Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ απορούν πώς η
κυβέρνηση προσπαθεί να προβάλει ως επιτυχία μια συμφωνία που λίγο
διαφέρει από την προηγούμενη, η οποία είχε αποτιμηθεί από την κοινωνία
ως εθνική ήττα. Η απάντηση δεν βρίσκεται στην ίδια τη συμφωνία, η οποία
προφανώς αποτελεί τεράστια υποχώρηση από τις προεκλογικές εξαγγελίες της
κυβέρνησης. Αλλωστε, ο Γιάνης Βαρουφάκης δήλωσε δημόσια ότι συμφωνεί με
το 70% του Μνημονίου, ενώ περιγράφοντας τις διαβουλεύσεις στο Eurogroup
ανέβασε ακόμη περισσότερο το συγκριτικό ποσοστό, λέγοντας ότι η Ελλάδα
έχει κάνει τα 4/5 των παραχωρήσεων και πρέπει οι εταίροι να κάνουν και
αυτοί 1/5, κάτι που τελικά μάλλον δεν έκαναν.
Γιατί, λοιπόν, η μέχρι στιγμής περιορισμένη αντίδραση των πολιτών; Η απάντηση έχει να κάνει με την κούραση της χώρας από τη σαραντάχρονη διακυβέρνηση από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ που ανέχθηκαν και εξέθρεψαν τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ποσοστά και των δύο κατέρρευσαν, όχι στις εκλογές του 2015, αλλά σε αυτές του Μαΐου του 2012. Και στις δύο περιπτώσεις τα κόμματα που για δεκαετίες έπαιρναν πάνω από 80% των ψήφων, έλαβαν μόλις 33%. Σπάνια έχουμε δει πιο ξεκάθαρη λαϊκή αποδοκιμασία στις κάλπες.
Ο Αλέξης Τσίπρας κεφαλαιοποίησε την προσδοκία για κάτι διαφορετικό και κέρδισε τις εκλογές. Παρότι η στροφή του προς τον ρεαλισμό ενοχλεί κάποιους και εξοργίζει άλλους, ήταν η εθνικά υπεύθυνη στάση. Πήρε τη δύσκολη απόφαση να μην προχωρήσει στην καταστροφική ρήξη που συνιστούσαν οι ενέργειες που είχε ουσιαστικά εξαγγείλει προεκλογικά, εξέλιξη που θα είχε επικίνδυνες συνέπειες για τη χώρα.
Υπό το βάρος της κρίσιμης ιστορικής συγκυρίας αναγκάσθηκε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Εκανε τις αναγκαίες υποχωρήσεις και κράτησε τη χώρα στο ευρώ. Τώρα, δεν μπορεί να αναθεωρήσει. Δεν υπάρχει επιστροφή. Αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προτιμούν τη ρήξη, ακόμη και αν αυτή οδηγεί στη χρεοκοπία, την επιστροφή στη δραχμή και την περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Και αυτό αφορά κυρίως τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, διότι φυσικά οι εύποροι έχουν επενδύσει στη διεθνή οικονομία και, άρα, η έξοδος από την Ευρωζώνη ελάχιστα τους πλήττει, αν δεν τους συμφέρει.
Το ισχυρό χαρτί του πρωθυπουργού μπορεί και πρέπει να είναι η εναντίωσή του στη διαφθορά. Οχι οι προσλήψεις στο Δημόσιο και κάθε λογής παροχές που δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Να τολμήσει αυτά που δεν τόλμησαν οι προκάτοχοί του. Να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις, που είναι αναγκαίες, αλλά με διαφάνεια. Να πει ναι στο κεφάλαιο, αλλά σε αυτό που έχει όραμα, ρισκάρει, επενδύει και δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας. Οχι στο κρατικοδίαιτο των ημετέρων. Να στηρίξει την εξωστρέφεια και την καινοτομία, όχι το ολιγοπωλιακό κατεστημένο. Οι εταίροι θέλουν να εκπλαγούν ευχάριστα από τον κ. Τσίπρα. Να τον δουν να οικοδομεί ένα πιο υγιές σύστημα που θα στηρίζεται στην αξιοκρατία και τη μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, αλλά όχι και στον κρατισμό. Μπορεί να γίνει, αν υπάρχει πολιτική βούληση.
Ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να κάνει μια στρατηγική επιλογή. Θα επιχειρήσει να κατευνάσει τις αντιδράσεις της αριστερής πτέρυγας ή θα κινηθεί προς το κέντρο, ανοίγοντας νέους ορίζοντες; Θα υποκύψει σε ιδεοληψίες και θα επιλέξει τον εθνικά επικίνδυνο δρόμο της ρήξης με τους εταίρους που θα προκαλέσει βραχυπρόθεσμο ενθουσιασμό, αλλά στην πορεία αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην κατάρρευση της οικονομίας, ή θα ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο του ρεαλισμού όπου, αφού αποκαταστήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους εταίρους και μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση -την οποία θα κάνει μια διακομματική εθνική ομάδα και όχι μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ- θα διεκδικήσει και θα εξασφαλίσει ελάφρυνση του χρέους; Με προσεκτικές κινήσεις μπορεί να πετύχει την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, παραμένοντας ο ίδιος πρωταγωνιστής των εξελίξεων.
Γιατί, λοιπόν, η μέχρι στιγμής περιορισμένη αντίδραση των πολιτών; Η απάντηση έχει να κάνει με την κούραση της χώρας από τη σαραντάχρονη διακυβέρνηση από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ που ανέχθηκαν και εξέθρεψαν τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ποσοστά και των δύο κατέρρευσαν, όχι στις εκλογές του 2015, αλλά σε αυτές του Μαΐου του 2012. Και στις δύο περιπτώσεις τα κόμματα που για δεκαετίες έπαιρναν πάνω από 80% των ψήφων, έλαβαν μόλις 33%. Σπάνια έχουμε δει πιο ξεκάθαρη λαϊκή αποδοκιμασία στις κάλπες.
Ο Αλέξης Τσίπρας κεφαλαιοποίησε την προσδοκία για κάτι διαφορετικό και κέρδισε τις εκλογές. Παρότι η στροφή του προς τον ρεαλισμό ενοχλεί κάποιους και εξοργίζει άλλους, ήταν η εθνικά υπεύθυνη στάση. Πήρε τη δύσκολη απόφαση να μην προχωρήσει στην καταστροφική ρήξη που συνιστούσαν οι ενέργειες που είχε ουσιαστικά εξαγγείλει προεκλογικά, εξέλιξη που θα είχε επικίνδυνες συνέπειες για τη χώρα.
Υπό το βάρος της κρίσιμης ιστορικής συγκυρίας αναγκάσθηκε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Εκανε τις αναγκαίες υποχωρήσεις και κράτησε τη χώρα στο ευρώ. Τώρα, δεν μπορεί να αναθεωρήσει. Δεν υπάρχει επιστροφή. Αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προτιμούν τη ρήξη, ακόμη και αν αυτή οδηγεί στη χρεοκοπία, την επιστροφή στη δραχμή και την περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Και αυτό αφορά κυρίως τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, διότι φυσικά οι εύποροι έχουν επενδύσει στη διεθνή οικονομία και, άρα, η έξοδος από την Ευρωζώνη ελάχιστα τους πλήττει, αν δεν τους συμφέρει.
Το ισχυρό χαρτί του πρωθυπουργού μπορεί και πρέπει να είναι η εναντίωσή του στη διαφθορά. Οχι οι προσλήψεις στο Δημόσιο και κάθε λογής παροχές που δεν μπορούν να υλοποιηθούν. Να τολμήσει αυτά που δεν τόλμησαν οι προκάτοχοί του. Να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις, που είναι αναγκαίες, αλλά με διαφάνεια. Να πει ναι στο κεφάλαιο, αλλά σε αυτό που έχει όραμα, ρισκάρει, επενδύει και δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας. Οχι στο κρατικοδίαιτο των ημετέρων. Να στηρίξει την εξωστρέφεια και την καινοτομία, όχι το ολιγοπωλιακό κατεστημένο. Οι εταίροι θέλουν να εκπλαγούν ευχάριστα από τον κ. Τσίπρα. Να τον δουν να οικοδομεί ένα πιο υγιές σύστημα που θα στηρίζεται στην αξιοκρατία και τη μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, αλλά όχι και στον κρατισμό. Μπορεί να γίνει, αν υπάρχει πολιτική βούληση.
Ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να κάνει μια στρατηγική επιλογή. Θα επιχειρήσει να κατευνάσει τις αντιδράσεις της αριστερής πτέρυγας ή θα κινηθεί προς το κέντρο, ανοίγοντας νέους ορίζοντες; Θα υποκύψει σε ιδεοληψίες και θα επιλέξει τον εθνικά επικίνδυνο δρόμο της ρήξης με τους εταίρους που θα προκαλέσει βραχυπρόθεσμο ενθουσιασμό, αλλά στην πορεία αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην κατάρρευση της οικονομίας, ή θα ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο του ρεαλισμού όπου, αφού αποκαταστήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους εταίρους και μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση -την οποία θα κάνει μια διακομματική εθνική ομάδα και όχι μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ- θα διεκδικήσει και θα εξασφαλίσει ελάφρυνση του χρέους; Με προσεκτικές κινήσεις μπορεί να πετύχει την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, παραμένοντας ο ίδιος πρωταγωνιστής των εξελίξεων.