Η διαπραγμάτευση της Αθήνας με τους εταίρους της
στην Ευρωζώνη είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που η
ουσία βρίσκεται σε μετωπική αντιπαράθεση με τις επικοινωνιακές ανάγκες
του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Η ουσία είναι η αδιαμφισβήτητη
διαπίστωση ότι δεν υπάρχει σενάριο ρήξης με την Αθήνα καθώς ουδείς θα
αναλάμβανε την ευθύνη και πολύ περισσότερο η Γερμανία να οδηγήσει την
Ευρωζώνη σε αχαρτογράφητη περιοχή. Σε μια στιγμή που το στοίχημα Ντράγκι
για αποτροπή του σπιράλ αποπληθωρισμού μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης
παραμένει ζητούμενο και όπου οι διακυμάνσεις του κόστους κρατικού
δανεισμού διαλύει τον μύθο της ανάκαμψης σε Πορτογαλία και Ιρλανδία.
Σε μια στιγμή που την άνοιξη του 2017 με ταυτόχρονο δημοψήφισμα στη Βρετανία με πιθανό το «Ναι» στην αποχώρηση από την ΕΕ και η προεδρική εκλογή στη Γαλλία με τη Λεπέν να ενισχύει συνεχώς τη θέση της με αιχμή του δόρατος δημοψήφισμα για παραμονή ή όχι στην ΕΕ συνιστούν έναν εφιάλτη. Αν ένας συμβιβασμός με την Αθήνα είναι μονόδρομος, θα πρέπει όμως ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του να παρουσιασθεί σε Βρυξέλλες και Βερολίνο ως πλήρη υποταγή της Ελλάδας σε ένα δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο. Με άλλα λόγια, αν οι πολιτικές εξελίξεις κυρίως στη Βρετανία και τη Γαλλία υπαγορεύουν στο Βερολίνο γρήγορη και συμβιβαστική διευθέτηση της διαπραγμάτευσης με την Αθήνα, οι ίδιοι λόγοι επιβάλλουν επικοινωνιακό περιτύλιγμα πλήρους υποχώρησης της ελληνικής πλευράς.
Το ζητούμενο είναι η όποια διευθέτηση να μη νομιμοποιήσει ένα ντόμινο αιτημάτων από τους Κάμερον, Ολάντ - Βαλς και Ρέντσι όχι για σιωπηρή αλλά για δημόσια και ρητή χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας, μια εξέλιξη που θα τροφοδοτούσε τον ευρωσκεπικισμό στη Γερμανία, με την Εναλλακτική να καραδοκεί να εισπράξει τη δυσαρέσκεια. Ετσι να μην εκπλαγούμε αν η τελική φάση της διαπραγμάτευσης τις επόμενες μέρες συνοδευθεί από κλιμάκωση της ρητορικής των πιέσεων προς την Αθήνα.
Τηρουμένων των αναλογιών, η παραπάνω συγκυρία θυμίζει τις περιορισμένες αλλά υπαρκτές αποκλίσεις από το σοβιετικό μοντέλο που εξασφάλισαν μετά το 1956 ο Γκομούλκα στην Πολωνία και ο Καντάρ στην Ουγγαρία. Μια αμοιβαία επωφελής για τη Μόσχα από τη μια μεριά και τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία από την άλλη Ρεαλπολιτίκ που εξασφάλιζε σταθερότητα και συνοχή για το Ανατολικό Μπλοκ και δεν έφερνε σε δύσκολη θέση τους νομιμόφρονες Ούλμπριχτ και Νοβότνι στην Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία αντίστοιχα.
Σε μια στιγμή που την άνοιξη του 2017 με ταυτόχρονο δημοψήφισμα στη Βρετανία με πιθανό το «Ναι» στην αποχώρηση από την ΕΕ και η προεδρική εκλογή στη Γαλλία με τη Λεπέν να ενισχύει συνεχώς τη θέση της με αιχμή του δόρατος δημοψήφισμα για παραμονή ή όχι στην ΕΕ συνιστούν έναν εφιάλτη. Αν ένας συμβιβασμός με την Αθήνα είναι μονόδρομος, θα πρέπει όμως ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του να παρουσιασθεί σε Βρυξέλλες και Βερολίνο ως πλήρη υποταγή της Ελλάδας σε ένα δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο. Με άλλα λόγια, αν οι πολιτικές εξελίξεις κυρίως στη Βρετανία και τη Γαλλία υπαγορεύουν στο Βερολίνο γρήγορη και συμβιβαστική διευθέτηση της διαπραγμάτευσης με την Αθήνα, οι ίδιοι λόγοι επιβάλλουν επικοινωνιακό περιτύλιγμα πλήρους υποχώρησης της ελληνικής πλευράς.
Το ζητούμενο είναι η όποια διευθέτηση να μη νομιμοποιήσει ένα ντόμινο αιτημάτων από τους Κάμερον, Ολάντ - Βαλς και Ρέντσι όχι για σιωπηρή αλλά για δημόσια και ρητή χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας, μια εξέλιξη που θα τροφοδοτούσε τον ευρωσκεπικισμό στη Γερμανία, με την Εναλλακτική να καραδοκεί να εισπράξει τη δυσαρέσκεια. Ετσι να μην εκπλαγούμε αν η τελική φάση της διαπραγμάτευσης τις επόμενες μέρες συνοδευθεί από κλιμάκωση της ρητορικής των πιέσεων προς την Αθήνα.
Τηρουμένων των αναλογιών, η παραπάνω συγκυρία θυμίζει τις περιορισμένες αλλά υπαρκτές αποκλίσεις από το σοβιετικό μοντέλο που εξασφάλισαν μετά το 1956 ο Γκομούλκα στην Πολωνία και ο Καντάρ στην Ουγγαρία. Μια αμοιβαία επωφελής για τη Μόσχα από τη μια μεριά και τη Βουδαπέστη και τη Βαρσοβία από την άλλη Ρεαλπολιτίκ που εξασφάλιζε σταθερότητα και συνοχή για το Ανατολικό Μπλοκ και δεν έφερνε σε δύσκολη θέση τους νομιμόφρονες Ούλμπριχτ και Νοβότνι στην Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία αντίστοιχα.