Στρατηγικό εφιάλτη αποτελεί για
τις ΗΠΑ η αποτυχία της Γερμανίας να διαχειριστεί την ουκρανική κρίση και
την ελληνική διαπραγμάτευση |
Συντάκτης:
Μετά τον Μπους τον νεότερο, οι ΗΠΑ προσπαθούν να οργανώσουν εκ νέου την ηγεμονία τους και
να αντιμετωπίσουν τις απειλές εναντίον αυτής της ηγεμονίας με δύο
τρόπους. Ο ένας τρόπος είναι ο συνδυασμός τεχνολογίας και υπηρεσιών
πληροφοριών για την καταπολέμηση ασύμμετρων απειλών, δηλαδή των
οργανώσεων τύπου Αλ Κάιντα, με εμβληματικό μέσο τα μη επανδρωμένα
αεροσκάφη (drones). Ο άλλος και πιο σημαντικός για την παγκόσμια
ηγεμονία είναι μέσω περιφερειακών ηγετικών δυνάμεων που θα
αντισταθμίζουν πιθανές απειλές για την αμερικανική ηγεμονία και θα
απολαμβάνουν ως αντάλλαγμα μια αυτονομία κινήσεων στην περιφέρειά τους.
Στη Μέση Ανατολή η ανεύρεση τέτοιων συμμάχων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η Αίγυπτος είναι ακόμη πολιτικά ασταθής. Η Σαουδική Αραβία δυσπιστεί απέναντι στις αμερικανικές προθέσεις μετά το «άδειασμα» του πιστού συμμάχου Χόσνι Μουμπάρακ και, ίσως το σημαντικότερο, δεν διαθέτει ισχυρό στρατό. Η Τουρκία του Ερντογάν παραμένει απρόβλεπτη για την Ουάσινγκτον και η έντονη αντι-ισραηλινή ρητορική της δημιουργεί εχθρούς στο Κογκρέσο. Το Ισραήλ με τη σχεδόν παθολογική προσήλωσή του στην ιρανική απειλή και κυρίως με την άρνησή του να προωθήσει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση του Παλαιστινιακού χάνει τη δυνατότητα ελιγμών που χρειάζεται ένας περιφερειακός ηγέτης. Στην Ανατολική Ασία οι ΗΠΑ φαίνεται να προσεγγίζουν την Ινδία ως μια ηγετική δύναμη που θα μπορεί να συσπειρώσει περιφερειακές συμμαχίες εξισορροπώντας την Κίνα. Μάλιστα οι ΗΠΑ φαίνεται να προτιμούν μια «ολιγομερή» (mini-lateral) ή τριμερή συνεργασία με την Ινδία και την Ιαπωνία για την εξισορρόπηση της αύξησης της κινεζικής ισχύος.
Στην περιοχή της Ευρώπης οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν επιλέξει τη Γερμανία ως ηγετική δύναμη, αφού οι Βρετανοί έχουν, μάλλον ανόητα, αποσυρθεί από την Ευρώπη. Η «συμφωνία» ΗΠΑ και Γερμανίας είναι ότι η δεύτερη θα εξασφαλίζει περιφερειακή σταθερότητα και ότι η ευρωζώνη είναι ο χώρος απόλυτης αυτονομίας για τη Γερμανία. Πρόβλημα όμως δημιουργεί η αδυναμία της Γερμανίας να ισορροπήσει τη Ρωσία, καθώς οι οικονομικές κυρώσεις (αν και τραυματίζουν σοβαρά τη ρωσική οικονομία) δεν φέρνουν αλλαγή στην πολιτική της Μόσχας. Οι πρωτοβουλίες που έλαβε το Βερολίνο είτε πριν από το ξέσπασμα του εμφυλίου είτε πρόσφατα στο Μινσκ δεν πέτυχαν ούτε καν βιώσιμη εκεχειρία μεταξύ των δύο πλευρών.
Στην αποτυχία της Γερμανίας να διαχειριστεί την ουκρανική κρίση, ήρθε και ο κίνδυνος κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Σε ένα σενάριο όπου θα μαινόταν ο ουκρανικός εμφύλιος και η Ελλάδα θα βρισκόταν σε οικονομική ή ακόμη χειρότερα πολιτική κατάρρευση, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να επέμβουν οι ίδιες στην Ευρώπη ξανά, πράγμα που αποτελεί στρατηγικό εφιάλτη τους.
Η κατάσταση στη Λιβύη και τη Συρία οξύνει το πρόβλημα. Θα σήμαινε ότι τεράστιοι οικονομικοί, πολιτικοί ακόμη και στρατιωτικοί (στην περίπτωση της Ουκρανίας) πόροι θα έπρεπε να διοχετευτούν στην Ευρώπη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην επέμβασή τους στη γιουγκοσλαβική κρίση τη δεκαετία του 1990. Μια τέτοια επέμβαση θα δυσχέραινε, αν δεν ακύρωνε για μεγάλο διάστημα τις προσπάθειες μετάθεσης του κέντρου βάρους της αμερικανικής στρατηγικής στην Κίνα και τον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ επείγονται μάλιστα για την υπογραφή και γρήγορη εφαρμογή της «αόρατης» συμφωνίας Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP) που θεωρούν ότι θα δώσει μεγάλη ώθηση στις αμερικανικές εξαγωγές και επενδύσεις. Μια ευρωζώνη σε αναταραχή και οικονομική αστάθεια δυσκολεύει τα πράγματα. Η πεισματική επιμονή της γερμανικής κυβέρνησης σε πολιτικές λιτότητας, που ούτως ή άλλως θεωρούνταν αναποτελεσματικές από τη διακυβέρνηση Ομπάμα, προξενούσαν κίνδυνο για την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Η Γερμανία δεν δημιουργούσε ούτε στο ουκρανικό ζήτημα ούτε στην ελληνική διαπραγμάτευση τις συνθήκες περιφερειακής σταθερότητας που επιθυμούν οι ΗΠΑ.
Συνεπώς η Ουάσινγκτον βρέθηκε σε ένα δίλημμα: να πιέσει αποτελεσματικά τη Γερμανία για συμβιβασμό με την Ελλάδα και συνεπώς να «υπερβεί» τη συμφωνία για γερμανική «ηγεμονία» στην ευρωζώνη ή να δώσει ακόμη μια ευκαιρία στη Γερμανία και την «ηγεμονία» της; Οι πρώτες πολύ ενθαρρυντικές για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δηλώσεις του προέδρου Ομπάμα και η εργώδης διπλωματία του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, που σύμφωνα με δημοσιεύματα επέμενε σε μια πιο συντηρητική γραμμή, αναδεικνύουν ίσως το δίλημμα αυτό. Τελικά οι Αμερικανοί έκαναν αυτό που φαινόταν ευκολότερο, να πιέσουν δηλαδή περισσότερο τον πιο αδύναμο, την Ελλάδα. Το αν η δεύτερη ευκαιρία που έδωσαν στη γερμανική «ηγεμονία» θα φέρει σταθερότητα στην Ευρώπη μένει να κριθεί.
* αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνου του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών,
Στη Μέση Ανατολή η ανεύρεση τέτοιων συμμάχων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η Αίγυπτος είναι ακόμη πολιτικά ασταθής. Η Σαουδική Αραβία δυσπιστεί απέναντι στις αμερικανικές προθέσεις μετά το «άδειασμα» του πιστού συμμάχου Χόσνι Μουμπάρακ και, ίσως το σημαντικότερο, δεν διαθέτει ισχυρό στρατό. Η Τουρκία του Ερντογάν παραμένει απρόβλεπτη για την Ουάσινγκτον και η έντονη αντι-ισραηλινή ρητορική της δημιουργεί εχθρούς στο Κογκρέσο. Το Ισραήλ με τη σχεδόν παθολογική προσήλωσή του στην ιρανική απειλή και κυρίως με την άρνησή του να προωθήσει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση του Παλαιστινιακού χάνει τη δυνατότητα ελιγμών που χρειάζεται ένας περιφερειακός ηγέτης. Στην Ανατολική Ασία οι ΗΠΑ φαίνεται να προσεγγίζουν την Ινδία ως μια ηγετική δύναμη που θα μπορεί να συσπειρώσει περιφερειακές συμμαχίες εξισορροπώντας την Κίνα. Μάλιστα οι ΗΠΑ φαίνεται να προτιμούν μια «ολιγομερή» (mini-lateral) ή τριμερή συνεργασία με την Ινδία και την Ιαπωνία για την εξισορρόπηση της αύξησης της κινεζικής ισχύος.
Στην περιοχή της Ευρώπης οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν επιλέξει τη Γερμανία ως ηγετική δύναμη, αφού οι Βρετανοί έχουν, μάλλον ανόητα, αποσυρθεί από την Ευρώπη. Η «συμφωνία» ΗΠΑ και Γερμανίας είναι ότι η δεύτερη θα εξασφαλίζει περιφερειακή σταθερότητα και ότι η ευρωζώνη είναι ο χώρος απόλυτης αυτονομίας για τη Γερμανία. Πρόβλημα όμως δημιουργεί η αδυναμία της Γερμανίας να ισορροπήσει τη Ρωσία, καθώς οι οικονομικές κυρώσεις (αν και τραυματίζουν σοβαρά τη ρωσική οικονομία) δεν φέρνουν αλλαγή στην πολιτική της Μόσχας. Οι πρωτοβουλίες που έλαβε το Βερολίνο είτε πριν από το ξέσπασμα του εμφυλίου είτε πρόσφατα στο Μινσκ δεν πέτυχαν ούτε καν βιώσιμη εκεχειρία μεταξύ των δύο πλευρών.
Στην αποτυχία της Γερμανίας να διαχειριστεί την ουκρανική κρίση, ήρθε και ο κίνδυνος κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Σε ένα σενάριο όπου θα μαινόταν ο ουκρανικός εμφύλιος και η Ελλάδα θα βρισκόταν σε οικονομική ή ακόμη χειρότερα πολιτική κατάρρευση, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να επέμβουν οι ίδιες στην Ευρώπη ξανά, πράγμα που αποτελεί στρατηγικό εφιάλτη τους.
Η κατάσταση στη Λιβύη και τη Συρία οξύνει το πρόβλημα. Θα σήμαινε ότι τεράστιοι οικονομικοί, πολιτικοί ακόμη και στρατιωτικοί (στην περίπτωση της Ουκρανίας) πόροι θα έπρεπε να διοχετευτούν στην Ευρώπη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην επέμβασή τους στη γιουγκοσλαβική κρίση τη δεκαετία του 1990. Μια τέτοια επέμβαση θα δυσχέραινε, αν δεν ακύρωνε για μεγάλο διάστημα τις προσπάθειες μετάθεσης του κέντρου βάρους της αμερικανικής στρατηγικής στην Κίνα και τον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ επείγονται μάλιστα για την υπογραφή και γρήγορη εφαρμογή της «αόρατης» συμφωνίας Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP) που θεωρούν ότι θα δώσει μεγάλη ώθηση στις αμερικανικές εξαγωγές και επενδύσεις. Μια ευρωζώνη σε αναταραχή και οικονομική αστάθεια δυσκολεύει τα πράγματα. Η πεισματική επιμονή της γερμανικής κυβέρνησης σε πολιτικές λιτότητας, που ούτως ή άλλως θεωρούνταν αναποτελεσματικές από τη διακυβέρνηση Ομπάμα, προξενούσαν κίνδυνο για την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Η Γερμανία δεν δημιουργούσε ούτε στο ουκρανικό ζήτημα ούτε στην ελληνική διαπραγμάτευση τις συνθήκες περιφερειακής σταθερότητας που επιθυμούν οι ΗΠΑ.
Συνεπώς η Ουάσινγκτον βρέθηκε σε ένα δίλημμα: να πιέσει αποτελεσματικά τη Γερμανία για συμβιβασμό με την Ελλάδα και συνεπώς να «υπερβεί» τη συμφωνία για γερμανική «ηγεμονία» στην ευρωζώνη ή να δώσει ακόμη μια ευκαιρία στη Γερμανία και την «ηγεμονία» της; Οι πρώτες πολύ ενθαρρυντικές για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δηλώσεις του προέδρου Ομπάμα και η εργώδης διπλωματία του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, που σύμφωνα με δημοσιεύματα επέμενε σε μια πιο συντηρητική γραμμή, αναδεικνύουν ίσως το δίλημμα αυτό. Τελικά οι Αμερικανοί έκαναν αυτό που φαινόταν ευκολότερο, να πιέσουν δηλαδή περισσότερο τον πιο αδύναμο, την Ελλάδα. Το αν η δεύτερη ευκαιρία που έδωσαν στη γερμανική «ηγεμονία» θα φέρει σταθερότητα στην Ευρώπη μένει να κριθεί.
* αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνου του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών,