσσοντας τον μονομερή τερματισμό της εκεχειρίας αυτή την εβδομάδα, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι «δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει την [ειρηνευτική] διαδικασία με εκείνους που βάζουν στο στόχαστρο στην εθνική μας ενότητα και την αδελφοσύνη», αναφερόμενος στο εκτός νόμου ΡΚΚ.
Ας είμαστε σαφείς: Οι τουρκικές αρχές ουδέποτε δήλωσαν ότι αποκλειστικός στόχους των βομβαρδιστικών επιδρομών θα είναι το ISIS. Ανακοινώνοντας την εκστρατεία την περασμένη εβδομάδα, ο πρωθυπουργός Αχμέντ Νταβούτογλου ξεκαθάριζε πως το ότι στη λίστα των εχθρών της Άγκυρας περιλαμβάνονται σημεία που ελέγχει το ISIS, δεν σημαίνει ότι οι πραγματικοί εχθροί –το PKK και το καθεστώς Άσαντ– κατατάσσονται χαμηλότερα στη λίστα αυτή. «Η Τουρκία δεν μπορεί να μένει άπραγη όταν Κούρδοι αριστεροί και μαχητές του Ισλαμικού Κράτους στοχεύουν την Τουρκία», είπε ο Νταβούτογλου. «Θα λάβουμε όλα τα αναγκαία μέτρα εναντίον αυτών που συνιστούν απειλή για τα σύνορα μας».
Σημειώστε τις προτεραιότητες: Κούρδοι, αριστεροί, και μετά το ISIS.
Tην τελευταία εβδομάδα, η Τουρκία έχει συλλάβει πάνω από 1.000 ύποπτους ως μέλη του ISIS, του PKK και αριστερών ομάδων. Προνομιακός αριστερός στόχος του Ερντογάν, όπως φαίνεται, είναι το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), το φιλοκουρδικό κόμμα, το οποίο έγραψε ιστορία στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουνίου, όταν ξεπέρασε το όριο του 10% και μπήκε για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο.
Η ομοβροντία του προέδρου της Τουρκίας εναντίον του HDP ξεκίνησε στις 22 Ιουλίου, όταν η στρατιωτική πτέρυγα του PKK ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία δύο τούρκων αστυνομικών στη Σανλιούρφα, ως εκδίκηση για τη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας δύο ημέρες νωρίτερα στο Σουρούτς, στην οποία σκοτώθηκαν 32 άνθρωποι. Οι τουρκικές αρχές αναφέρουν ότι τη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας πραγματοποίησε το ISIS, αν και δεν έχει αναλάβει την ευθύνη για την επίθεση. Λίγο μετά τα γεγονότα στη Σανλιούρφα, ο Ερντογάν κατηγόρησε το HDP για μη επαρκή καταδίκη της επίθεσης. «Είναι αισχρό για κύκλους που έχουν ανοιχτά παραδεχτεί ότι στηρίζονται στην [τρομοκρατική] οργάνωση, να μην είναι σε θέση να δείξουν θάρρος να καταδικάσουν, και, αντιθέτως, σιωπούν για τις ωμές [τρομοκρατικές] πράξεις του PKK», είπε.
Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω ποιος βαθμός καταδίκης θα ικανοποιούσε τον Ερντογάν. Παραθέτω ένα απόσπασμα της δήλωσης του ηγέτη του HDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς μετά τη δολοφονία των αστυνομικών στη Σανλιούρφα: «Χάσαμε 32 έξοχους νέους [στην επίθεση αυτοκτονίας στο Σουρούτς], αλλά το αίμα δεν μπορεί να ξεπλυθεί με αίμα. Θα συνεχίσουμε τον ειρηνικό, δημοκρατικό αγώνα, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Ως HDP, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να εγκρίνουμε τέτοιες ενέργειες. Ως λαός, έχουμε χάσει πάρα πολλές ζωές, έχουμε χύσει πάρα πολλά δάκρυα. Ωστόσο, ο τρόπος για να απαλύνουμε τον πόνο δεν είναι να ξαναξεκινήσουμε την ένοπλη σύγκρουση».
Η απειλή του κουρδικού κράτους
Η αλήθεια είναι ότι για τον Ερντογάν, την πραγματική απειλή συνιστά ο ωραίος, νέος, φωτογενής Ντεμιρτάς, ο οποίος οδήγησε το κόμμα του σε μια ιστορική νίκη, ενώνοντας φιλελεύθερους και αριστερούς –συμπεριλαμβανομένων και ομάδων για τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλοφίλων– χτυπώντας καμπανάκι για τις αχαλίνωτες πολιτικές φιλοδοξίες του Ερντογάν. Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), δεν έχει ακόμη καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Οι πρόωρες εκλογές φαίνονται πιθανές, κι έτσι ο νεοοθωμανός εν αναμονή σουλτάνος της Τουρκίας έχει σοβαρούς λόγους να προσφεύγει στον λαϊκισμό. Όλοι γνωρίζουμε ότι η Τουρκία άρχισε τον αγώνα κατά του ISIS έπειτα από μήνες συντονισμένων πιέσεων των ΗΠΑ. Αλλά η αλλαγή πολιτικής δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της υποταγής της Άγκυρας στην Ουάσιγκτον. Υπάρχουν ακόμα πιο σημαντικά τουρκικά συμφέροντα που διακυβεύονται, με σημαντικότερο τον έλεγχο τεράστιων περιοχών από τους Κούρδους της Συρίας στα τουρκοσυριακά σύνορα, περιοχές τις οποίες η Άγκυρας θα ήθελε να χαρακτηριστούν «ζώνη ασφαλείας», αλλά το σχέδιό της απορρίφθηκε.
Με το πέρασμα του ελέγχου της συνοριακής πόλης Τελ Αμπιάντ της Συρίας από το ISIS στις κουρδικές Ομάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG, το συριακό τμήμα του PKK), τον Ιούνιο, oι Κούρδοι της Συρίας κατάφεραν να ενώσουν δύο θύλακες υπό κουρδικό έλεγχο. Το μόνο που μένει τώρα είναι μια ώθηση προς τα δυτικά για να συνδεθούν με τον επίσης ελεγχόμενο θύλακα του Αφρίν, βόρεια της στρατηγικής περιοχής του Χαλεπιού. Ωστόσο, για να γίνει αυτό, οι Κούρδοι πρέπει να απωθήσουν το ISIS και τους Άραβες σουνίτες που ζουν στην περιοχή.
Όπως πάντα, οι Κούρδοι υπολογίζονται ως πιστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου. Aν μπουν στην πλάστιγγα με την πρόσβαση των πολεμικών αεροπλάνων των ΗΠΑ στη στρατηγικής σημασίας αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ της Τουρκίας, τότε δεν αξίζουν τίποτα. Για την Ουάσιγκτον, το ζήτημα τίθεται σ’ αυτή τη βάση, και δεν την απασχολούν τα δικαιώματα των Κούρδων και οι προσδοκίες τους.
Τα κλωσσόπουλα της τζιχάντ γυρνούν στη φωλιά τους
Μέσα σε μία εβδομάδα, η Τουρκία αντιμετώπισε τις επιπτώσεις των καταστροφικών πολιτικών του Ερντογάν σε δύο μέτωπα. Μετά από χρόνια φιλοϊσλαμιστικής πολιτικής στη Συρία, κατά τη διάρκεια των οποίων εξόπλιζε αντάρτες διαφόρων αποχρώσεων και επέτρεπε την κυκλοφορία μαχητών στον «αυτοκινητόδρομο Τζιχάντ» από την Τουρκία προς τη Συρία, στην προσπάθεια της ανατροπής του Άσαντ, ο Ερντογάν έχει αρχίσει να αισθάνεται τη ζέστη καθώς τα κλωσσόπουλα επιστρέφουν στη φωλιά τους. Αν το ISIS είναι πράγματι ο εγκέφαλος της βομβιστικής επίθεσης αυτοκτονίας στο Σουρούτς, το γεγονός υπογραμμίζει τα διδάγματα που η διεθνής κοινότητα έχει από καιρό πάρει από χώρες όπως το Πακιστάν: δεν μπορείς να παίζεις το κομμάτι «καλοί ισλαμιστές – κακοί ισλαμιστές» για να αποσταθεροποιήσεις ένα γειτονικό κράτος και να περιμένεις ότι η μουσική της Τζιχάντ δεν θα ακουστεί και στο σπίτι σου.
Από τη μία πλευρά, με την ένταξή της στον διεθνή αγώνα κατά του ISIS η Τουρκία έχει θέσει τον εαυτό της στο στόχαστρο ομάδων τζιχαντιστών. Σε περίπτωση που το ISIS επιλέξει να ακολουθήσει την στρατηγική των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας σε εύκολους στόχους στην Τουρκία, μπορεί εύκολα να το κάνει: υπάρχουν πολλοί ριζοσπαστικοποιημένοι νεαροί στο εσωτερικό της χώρας έτοιμοι να ακολουθήσουν.
Στο εγχώριο μέτωπο, ο Ερντογάν έχει σπαταλήσει το διπλωματικό του κεφάλαιο για το Κουρδικό σε έναν πολιτικό υπολογισμό που απέτυχε. Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, με τον ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν ξεκίνησαν κρυφά το 2012 και φαινόταν να πηγαίνουν περίφημα τον Μάρτιο του 2013, όταν ο φυλακισμένος Κούρδος ηγέτης έκανε μια πρωτοφανή δήλωση με αφορμή τη Νεβρόζ (την απαγορευμένη κάποτε κουρδική Πρωτοχρονιά), καλώντας τους μαχητές του ΡΚΚ να κατεβάσουν τα όπλα τους και να αναζητήσουν μια δημοκρατική λύση στο Κουρδικό.
Όμως, κάποιους μήνες αργότερα, ο Ερντογάν άλλαξε απότομα πορεία, επιπλήττοντας μέλη του δικού του κόμματος για τα σχέδια παραχωρήσεων στους Κούρδους και προωθώντας ένα νομοσχέδιο ασφάλειας μέσω του οποίου δίνονταν απεριόριστες εξουσίες στην αστυνομία – κόκκινο πανί για τους Κούρδους που έχουν αντιμετωπίσει τη βαρβαρότητά της. Βέβαια, η στροφή στην αυξανόμενη αυταρχικότητα ήταν κομμάτι της προεκλογικής τακτικής του Ερντογάν. Οι γενικές εκλογές του Ιουνίου του 2015 ήταν κοντά και από τότε που έγινε πρόεδρος, «ο ισχυρός άνδρας της Κασίμπασα» (της σκληρής γειτονιάς των παιδικών χρόνων του Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη) έχει στραμμένη την προσοχή του σε έναν στόχο: ένα νέο Σύνταγμα που θα αυξήσει την ισχύ του ως προέδρου της Τουρκίας.
Το πολιτικό στοίχημα του Ερντογάν, ασφαλώς, απέτυχε. Στις εκλογές του Ιουνίου το HDP κέρδισε το 13% των ψήφων. Οι Κούρδοι, οι οποίοι αποτελούν το 20% των 78 εκατομμυρίων κατοίκων της Τουρκίας, εγκατέλειψαν τον Ερντογάν και το κόμμα του, το ΑΚΡ. Το καρφί στο φέρετρο ήταν, όπως φαίνεται, το Κομπάνι.
Το Κομπάνι και η σημασία του
Το φθινόπωρο του 2014, καθώς οι τουρκικές πλαγιές κατά μήκος των συνόρων με το Κομπάνι μετατράπηκαν σε ένα γιγαντιαίο, νοσηρό πεδίο με ομάδες Κούρδων να παρακολουθούν ανήμποροι τους αδελφούς τους να μάχονται απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, ο αντι-Ερντογάν πυρετός ανέβαινε. Η Άγκυρα, εκείνη την εποχή, εμπόδιζε τους Κούρδους της Τουρκίας να μεταβούν στο Κομπάνι (υπό την πίεση των ΗΠΑ, η Τουρκία τελικά λύγισε), ενώ δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει την επίθεση των τζιχαντιστών. Ήταν διαδεδομένη πεποίθηση ότι η Τουρκία συνεργαζόταν με το ISIS ισχυρισμό τον οποίο η Άγκυρα σθεναρά αρνιόταν. Στα καφενεία, τα παζάρια, τα σπίτια και τα γραφεία σε όλη την κουρδοκρατούμενη νοτιοανατολική Τουρκία, βομβαρδιζόμουν με θεωρίες συνωμοσίας για τον Ερντογάν, ενώ οι κουρδόφωνοι τηλεοπτικοί σταθμοί που εκπέμπουν από διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις παρείχαν non-stop κάλυψη από το Κομπάνι, συμπεριλαμβανομένων των κηδειών των «μαρτύρων» που σκοτώθηκαν στη μάχη.
Ο πόλεμος και οι δημοσκοπήσεις
Δεδομένου ότι ο αγώνας των Κούρδων εναντίον του ISIS φούντωσε το προηγούμενο έτος, η μακρόχρονη νηνεμία στην αδελφοκτόνο διαμάχη μεταξύ ισλαμιστών και αριστερών Κούρδων άρχισε να απειλείται. Τον Οκτώβριο του 2014, μεσούσης της κρίσης στο Κομπάνι, οι συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών του HDP και του ισλαμιστικού Hur Dava Partisi (Huda-Par) εξαπλώθηκαν από το Ντιγιαρμπακίρ σε άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα περίπου 30 θανάτους μέσα σε μία εβδομάδα, προτού αποκατασταθεί η ηρεμία.
Μετά τις εκλογές του Ιουνίου ωστόσο, η βία στους δρόμους ξέσπασε ξανά με τρία μέλη του νικηφόρου HDP να σκοτώνονται λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του ηγέτη μιας ισλαμιστικής φιλανθρωπικής οργάνωσης που συνδέεται με το Huda-Par. Απαντώντας στη βία, ο ηγέτης του HDP Ντεμιρτάς,κατηγόρησε «σκοτεινές δυνάμεις» που προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν τις κουρδικές περιοχές, και κατηγόρησε την κυβέρνηση για σκόπιμη αδράνεια. «Η κυβέρνηση απουσιάζει από παντού. Θα νόμιζε κανείς ότι περιμένει η κατάσταση να εξελιχθεί σε εμφύλιο πόλεμο, έτσι ώστε να μπορεί να πει “Δείτε πόσο πολύτιμο είναι το [κυβερνών] ΑΚΡ”», είπε στους δημοσιογράφους στην Άγκυρα.
Τίποτα, όπως φαίνεται, δεν έχει αλλάξει. Το ΑΚΡ δεν έχει ακόμη αποδείξει την αξία του στον τουρκικό λαό ενόψει των πιθανών επικείμενων εκλογών. Η άμεση εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο ενάντια στο ISIS την περασμένη εβδομάδα ώθησε μια σειρά επικριτές του Ερντογάν να αναρωτηθούν αν, βάζοντας τη χώρα σε πόλεμο, ο πρόεδρος της Τουρκίας προσπαθεί να κερδίσει την λαϊκή υποστήριξη πριν τις εκλογές. Η ιστορία έχει δείξει ότι οι πόλεμοι μπορεί να συσπειρώσουν μαζικά τους πολίτες. Αλλά αν είναι κακοσχεδιασμένοι, καταστροφικοί ή πολύ δαπανηροί, η άποψη της κοινής γνώμης μπορεί να αλλάξει.
Η αδυναμία του Ερντογάν στο να αντιληφθεί και να δράσει ενάντια στη ισλαμιστική απειλή τον εμπόδισε να κερδίσει οπαδούς από την δεξιά που θεωρεί την ασφάλεια ως μείζον ζήτημα. Το αυταρχικό ισλαμιστικό ύφος του δημιουργεί διαρροές από τα αριστερά. Και όσο για τους Κούρδους ψηφοφόρους, απλά το ξεχνάμε. Η ιστορία έχει δείξει, επίσης, ότι φαινομενικά αήττητοι ηγέτες μπορούν να εξαναγκαστούν ήπια –ή όχι και τόσο ήπια– σε αποχαιρετισμό. Η ισχύς των κραταιών Οθωμανών εξάλλου, δεν κράτησε για πάντα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί κάτι διαφορετικό με τους νέο-Οθωμανούς.
Η Leela Jacinto είναι δημοσιογράφος, συνεργάτρια του France 24, ειδικευμένη σε θέματα Μέσης Ανατολής και Νότιας Ασίας. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Foreign Policy», 29.7.2015.
Μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης