Η ομοδοξία μπορεί μεν σ' επίπεδο λαϊκών αντιλήψεων (κι επιθυμιών) να
λειτουργεί συναισθηματικά και με «συγκολλητικές» εν πολλοίς δυναμικές
στις σχέσεις μεταξύ εθνικών (κυρίως) κρατών. Και να επενεργεί αναλόγως,
αναπαράγοντας εύλογες μυθολογίες. Αλλά καθόλου δεν επαρκεί για
προσδιορισμό στρατηγικών επιλογών με ρεαλιστικό πρόσημο και παραγωγικό
βάθος. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά πολιτικές πρακτικές μεγάλων δυνάμεων.Οπόταν και, όχι μόνο δεν ξενίζουν οι νεόκοπες προτιμησιακές
οριοθετήσεις της Μόσχας, αλλ' αντιθέτως είναι -όσον αφορά τα καθ' ημάς-
οι «φύσει αναμενόμενες». Οι οποίες δεν μπορεί μεν να χαρακτηρισθούν
εχθρικές προς την Ελλάδα. Είναι όμως έως και αδοκήτως φιλικές προς την
Τουρκία. Πράγμα που -με όρους συσχετισμών- μπορεί εν τη εξελίξει, να
επενεργήσει επικινδύνως αρνητικά για μας, ως εκ παραδόσεως φίλιο λαό για
τον ομόδοξο Ρωσικό. Καθώς: Ό,τι ενισχύει την Άγκυρα σ' επίπεδο
περιφερειακών διαμορφώσεων, αυτομάτως της παρέχει περιθώρια γι' ανάταξη
των προφανών της στοχοθεσιών. Οι οποίες και μας αφορούν. Αφού
συνάπτονται προς βλέψεις τόσο σε βάρος της ελληνικής επικράτειας
καθεαυτής (με όρους αμφισβητήσεως εθνικών ορίων) όσο και αυθαιρέτου
ανασχέσεως κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Όρα casus belli.
Όσα λοιπόν έγιναν το τελευταίο δεκαπενθήμερο και βεβαίως όσα εκ των
πραγμάτων θ' αναπαραχθούν από τη Ρωσο-Τουρκική προσέγγιση (κι
ενδεχομένως στρατηγική ζεύξη) θα έχουν με βεβαιότητα καθοριστικής
σημασίας αντίκτυπο, τόσο στις εξελίξεις του Κυπριακού, όσο και στα
Ελληνο-Τουρκικά. Και όχι μόνο, αλλά και σχετικά:
1. Με τη διαμόρφωση του ευρύτερου «ενεργειακού παιγνίου» στις
κρισιμότερες ζώνες. Και ιδιαίτερα: α) Στο αναδυόμενο τόξο της
Ανατολικής Μεσογείου με τα διαπιστωμένα κοιτάσματα. Του οποίου οι
τελικές δυνατότητες (και κυρίως η νομή και διαχείριση του) είναι ακόμη
ρευστές. Και β) σε ό,τι αφορά στη διαμορφούμενη νέα εικόνα των αγωγών
από τα μεγάλα Ρωσικά (και όχι μόνο) αποθέματα προς την Ευρώπη.
2. Με τις διμερείς οικονομικές σχέσεις και τις εμπορικές συναλλαγές,
όπως τείνουν ν' αναδιαταχθούν, ως αποτέλεσμα των Ευρω-Αμερικανικών
κυρώσεων σε βάρος τα Ρωσίας. Η οποία και σπεύδει να ιχνηλατήσει
διεξόδους. Με κύριο (και άμεσα προσφερόμενο) πυλώνα την Τουρκία! Που δεν
δεσμεύεται από αποφάσεις της Ε. Ε. Αλλά και που με βεβαιότητα (και
δοκιμασμένη επιτηδειότητα) και αν ακόμη της επεβάλλοντο, θα τις
παρέκαμπτε. Όπως εξάλλου παρακάμπτει τις ΝΑΤΟϊκές της υποχρεώσεις, όταν
(και όπου) τα εθνικά της συμφέροντα το απαιτούν.
Όσο λοιπόν θα ήτο λάθος να εκτιμηθεί ότι τελεσίδικα ο Πούτιν απομειώνει
(και ίσως ακυρώνει) τις παραδοσιακές Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις, άλλο τόσο
σφάλλουν όσοι τυχόν υποτιμήσουν αυτές τις τροπές.Πρωταρχικά γιατί παραμένει άγνωστο πόσο (και μέχρι πού) μπορεί να
τραβήξουν. Και πού τελικά θα καταλήξουν. Ό,τι και να συμβαίνει όμως,
Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν ν' ανατάξουν την προσοχή και να
επανεκτιμήσουν τη διπλωματική τακτική τους. Και κυρίως να μεθοδεύσουν
συντονισμένες ενέργειες, που: Αφενός ν' αποσοβούν αποτελεσματικά
οποιαδήποτε αρνητικά ενδεχόμενα. Και αφετέρου να δημιουργούν
προϋποθέσεις αναζωογονήσεως των σχέσεων. Κάτι που απαιτεί κάποιες
δυναμικές, πέραν συναισθηματικών εν πολλοίς κραδασμών που απορρέουν από
παραδοσιακούς δεσμούς.
Μόνον έτσι. Και προπαντός εγκαίρως. Πριν συντελεσθεί εμβάθυνση της
Ρωσο-Τουρκικής συγκλίσεως. Η οποία εδράζεται σε ποσοτικές αναβαθμίσεις
συμπράξεων. Που σε δεδομένη στιγμή θ' αποδώσουν και άλλα πιο ανεπιθύμητα
παράγωγα. Όπως ακριβώς εκείνες οι «περίεργες» (και κατ' ακρίβειαν
δηλητηριώδεις) αναφορές του Ρώσου Προέδρου, για «καλές σχέσεις και με τη
Βόρεια Κύπρο»! Σε αντιδιαστολή δηλαδή προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Ενώ
στα Ελληνο-Τουρκικά, δεν είναι καθόλου τυχαίος, ο σχεδόν
παραληρηματικός αναμηρυκασμός των απειλών που διετύπωσε ο επικεφαλής του
τουρκικού ναυτικού.Ανακύπτει λοιπόν ανάγκη μιας εξισορροπημένης μεν, αλλά κατά το δυνατό
πολυδιάστατης ελληνικής πολιτικής. Πιο συμβατής με τις αναγκαιότητες που
διέπουν τις εθνικές επιλογές.