31 Δεκεμβρίου 2014

Ευρωπαϊστές και εθνοκεντρικοί…

Αν πιστέψουμε ορισμένους φιλοσόφους, με πρώτον τον Βίτγκενστάϊν, η γλώσσα είναι κάτι περισσότερο από μια συλλογή ηχητικών ετικετών που διαθέτουν από κοινού οι χρήστες της για να ονομάζουν τα πράγματα (φύση και κοινωνία). Με τη γλώσσα, μας υπενθυμίζουν οι ίδιοι πάντα φιλόσοφοι, δεν λέμε απλώς κάτι, δεν παράγουμε αφηγήσεις, αλλά πράττουμε, κάνουμε πράγματα. Φυσικά, δεν εννοούν ότι η γλώσσα έχει μαγική δύναμη και με μια λέξη ή με μια πρόταση κάποιος μπορεί να μετακινήσει βουνά, αλλά ότι με τη γλώσσα δημιουργούμε στη συνείδηση του ακροατή εικόνες για μια πραγματικότητα, τέτοια που αν εκείνος πιστέψει ότι υπάρχει, μπορεί να προσανατολίσει τη συμπεριφορά του προς μια επιθυμητή για τον ομιλητή κατεύθυνση.

Η δύναμη της γλώσσας φαίνεται καθαρά στη δύναμη της λεγόμενης τώρα «επικοινωνίας» και παλιότερα «προπαγάνδας». Και το συμπέρασμα που βγαίνει από την όλη υπόθεση είναι ότι κάποιοι επιθυμούν να πιστέψουμε ότι η πραγματικότητα, σήμερα και κυρίως αύριο, είναι και θα είναι αυτή και όχι η άλλη.

Η μάχη της γλώσσας με στόχο να κερδηθεί το περιεχόμενο της συνείδησης των πολιτών είναι αέναη, καθώς από την έκβασή της εξαρτάται η ίδια η «τάξη», η ομαλή αποδοχή και λειτουργία του στάτους κβο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και οικουμενικό επίπεδο. Φυσικά, η μάχη δεν κερδίζεται μόνο με ρητορική δεινότητα και καλούς συμβούλους προπαγάνδας. Υπάρχει και κάτι που ονομάζεται διάθεση να εκτεθείς στην επικοινωνία καθώς και διάθεση να πεισθείς από τους ρήτορες για τις εικόνες που παρουσιάζουν. Η διάθεση αυτή εμφανίζει διακύμανση, που με τη σειρά της εξαρτάται από την υποκειμενική αίσθηση του ακροατή για την (υλική και πνευματική) κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αλλά και από τη πεποίθησή του για το αν αξίζει τον κόπο να ακούει και να παίρνει στα σοβαρά τις αφηγήσεις των ρητόρων με δεδομένη τη μειωμένη αξιοπιστία τους. Η γλωσσική μάχη εντείνεται και πυκνώνει όταν επίκειται πολιτική συμπεριφορά του ακροατή με τη μορφή της συμμετοχής σε εκλογές. Έτσι εδώ και λίγες εβδομάδες ο γλωσσικός πόλεμος, η μάχη των αντικρουόμενων αφηγήσεων, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, για το συμβιβασμό που εξασφαλίζει «σταθερότητα» από τη μια, και για τη σύγκρουση που θα εξασφαλίσει «απαλλαγή από τους εκβιασμούς των δανειστών» από την άλλη, βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη.

Με αυτή την έννοια οι Έλληνες γινόμαστε για τρίτη φορά – η πρώτη την άνοιξη του 2010 και η δεύτερη στις εκλογές του 2012 – πραγματικά πειραματόζωα για να τεσταριστεί το πνεύμα της νέας εποχής ή η φύση της Νέας Ευρώπης (και ας μην σκανδαλιστεί ο αναγνώστης από την ομοιότητα της φράσης αυτής με το αντίστοιχο εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες και την ομώνυμη εφημερίδα της Θεσσαλονίκης στην Κατοχή).

Οι αφηγήσεις της μιας κατηγορίας τονίζουν τα θετικά της συμμόρφωσης με το ισχύον πλαίσιο και είναι υπέρ της σταθερότητας, διότι κάθε αντίθετη στρατηγική θα προκαλούσε «αιματοχυσία». Είναι το αιώνιο επιχείρημα των «ρεαλιστών», να αποφύγουμε το χειρότερο. Φυσικά δεν είναι εύκολο να το αγνοήσει κανείς, αλλά τότε ας εφαρμόσουμε την ίδια επιείκεια και για τον Τσολάκογλου ή τον Ράλλη. Και εκείνοι αυτό που τόνιζαν είναι η ανοησία να νομίζει κανείς ότι θα αλλάξει το (εθνικοσοσιαλιστικό) κατοχικό πλαίσιο μέσω της αντίστασης. Η εκ μέρους τους καταδίκη της αντίστασης ήταν ότι αυτή ούτε το πλαίσιο πρόκειται να αλλάξει, αλλά και νεκρούς θα φέρει, μέσω των βέβαιων αντιποίνων της Βέρμαχτ.

Ο Κρίστοφερ Γούντχαουζ ήταν τότε στη απέναντι όχθη, οργανώνοντας την ελληνική αντίσταση με τις ομάδες του Ζέρβα. Σαράντα χρόνια αργότερα, διαβάζοντας κανείς πώς ο ίδιος αποτιμά την αντιστασιακή δράση εκείνης της περιόδου, έχει την αίσθηση ότι δεν διαβάζει κείμενο ενός αντιστασιακού, αλλά κείμενο εκπροσώπου των κατοχικών κυβερνήσεων. Ο εκ των υστέρων «ρεαλισμός» του Γούντχαουζ άργησε σαράντα χρόνια και ήταν ένας ρεαλισμός άνευ αποτελέσματος…

Οι αφηγήσεις της άλλης πλευράς τονίζουν τις δυνατότητες που δίνει το ίδιο το πλαίσιο (το πλαίσιο δανεισμού της χώρας και οι ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις) για την προώθηση των λαϊκών συμφερόντων, αν οι πολιτικοί εκπρόσωποι της χώρας φανούν επιδέξιοι και νικήσουν τη δειλία τους, αν δεν είναι «κολλημένοι» στον ρεαλισμό που έχει οδηγήσει στα σημερινά αποτελέσματα. Πιστεύουν, ή δίνουν την εντύπωση ότι πιστεύουν, στην ιδέα του «λαού» που όταν θέλει, κάνει θαύματα. Ότι αν ο «λαός» θελήσει να σπάσει τα δεσμά, δεν υπάρχει καμία δύναμη στον κόσμο που μπορεί να τον σταματήσει, διότι ο «λαός» εν γένει είναι παντοδύναμος.

Οι πρώτοι ξεχνούν ότι η Δύση, στην οποία ανήκουμε, δεν είναι πια αυτή που γνωρίζαμε. Ότι Δύση σημαίνει «αγορές» που αξιολογούν οικονομίες και πολιτικές ηγεσίες, που έχουν άποψη για το τι είναι καλό για την Ελλάδα και το λαό της. Ότι Ευρώπη, επίσης, σημαίνει Βερολίνο και, όπως έγραφε σε μια δημόσια επιστολή του προς τους αγαπητούς Έλληνες ο Βούλενβέμπερ από το γερμανικό περιοδικό Στερν το 2009 και το 2010, ότι η Γερμανία πρέπει να έχει άποψη για το ποια πρέπει να είναι η πολιτική στην Ελλάδα, επειδή οι ελληνικές πολιτικές αποφάσεις επηρεάζουν γερμανικά συμφέροντα. Φυσικά ξέχασε να πει ότι θα μπορούσε να το δει κανείς και από την ανάποδη…
Οι δεύτεροι νομίζουν, ή έτσι θέλουν να πιστέψουμε, ότι οι δανειστές (όχι οι παλιοί, οι νέοι) μπλοφάρουν} και θα υποχωρήσουν από τις σκληρές αξιώσεις τους μόνο αν αναγκαστούν, λόγω της ζημίας που μπορεί να προκαλέσει ένας ικανός και αποφασισμένος δανειολήπτης και –τρόπος του λέγειν– εταίρος. Μέχρι τώρα δεν έχουμε ακούσει πώς θα προκληθεί αυτός ο πόνος ή, καλύτερα, η απειλή του πόνου που κινδυνεύουν να υποστούν δανειστές και Βερολίνο από μια νέα κυβέρνηση αποφασισμένη να προασπίσει τα λαϊκά συμφέροντα, ακόμη και αν αυτή κέρδιζε τις εκλογές με 60%.

Ή δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμη ποια είναι η Δύση στην οποία ανήκουμε ή απλώς υποτιμούν τη νοημοσύνη μας όταν προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι δανειστές και το Βερολίνο θα υποχωρήσουν μπροστά στη λαϊκή βούληση, επειδή έχουν μάθει να φοβούνται το «λαό».
Δεν είναι, όμως, μόνο η ποιότητα των αφηγήσεων και η δεινότητα των ρητόρων που θα κρίνουν το αποτέλεσμα του επικοινωνιακού πολέμου, δηλαδή το εκλογικό αποτέλεσμα. Ούτε, πάλι, θα είναι μόνον οι οικονομικοί δείκτες που θα επηρεάσουν τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων. Όλες οι (κατ’ ουσίαν διαχειριστικές) κυβερνήσεις από το 2009 μέχρι σήμερα μπορούν να αξιολογηθούν χοντρικά με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: πρώτον, αν υπήρξαν αποτελεσματικές στο να πετύχουν τους λιγότερο επαχθείς όρους δανεισμού, από τη στιγμή που οι «αγορές» γύρισαν την πλάτη στην Ελλάδα στα τέλη του 2009, δεύτερον, αν οι «μεταρρυθμίσεις» που δεσμεύτηκαν να κάνουν για να πάρουν τα νέα δάνεια με τα οποία ξεπληρώνουν τα παλιά εφαρμόστηκαν με τον ηπιότερο δυνατό τρόπο, τρίτον, αν αξιοποίησαν την κρίση ως ευκαιρία για την αλλαγή πρακτικών και νοοτροπιών, δηλαδή ως ευκαιρία για αυτοδιόρθωση του πολιτικού συστήματος, τέταρτον, αν χρησιμοποίησαν τον τροϊκανό «γύψο» που μπήκε στην ελληνική κοινωνία για να κάνουν ως μαθητευόμενοι χειρούργοι εγχειρίσεις στο κοινωνικό σώμα που κάτω από ομαλές συνθήκες δεν θα τολμούσαν ποτέ να επιχειρήσουν λόγω των αντιδράσεων που κάτι τέτοιο θα προκαλούσε και, πέμπτον, αν υποτίμησαν συστηματικά τη νοημοσύνη των αρχομένων, ψευδόμενοι διαρκώς για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Αν η προσέλευση των ψηφοφόρων στις κάλπες είναι ικανοποιητική, το εκλογικό αποτέλεσμα θα διαμορφωθεί αυτή τη φορά όχι τόσο από τον φόβο ενός χειρότερου μέλλοντος σε σύγκριση με το παρόν, όπως συνέβη το 2010 και το 2012, αλλά από την εικόνα των εκλογέων για μια διπλή αμαρτία των κυβερνώντων: την αποτυχία διασφάλισης ενός καλύτερου παρόντος και μέλλοντος μέσω της συνταγής της υπομονής, της πειθαρχίας και της συμμόρφωσης και ταυτόχρονα την αλαζονεία του χειρούργου που κόβει ό,τι μπορεί, όσο ο ασθενής είναι δεμένος στο κρεβάτι και δεν μπορεί να αντιδράσει. Αυτές οι «πρωτοβουλίες» των διαχειριστών για «μεταρρυθμίσεις» τώρα που βρέθηκε παπάς –και το γλαφυρότερο παράδειγμα τέτοιων πειραμάτων είναι η ελληνική Εκπαίδευση, από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο– θα μετρήσουν αρνητικά στις επόμενες εκλογές.

Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν οι διαχειριστές είχαν δείξει κάποια αυτοσυγκράτηση και κάποια στοιχειώδη μέριμνα για δοκιμή των λαμπρών κατά την κρίση τους μεταρρυθμιστικών μέτρων, πριν αυτά περάσουν σαν οδοστρωτήρας πάνω από το σώμα και την ψυχή των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Φαίνεται πως είχαν το άγχος της «μεταρρύθμισης που δεν θα γίνει», για να θυμηθούμε τον αείμνηστο Αλέξη Δημαρά. Και ήταν πολύ βιαστικοί, για να την προλάβουν. Ξέχασαν ότι ο ασθενής, ακόμη και όταν είναι δεμένος στο χειρουργείο, ακούει, μαθαίνει και διαμορφώνει άποψη. Και, φυσικά, ψηφίζει. Ας πρόσεχαν και ας ήταν λιγότερο καινοτόμοι…
Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Θανάσης Γκότοβος