Ας ξεκινήσουμε με τον πρώτο ρόλο. Ο κ. Τσίπρας από τη θέση της αντιπολίτευσης είναι εξαιρετικά επιτυχής. Σε μία συγκυρία πρωτόγνωρης κρίσης εμπιστοσύνης για τους πολιτικούς θεσμούς, ο κ. Τσίπρας κατόρθωσε να συναρθρώσει την οργή και τα αιτήματα των πολιτών που εγκατέλειψαν τα κυρίαρχα κόμματα. Εξέφρασε δε τα αιτήματα αυτά σε ένα αυστηρά κοινοβουλευτικό πλαίσιο αποφεύγοντας την περαιτέρω όξυνση του ήδη τεταμένου κλίματος. Η εκλογική επιτυχία του δεν ήταν συγκυριακή, αλλά πέτυχε την εκλογική σταθεροποίηση στις ευρω-εκλογές 2014.
Κόντρα στο ριζοσπαστικό ρεύμα εντός του κόμματός του, ο κ. Τσίπρας μετατρέπει σταδιακά, αλλά σταθερά, τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα εξουσίας που μπορεί να συνομιλεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν καταγγέλλει απλώς, αλλά εισηγείται μέτρα πολιτικής και μάλιστα κοστολογημένα. Δεν διεκδικεί την εξουσία μόνο με όρους ιδεολογίας, αλλά και με την κατοχύρωση της θέσης του συνομιλητή ισχυρών ευρωπαϊκών παραγόντων. Δεν υπερψηφίζει κανένα μέτρο της κυβέρνησης, αλλά επιδεικνύει διάθεση συνεννόησης για τα εθνικά βήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κ. Τσίπρας αποτελεί το μεγαλύτερο (και μάλλον αναντικατάστατο) κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ. Για ένα κόμμα δίχως σοβαρή παραταξιακή υποστήριξη, αυτό αποτελεί ένα δίκοπο μαχαίρι. Γιατί οδηγεί σε μία έντονη εξάρτηση από τις προεδρικές επιδόσεις και ικανότητες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει έως σήμερα μεγάλες ευκαιρίες. Το διάστημα μεταξύ των δύο εκλογών Μαΐου και Ιουνίου 2012 έχασε την ιστορική ευκαιρία να κερδίσει τις εκλογές και την πρωτοβουλία των κινήσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης απέναντι σε ένα πλήρως απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό. Με μεγάλη καθυστέρηση ενσωμάτωσε πλέον τον πραγματισμό και την προγραμματική σαφήνεια στην στρατηγική του.
Κατά τα δύο χρόνια της κυβέρνησης Σαμαρά έχασε όλες τις μεγάλες ευκαιρίες να καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στον ίδιο και τα κόμματα της συγκυβέρνησης. Σε καμία από τις μεγαλύτερες (πχ προτάσεις δυσπιστίας, μομφής) ή μικρότερες κοινοβουλευτικές ενέργειές του δεν οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης ή έστω στην αμετάκλητη φθορά της.
Έχασε, επίσης, την ευκαιρία να συγκροτήσει ένα σοβαρό δια-κομματικό αντιπολιτευτικό τόξο με προοπτική πλειοψηφίας. Οι όποιες αναζητήσεις με ΔΗΜΑΡ, ΚΚΕ, ΑΝΕΛ δεν οδήγησαν πουθενά για διαφορετικούς λόγους.
Τέλος, έχασε τη μεγάλη ευκαιρία στις εκλογές δεύτερης κατηγορίας για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κερδίσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανατρέποντας πλήρως τους όρους πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης. Με δικές του παραλείψεις περιορίστηκε η διείσδυση σε άλλους κομματικούς χώρους με όρους αντι-μνημονιακούς και ένα αξιοσημείωτο ποσοστό 'ορφανών' ψήφων οδηγήθηκε σε ένα νεοφώτιστο κόμμα (Ποτάμι). Όλα αυτά απέναντι σε μία κυβέρνηση που από την άνοιξη του τρέχοντος έτους δείχνει σημάδια αυτοκαταστροφής.
Εν όψει της προεδρικής εκλογής, τα επιχειρήματά του για την προσφυγή στις κάλπες είναι ακόμη μέτριας ισχύος και, έτσι, η συμπολίτευση εξακολουθεί να διατηρεί ελπίδες ότι μπορεί να εξασφαλίσει τις 180 ψήφους.
Αν τελικά προσφύγουμε σε εκλογές το 2015 θα είναι η πέμπτη φορά από το 2004, οπότε ξεκίνησε ο νέος κύκλος ασταθών κυβερνήσεων. Η διαδοχή, όμως, μίας ακόμη κυβέρνησης που γνώρισε μεγάλη φθορά προϋποθέτει μία βαθειά κατανόηση των προβλημάτων που διαχειρίστηκε και των λύσεων που δοκίμασε. Γιατί αυτός είναι ο καλύτερος οδηγός επιτυχίας για την νέα κυβέρνηση. γιατί με δική της ευθύνη δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να διδαχθεί από τα σφάλματα των προκατόχων του στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προκειμένου να δημιουργήσει τους όρους όχι απλώς μίας εκλογικής νίκης, αλλά μίας βιώσιμης κυβέρνησης.
Ο κ. Καραμανλής στοχοποίησε την κυβέρνηση Σημίτη σχετικά με τα δημοσιονομικά και τη διαφθορά. Θεώρησε ότι με μέτρα ήπιας προσαρμογής θα επανίδρυε το κράτος και την οικονομία. Τελικά βρέθηκε ο ίδιος με μία μεγαλύτερη βόμβα δημοσιονομικού ελλείμματος. Η έλλειψη διάγνωσης των κινδύνων που προέκυψαν μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας οδήγησαν τη χώρα στο ευρωπαϊκό περιθώριο το 2009.
Ο κ. Γ.Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές το 2009 με την πεπατημένη της παροχολογίας, αλλά δεν διέθετε πραγματικές λύσεις για επείγοντα προβλήματα από την πρώτη ημέρα διακυβέρνησης, όπως είχε πράξει ο πατέρας του το 1985 και το 1993. Θεώρησε δεδομένη την αυτόματη λύση των προβλημάτων με της ΔΝΤ και την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ το 2010. Τελικά οι παλινωδίες σχετικά με την εκπλήρωση των μεταρρυθμιστικών υποχρεώσεων οδήγησαν στα βράχια την κυβέρνηση το 2011 και στον ουρανό ύφεση και ανεργία.
Ο κ Σαμαράς πέρασε και εκείνος την αντι-μνημονιακή φάση, την προετοιμασία προτάσεων πολιτικής δίχως αντίκρυσμα. Βίωσε και την απομόνωση στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς οι πολιτικοί φίλοι του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα δεν ήθελαν καν να συζητήσουν τίποτα άλλο πέρα από τη συμμόρφωση προς το μνημόνιο. Τελικά, συντάχθηκε με την ευρωπαϊκή νομιμοφροσύνη από το 2012, αλλά η μεταβολή θέσεων είχε ένα σημαντικό κόστος σε ψήφους και έδρες για το κόμμα του στις εκλογές του 2012.
Η μεγαλύτερη πρόκληση, λοιπόν, για τον κ. Τσίπρα είναι να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να επιτελέσει με επιδέξιο τρόπο τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού. Έχει κερδίσει τα εύσημα για την άσκηση αντιπολίτευσης, αλλά οφείλει να κερδίσει τον 'αγώνα λόγων' που θα ξεκινήσει με ορίζοντα τις επόμενες εκλογές.
Για παράδειγμα, είναι αδύναμο το επιχείρημά του ότι με σκληρή διαπραγμάτευση θα δημιουργήσει νέους συσχετισμούς στην Ευρώπη. Αλλά γιατί δεν κατόρθωσε να μεταστρέψει τους συσχετισμούς στο πλαίσιο των τελευταίων Ευρω-εκλογών όταν από τη θέση του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αριστεράς διέθετε δημόσιο βήμα πανευρωπαϊκής εμβέλειας, αλλά το κόμμα του απέσπασε μόνο το 6,92% (άνοδος σε σχέση με το 4,57% το 2009), ενώ οι κυρίαρχες αντιλήψεις για την οικονομική πολιτική στην ΕΕ παρέμειναν αμετάβλητες.Από πολλές απόψεις, ο κ. Τσίπρας είναι ένας καλός Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αλλά το πολιτικό πλαίσιο της κρίσης λειτουργεί ως άλλος Μινώταυρος που συντρίβει πολιτικά διαδοχικές κυβερνήσεις (με ή χωρίς εκλογές). Αν θέλει να αποφύγει να σχηματίσει μία ακόμη θνησιγενή κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας έχει μπροστά του πολύ δύσκολες αποφάσεις σε πολλά επίπεδα: το εσωκομματικό, την αντιπαράθεση με τα άλλα κόμματα, την σφυρηλάτηση ισχυρών θέσεων έναντι των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Με κατάλληλους χειρισμούς στη σημερινή συγκυρία μπορεί να μετατρέψει την πίεση που του ασκείται για μεγαλύτερη συνεννόηση σε ένα καλό εργαλείο για να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στα τρία αυτά επίπεδα.