03 Αυγούστου 2015

Συμφωνία μέσω πραξικοπημάτων και εκβιασμών

Αναστρέφοντας και επικαιροποιώντας την κλασική μαρξική ρήξη, μπορούμε να διαπιστώσουμε ξεκάθαρα ότι ένα τέρας πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Είναι το τέρας του ολοκληρωτισμού, είναι μια σύγχρονη νεοναζιστικού χαρακτήρα και αντίληψης πολιτικοοικονομική δικτατορία, που οδηγεί τους λαούς της Ευρώπης στην υποδούλωση και την καταστροφή.
Συμφωνία μέσω πραξικοπημάτων και εκβιασμών Τα όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο Σαββατοκύριακο στο Eurogroup και στη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της «Ευρωζώνης» αποτελούν –σε μικρογραφία μεν, αλλά με ανάγλυφα τα δομικά της χαρακτηριστικά– την εικόνα της Ευρώπης στο (όχι μακρινό) μέλλον. Αυτή η ξεκάθαρη εικόνα της δομής των εξουσιών και των αυταρχικών - νεοναζιστικού χαρακτήρα αντιλήψεων της γερμανικής ελίτ και των «συμμάχων» της κρυβόταν μέχρι σήμερα κάτω από το χαλί. Είναι τουλάχιστον παρήγορο και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, αντιμετώπισαν στην πράξη, με τους εκβιασμούς και τις πρακτικές μιας πολιτικής μαφίας που ασκήθηκαν στη χώρα μας, το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να βρεθούν σε παρόμοια θέση στο εγγύς μέλλον, εάν επιτρέψουν στη σημερινή γερμανική πολιτικοοικονομική δικτατορία να ασκεί, να αναπαράγει και να διευρύνει την εξουσία της.

Οι ευρωπαϊκοί λαοί, η παγκόσμια κοινότητα, κάθε σοβαρός αναλυτής, πολιτικός, διανοούμενος κατανόησαν ότι η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε με το πιστόλι στον κρόταφο σε μια –κατ’ ευφημισμόν– διαπραγμάτευση, όπου το ισχυρότερο «επιχείρημα» της γερμανικής ηγεσίας ήταν η έξοδος της Ελλάδας από την «Ευρωζώνη». Άλλωστε, ποτέ δεν διαπραγματεύτηκαν οι «θεσμοί» και η γερμανική ελίτ με την ελληνική κυβέρνηση, αφού είχαν προσχεδιάσει και υλοποιούσαν συστηματικά από τις 26 Ιανουαρίου του 2015 τη μέθοδο της ανατροπής της. Ο ίδιος ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, άλλωστε, από τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου εξήγησε στον Γιάνη Βαρουφάκη ότι εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν υποκύψει θα ενεργοποιήσουν, μέσω της πλήρους περικοπής της ρευστότητας, το capital control και θα καταστρέψουν μέσα σε λίγες μέρες την ελληνική οικονομία.

Τι επιχειρήθηκε και επιχειρείται μέσω της (όποιας τελικής) συμφωνίας από τη γερμανική ηγεσία;
Πρώτον, η συνέχιση της ύφεσης και της λιτότητας ώστε να μην αμφισβητηθεί η οικονομική βάση μέσω της οποίας αναπαράγεται η γερμανική ολιγαρχική εξουσία.

Δεύτερον –και ίσως πιο σημαντικό–, η ταπείνωση του ελληνικού λαού, που τόλμησε να διεκδικήσει το δικαίωμα να επιβιώσει και να μπορεί να εκλέγει ο ίδιος τις κυβερνήσεις του, και παράλληλα η απαξίωση, η αποδυνάμωση και ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης με αντικατάστασή της από μια κυβέρνηση τεχνοκρατών. Η απώλεια των ιδεολογικών χαρακτηριστικών, της «φυσιογνωμίας», της σχέσης με την κοινωνία της σημερινής κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής της ισχύος συνιστούν το ιδεολογικοπολιτικό «οπλοστάσιο» της γερμανικής ελίτ.

Μια ψύχραιμη και σε βάθος προσέγγιση δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να σταθεί στην απλή απαρίθμηση των αρνητικών και θετικών στοιχείων της συμφωνίας, αλλά να αναζητήσει τα δομικά, οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που καθιστούν τη συμφωνία πολιτικά διαχειρίσιμη ή, αντίθετα, μπορούν να τη χαρακτηρίσουν ως μια «χαμένη άνοιξη» της σημερινής κυβέρνησης.

Ένα σαφώς δομικού χαρακτήρα αρνητικό στοιχείο είναι η συνέχιση της ύφεσης και της ακραίας λιτότητας. Αυτό το στοιχείο, εάν δεν «αντισταθμιστεί» μέσα από ένα πρόγραμμα ανόρθωσης, θα αποτελεί συνεχές ανασταλτικό στοιχείο, με κρίσιμες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές επιπτώσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να επισημανθεί ότι ορισμένες «μεταρρυθμίσεις» δεν έχουν δημοσιονομικό στόχο, αλλά αμιγώς ιδεολογικό και αποβλέπουν στην αποϊδεολογικοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής και στην επικράτηση μιας τεχνοκρατικής μνημονιακής - νεοφιλελεύθερης αντίληψης.
 
Κοινωνικό - ταξικό «πρόσημο»
Ποιο είναι το ιδεολογικοπολιτικό «αντίβαρο» που μπορεί να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση; Το κοινωνικό - ταξικό στοιχείο κατανομής των βαρών, το χτύπημα της διαπλοκής, η ριζική αντιμετώπιση του κυκλώματος της φοροδιαφυγής, η ενίσχυση των πλέον αδύναμων στρωμάτων, η πολιτική κουλτούρα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας αποτελούν ισχυρά ενισχυτικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της κυβέρνησης στη δύσκολη πορεία της επόμενης περιόδου.

Ένα εξίσου ισχυρό όπλο στα χέρια της σημερινής πλειοψηφίας είναι η πολιτική διαχείριση του χρόνου σε μεσοπρόθεσμο διάστημα. Ο πολιτικός τρόπος που θα διαχειριστεί η σημερινή εξουσία το τριετές διάστημα αποτελεί σίγουρα τον πιο αποφασιστικό παράγοντα. Κι αυτό γιατί η διασφάλιση της σταθερότητας σ’ αυτό το διάστημα, η ορθολογική, συντονισμένη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων (δεν πρέπει να πάει χαμένο ούτε ένα ευρώ) μπορεί να συνδεθούν σε πολιτικό επίπεδο με ευρύτερες αλλαγές που είναι πιθανό να συντελεστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με απαρχή τις εκλογικές αναμετρήσεις του φθινοπώρου στην Ισπανία και στη συνέχεια στην Πορτογαλία.
Σ’ αυτό το σημείο η αποφυγή μιας προσωρινής πεντάμηνης συμφωνίας που θα χρησιμοποιούνταν ως το «δεύτερο ημίχρονο» για την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί σοβαρή επιτυχία. Η αξιοποίηση, συνεπώς, του πολιτικού χρόνου αποτελεί μείζονα προτεραιότητα.
 
Οι ευθύνες για να μην έχουμε νέους «Παπαδήμους»
Το γερμανικό πραξικόπημα της «αριστερής παρένθεσης» δεν πέτυχε, παρ’ όλη την αποδυνάμωση της ελληνικής κυβέρνησης μπροστά σε πλήρως αρνητικούς συσχετισμούς.Αυτό σημαίνει ότι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα θα πρέπει να στηριχτεί αποφασιστικά και σε κομματικό και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Τα σχέδια του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και της Άνγκελα Μέρκελ για την πτώση της σημερινής κυβέρνησης και την αντικατάστασή της από μαριονέτες δεν μπορεί και δεν πρέπει να πραγματοποιηθούν ποτέ ως αποτέλεσμα επιλογών από πρόσωπα και «αντιλήψεις» που, εν ονόματι μιας «καθαρότητας», εγκαταλείπουν τη μάχη που τώρα αρχίζει και αποσύρονται στα «ιδεολογικά εργαστήριά» τους.

Το «όχι» του ελληνικού λαού δεν είναι μόνο μια διακήρυξη ελευθερίας και περηφάνιας, αλλά και μια εντολή στη σημερινή κυβέρνηση και στον σημερινό πρωθυπουργό να συνεχίσουν να αγωνίζονται για τα συμφέροντά του, για τις αξίες του, για το μέλλον των παιδιών του. Και αυτή την εντολή, αυτή την εμπιστοσύνη, αυτή την προσδοκία δεν έχει κανένας το δικαίωμα να τη διαψεύσει και να την ακυρώσει.«Η ηθική των σκοπών και η ηθική της ευθύνης είναι αντίθετες, αλλά η μία συμπληρώνει την άλλη και μόνο μαζί συγκροτούν τον ηγέτη, τον άνθρωπο που έχει για προορισμό του την πολιτική» (Μαξ Βέμπερ, Η πολιτική ως επάγγελμα).
 
Δημοσιεύθηκε στα "Επίκαιρα", στο τεύχος 298, 17/7/2015.
 του Μενέλαου Γκίβαλου, Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών