Τα μεσημέρια στα Αρριανά μπορεί κανείς να βρει μόνο λίγους
μουσουλμάνους χωρικούς. Μέσα στη ζέστη του Ιουνίου προτιμούν να κάθονται
στην πίσω πλευρά του τρακτέρ που τους οδηγεί στα χωράφια έξω από το
χωριό. Φυτεύουν καπνό. Στην πλατεία της πόλης, της ιδιαίτερης πατρίδας
του Τούρκου υπουργού Υγείας του AKP Αχμέτ Μουεζίνογλου, έχει παζάρι. Τα
παπούτσια και τα κρεμμύδια είναι από την Τουρκία, οι τομάτες από την
Ελλάδα.
Στα τραπέζια του καφενείου, όπου είχε βρεθεί πριν από έναν μήνα και ο
υπουργός Αμύνης Δημήτρης Αβραμόπουλος, βρίσκει κανείς την τοπική δεξιά
εφημερίδα της Κομοτηνής. Το πλούσιο φωτογραφικό ρεπορτάζ στις σελίδες
της ελληνικής εφημερίδας είναι αφιερωμένο σε εικόνες από την Τουρκία,
και συγκεκριμένα στην αποφοίτηση της κόρης του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Αχμέτ
Ραήφ Χατζή Οσμάν από τουρκικό πανεπιστήμιο της Αδριανούπολης, παρουσία
του πατέρα της.
Ο Χατζή Οσμάν είναι γεωργός και ιμάμης. Ξέρει το τζαμί πολύ καλύτερα
από την ελληνική Βουλή. Στην πολιτική δεν μπήκε με το ΠΑΣΟΚ με το οποίο
έγινε πρώτη φορά βουλευτής το 2007, αλλά ως εκ των ιδρυτών του Κόμματος
Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ).
Το ΚΙΕΦ, που υφίσταται από το 1991, είναι ένα κόμμα «καθαρά» μειονοτικό
και «μονοθεματικό». Τον τελευταίο καιρό, δε, έχει προκαλέσει ενδιαφέρον
και αρκετή ανησυχία στην Αθήνα ιδιαίτερα με το αποτέλεσμα στις
τελευταίες ευρωεκλογές, στις οποίες πήρε 41,68% στη Ροδόπη και 25,89%
στην Ξάνθη έπειτα από μία 20ετία όπου Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μοιράζονταν τους
δύο αυτούς νομούς.
«Βλέποντας τα χρώματα του εκλογικού χάρτη να είναι το ροζ του ΣΥΡΙΖΑ ή
το γαλάζιο της Ν.Δ.» –λέει ο βουλευτής Ροδόπης της Ν.Δ και πρώην
υπουργός Ευριπίδης Στυλιανίδης– «πληγώθηκα για το γκρίζο των νομών
Ροδόπης και Ξάνθης», που έπιασε εξαπίνης και πολλούς στην Αθήνα. Αυτό
που πλήγωσε τον κ. Στυλιανίδη περισσότερο είναι ο στόχος πίσω από το
ΚΙΕΦ που συμπυκνώνεται στα λόγια του μέλους Σεβτάπ Χιντ. «Εχω γεννηθεί
στην Ελλάδα, αλλά είμαι Τουρκάλα» λέει η Χιντ. Και ο παρακαθήμενός της,
πρώην εκπαιδευτικός και νυν οικοδόμος Σαλί Κεχαγιά, συμπληρώνει: «Από τη
στιγμή που οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης μπορούν να λένε ότι είναι
Ελληνες, όσοι θέλουν μπορούν να λένε ότι είναι Τούρκοι».
Η Ελλάδα δεν αρνείται τον «ατομικό αυτοπροσδιορισμό» κάθε μειονοτικού.
Οι πολιτικές δυσκολίες αρχίζουν με τον συλλογικό αυτοπροσδιορισμό που
«δημιουργεί» εθνική μειονότητα σε μια περιοχή της χώρας που συνορεύει με
την Τουρκία. Η συνθήκη της Λωζάννης μιλάει για μουσουλμανική
μειονότητα, αλλά ακόμη και Ελληνες αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι
ενδέχεται να έχει τους «περιορισμούς» της. «Η συνθήκη της Λωζάννης έχει
αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική ως πλαίσιο», λέει στην Αθήνα
αξιωματούχος που ασχολείται με το θέμα της μειονότητας, αλλά θέλει να
διατηρήσει την ανωνυμία του. «Καταλαβαίνουμε όμως ότι έχει υπογραφεί
πριν από 90 χρόνια», συμπληρώνει.
Ο πρώτος διοικητικός περιορισμός που επιβλήθηκε στη μειονότητα το 1964
και ισχύει μέχρι σήμερα εγκαινιάζοντας μία μακρά παράδοση καχυποψίας
ήταν να μην επιτρέπεται να εκλέγονται, αλλά να διορίζονται από την Αθήνα
μουσουλμάνοι της Θράκης ως μέλη των διαχειριστικών επιτροπών των
βακουφίων, δηλαδή των ακινήτων που αφήνουν μουσουλμάνοι στην κοινότητα
για τις ανάγκες της. Σήμερα πάντως, για όσους γνωρίζουν καλά τα
πράγματα, η απάντηση για την ραγδαία άνοδο του μειονοτικού κόμματος
άρχισε να διαφαίνεται στη Θράκη κυρίως στο τζαμί και στο σχολείο.
Η μάχη μεταξύ δημοσίου σχολείου και μειονοτικού
Στη Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης του νομού Ροδόπης, στον πρώτο όροφο
ενός δημόσιου σχολείου στο κέντρο της Κομοτηνής, ένα ζευγάρι μειονοτικών
έχει φέρει το 11χρονο αγόρι τους για να πείσουν τον «κύριο διευθυντή»
να επιτρέψει την εγγραφή του αντί στο δίγλωσσο μειονοτικό σχολείο, στο
δημόσιο σχολείο της επιλογής τους. Αυτή η όλο και επαναλαμβανόμενη
εικόνα τα τελευταία χρόνια, όπως εξηγούν όσοι γνωρίζουν, έχει άμεση
σχέση με την εισροή ψήφων στο μειονοτικό κόμμα ΚΙΕΦ.
Τα μειονοτικά δημοτικά σχολεία, που προβλέπονται από την συνθήκη της
Λωζάννης, αλλά και τα αντίστοιχα γυμνάσια και λύκεια, που δόθηκαν
αργότερα κατά παραχώρηση από το ελληνικό κράτος, είναι γνωστό εδώ και
χρόνια ότι παράγουν αποφοίτους με πολλές ελλείψεις. Αλλωστε το πρόγραμμά
τους αποτελείται από τη συρραφή δύο αναλυτικών προγραμμάτων (ελληνικού -
τουρκικού) με αντιδιαμετρικά αντίθετους στόχους αλλά και δασκάλους που
σε πολλές περιπτώσεις δεν μιλούν σωστά ούτε τουρκικά ούτε ελληνικά. Αυτό
το παραδέχεται και ένας μειονοτικός δάσκαλος που συναντήσαμε στην
πλατεία των Αρριανών. Και τα δυο του παιδιά τα έστειλε στο ελληνικό
δημόσιο σχολείο. «Πρώτα πάει το παιδί σου και μετά ό,τι και να θεωρείς
πατρίδα σου», λέει.
Το ελληνικό κράτος έχει αναγνωρίσει αυτήν την πραγματικότητα
επιχειρώντας με την κατάργηση πριν από τρία χρόνια της Ειδικής
Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ) από την οποία αποφοιτούσαν
δάσκαλοι για τα μειονοτικά σχολεία, να δημιουργήσει κάτι καινούργιο στο
πλαίσιο των πανεπιστημίων.
Ταυτόχρονα, όμως, λόγω της δημοσιονομικής στενότητας και της έλλειψης
μαθητών στα μειονοτικά δημοτικά σχολεία, πολλά από αυτά συγχωνεύονται
–όπως και τα δημόσια σε όλη τη χώρα άλλωστε– με αποτέλεσμα για πρώτη
φορά να κλείνουν. Το ΚΙΕΦ αντιδρά στις συγχωνεύσεις αυτές, θεωρώντας το
ένα λιθαράκι στην κατεύθυνση της «αποδυνάμωσης της μειονοτικής
εκπαίδευσης».
«Η εκπαίδευση στα δημοτικά σχολεία λένε ότι είναι χαμηλού επιπέδου
επειδή είναι δίγλωσση» λέει ο Σαλί Κεχαγιά από το ΚΙΕΦ, «εμείς δεν
συμφωνούμε, γιατί όπου υπήρχαν καλοί δάσκαλοι, με όρεξη, εργάστηκαν και
τα παιδιά έμαθαν και τα τουρκικά και τα ελληνικά». Σε άλλο σημείο της
κουβέντας, όμως, παραδέχεται ότι οι περισσότεροι από τους δασκάλους
αυτούς διορίσθηκαν με βάση τις πολιτικές τους διασυνδέσεις και όχι την
ικανότητά τους.
Η Ελληνική Δημοκρατία προσπάθησε να δημιουργήσει μια αλυσίδα
ελληνόφωνων ιδρυμάτων, από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο, που
ολοκληρώνεται με την κατ’ εξαίρεση είσοδο στα πανεπιστήμια με ειδική
ποσόστωση. Κάθε χρόνο 150 απόφοιτοι από τη μειονότητα εισάγονται στα ΑΕΙ
της χώρας με βάση την ποσόστωση 5/1.000, που καθιέρωσε το 1995 ο κ.
Γιώργος Παπανδρέου ως υπουργός Παιδείας.
Η επιδίωξη σήμερα των μειονοτικών οικογενειών να εντάξουν τα παιδιά
τους στην αλυσίδα αυτή είναι παραπάνω από ξεκάθαρη. Συγκεκριμένα ο
αριθμός των 504 μειονοτικών μαθητών που φοιτούσαν στα δημόσια γυμνάσια
των νομών Ξάνθης και Ροδόπης τη σχολική χρονιά 1991-92 μέσα σε μία
δεκαετία υπερπενταπλασιάστηκε, φτάνοντας το 2010 τους 2.640. Η ίδια τάση
εμφανίζεται ακόμη μεγαλύτερη στα δημόσια λύκεια, έναντι των
μειονοτικών, ενώ μόνο την περυσινή χρονιά ο αριθμός των μουσουλμάνων που
σπούδαζαν στα δημόσια δημοτικά της Ροδόπης εκτινάχθηκε από το 6% στο
17%.
Η εκτίναξη αυτή οφείλεται εν μέρει και στην αυστηρότητα με την οποία η
Διεύθυνση Στοιχειώδους Εκπαίδευσης επέβαλε τη φοίτηση στο ελληνικό
δημόσιο νηπιαγωγείο προκειμένου να εγγραφεί κάποιο παιδί στη συνέχεια
στο δημοτικό. Ετσι ενώ οι μειονοτικοί μαθητές δημοτικών σχολείων στην
Ξάνθη αυξήθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια κατά 15 φορές και στη Ροδόπη κατά
10, οι μαθητές των μειονοτικών δημοτικών μειώθηκαν κατά 500 μαθητές
στην Ξάνθη και κατά 700 στη Ροδόπη.
Το ελληνικό δημόσιο σχολείο μοιάζει να κερδίζει τον αγώνα δρόμου με
τα μειονοτικά σχολεία, όμως αυτό έχει και παράπλευρες απώλειες, γιατί σε
κάποιο βαθμό ξυπνάει τη βαθιά καχυποψία των μειονοτικών - ιδιαίτερα
εκείνων που επιμένουν να αυτοπροσδιορίζονται Τούρκοι.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι στελέχη του ΚΙΕΦ, όπως η φιλόλογος
Σεβτάπ Χιντ, επιμένουν σε ένα παλαιό αίτημα των μειονοτικών –ετίθετο ήδη
από την εποχή του ιδρυτή του ΚΙΕΦ, Αχμέτ Σαδίκ– για την ανάγκη να
ιδρυθούν δίγλωσσα νηπιαγωγεία. «Oταν ένα παιδί από τη μειονότητα πάει
στο νηπιαγωγείο δεν μπορεί να προσαρμοσθεί για κάποιο μεγάλο χρονικό
διάστημα γιατί δεν τα ξέρει τα ελληνικά» λέει η κ. Χιντ. «Στην
οικογένεια δεν μιλάμε πάρα πολύ τα ελληνικά. Αν και παρακολουθούμε τα
ελληνικά προγράμματα στην τηλεόραση και έχουμε στον στενό μας κύκλο
φίλους χριστιανούς. Oμως θα ήταν καλύτερο να είχαμε δίγλωσση εκπαίδευση,
όπως σε πολλά άλλα κράτη της Ευρώπης. Νομίζω πως είναι δικαίωμά μας
αυτό».
Αυτή η αίσθηση του ετεροπροσδιορισμού από κάπου αλλού ενισχύεται από
την υποψία ότι το ελληνικό κράτος απεργάζεται το «κλείσιμο» του
μειονοτικού σχολείου. Οσοι το υποστηρίζουν αυτό, αναφέρουν ως παράδειγμα
το γεγονός ότι μειονοτικά σχολεία, όπως το ιστορικό «Τζελάλ Μπαγιάρ»
της Κομοτηνής, έχουν τμήματα άνω των 35 μαθητών κατά παράβαση της
σχετικής νομοθεσίας ή το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος επιχειρεί να
διορίσει δασκάλους ισλαμικής θεολογίας (ιμάμηδες) στα δημόσια σχολεία,
όπου διδάσκουν για πρώτη φορά.
Ο δύσκολος δρόμος για το τζαμί και τα μαθήματα Κορανίου
Αντιπρόεδρος του μειονοτικού ΚΙΕΦ είναι ο 35άρης δημοσιογράφος Οζάν
Αχμέτογλου. Είναι φιλικός, αλλά η διάθεσή του αλλάζει όταν φτάνουμε έξω
από το τζαμί του πομάκικου χωριού Κιμμέρια, στην Ξάνθη. «Η Αστυνομία»,
λέει ο Αχμέτογλου, «εμπόδιζε για καιρό εδώ την επισκευή του τζαμιού». Η
φράση του μας οδηγεί στον πυρήνα των αντιρρήσεων ορισμένων μειονοτικών:
στο θέμα των ιεροδιδασκάλων.
Ο βουλευτής Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης, επί χρόνια συντονιστής
της κυβερνητικής πολιτικής της Ν.Δ. για θέματα της Δυτικής Θράκης, ήταν
αυτός που θέσπισε νόμο το 2007, σύμφωνα με τον οποίο οι ιεροδιδάσκαλοι
που προσλαμβάνονται για να διδάξουν στα ελληνικά σχολεία καλούνταν να
διδάξουν και στα τζαμιά του νομού. Σύμφωνα με τον κ. Στυλιανίδη, θα ήταν
η πρώτη φορά που «οι δημόσιες Αρχές θα διόριζαν με διαφανή
χρηματοδότηση ανθρώπους που θεωρούν κατάλληλους για ιεροδιδασκάλους, οι
οποίοι με όλες τις αντιπαροχές που έχει ένας χριστιανός διδάσκαλος θα
μπορούσαν να παρέχουν εκπαιδευτικές και θεολογικές υπηρεσίες χωρίς να
χρειάζεται να πληρώνονται με μαύρα, όπως για πολλά χρόνια γινόταν από
την Ελλάδα ή και από την Τουρκία».
Ομως αυτή η νομοθετική διευθέτηση δεν άρεσε σε όλους τους
μειονοτικούς. Ρωτάμε τον αντιπρόεδρο του ΚΙΕΦ κ. Αχμέτογλου ποιο κράτος
θα πληρώσει τους ιεροδιδασκάλους, αν η μειονότητα δεν δέχεται να τους
πληρώσει το ελληνικό δημόσιο. Η εύλογη απάντηση είναι ότι το κενό θα
σπεύσει να καλύψει το τουρκικό κράτος, αλλά ο κ. Αχμέτογλου προβάλλει
διαφορετικό ισχυρισμό. «Η ίδια η μειονότητα», απαντά. «Οι χωρικοί
μαθαίνουν τα παιδιά τους τη θρησκεία τους. Δεν βλέπω τον λόγο η πολιτεία
να επεμβαίνει μέσα στο τζαμί».
Η απάντηση του κ. Αχμέτογλου είναι μία υπεκφυγή. Η υπηρεσία
θρησκευτικών υποθέσεων της Τουρκίας Diyanet διαθέτει έναν γιγάντιο
προϋπολογισμό 5,5 δισ. λιρών τον χρόνο, ενώ αντίστοιχα μεγάλους
προϋπολογισμούς διαθέτει και η υπηρεσία για τους Τούρκους του
εξωτερικού.
Ο άλλος βουλευτής Ροδόπης της Ν.Δ. όταν θεσπίστηκε ο νόμος
Στυλιανίδη –τώρα είναι στη ΔΗΜΑΡ– είναι ο μουσουλμάνος δικηγόρος Αχμέτ
Ιλχάν. Ο κ. Ιλχάν κρίνει το μέτρο θετικό μόνο εφόσον περιορίζεται στα
σχολεία, όπως θετικό κρίνει και το μέτρο της διδασκαλίας της τουρκικής
γλώσσας στα ελληνικά δημόσια σχολεία που επίσης θεσπίστηκε επί
Στυλιανίδη.
Εκεί που οι δύο πολιτικοί από τη Ροδόπη διαφωνούν είναι η εφαρμογή
του μέτρου για τους ιεροδιδάσκαλους στα τζαμιά. Και αυτό διότι, όπως
εξηγεί ο κ. Ιλχάν, τα κείμενα του Κορανίου ορίζουν ότι υπεύθυνοι για την
επιλογή των ιμάμηδων στα τζαμιά είναι εκείνοι που αποτελούν την ΟΥΜΑ,
τη θρησκευτική κοινότητα.
Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Το αντιμετωπίζει με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο η Γερμανία και η Γαλλία. Αλλά στη Θράκη οι αντιδράσεις
υπήρξαν αλυσιδωτές, και για πολλούς αποτελούν και ένα μέρος της εξήγησης
για τα ισχυρά ποσοστά του ΚΙΕΦ στις τελευταίες ευρωεκλογές.
Ετσι, από την αρχή της σχολικής χρονιάς 2013-14 οι ιεροκήρυκες
κάνουν τη μισή τους δουλειά –στα δημόσια σχολεία– καθώς στα «τζαμιά δεν
έχουν μπει ακόμα», λέει με ικανοποίηση ο κ. Αχμέτογλου. Το κόμμα του, το
ΚΙΕΦ, θεωρεί τον διορισμό των ιεροκηρύκων «παρέμβαση στη θρησκευτική
αυτονομία της μειονότητας».
Βέβαια, η Τουρκία άσκησε πιέσεις για να μην υπογραφούν από τους
μουφτήδες οι διορισμοί ιεροδιδασκάλων. Σύμφωνα με τον κ. Στυλιανίδη,
αυτό συμβαίνει καθώς με αυτούς τους διορισμούς «φεύγουμε από τον αόρατο
πόλεμο», αφού «ύστερα από πολλές δεκαετίες μπαίνουν κανόνες διαφάνειας
σε αυτούς που διδάσκουν το Κοράνι στην περιοχή». Πάντως για να συμβούν
όλα αυτά, έπρεπε να παρέμβουν το μονομελές και το τριμελές εφετείο
Θράκης, που με τις υπ’ αριθμόν 31/2014 και 50/2012 αποφάσεις επιδίκασαν
αποζημιώσεις στους ιεροκήρυκες που είχαν επιλεγεί αλλά παρέμεναν
αδιόριστοι από το 2008.
Ταυτόχρονα, οι ιμάμηδες που απασχολούνται στα τζαμιά που ελέγχουν οι
μη αναγνωρισμένοι από την Ελλάδα μουφτήδες (8 στα 10 τζαμιά στην πόλη
της Κομοτηνής) εξακολουθούν να πληρώνονται «μαύρα» από το τουρκικό
κράτος. Ετσι δημιουργείται το παράδοξο τα ίδια παιδιά που πηγαίνουν το
πρωί στο δημόσιο σχολείο να επισκέπτονται το απόγευμα τον μη
αναγνωρισμένο μουφτή στο τζαμί ή ακόμα και τα ιδιωτικά σχολεία Κορανίου.
Ιασμος, το χωριό όπου σπάνε οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις δύο κοινότητες
Η υπεροχή του τουρκικού προξενείου στα τζαμιά φάνηκε από την
παρουσία του «προξένου και των χοτζάδων», που καταγγέλλει ο υποψήφιος
δήμαρχος Ιάσμου Κυριάκος Αμούτζας. Στις πρόσφατες τοπικές εκλογές που
έγιναν ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές, ο κ. Αμούτζας έχασε στον Δήμο
Ιάσμου, όπου οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 70% του πληθυσμού και ο οποίος
αποτέλεσε ένα από τα δύο ισχυρότερα προπύργια του ΚΙΕΦ στις
ευρωεκλογές. Νικητής ήταν ο ουρολόγος κ. Καδή Ισμέτ. «Γιατί ο
(ψευδο)μουφτής της Ξάνθης, ο (ψευδο)μουφτής της Κομοτηνής, ο Τούρκος
πρόξενος ήταν κάθε μέρα στα τζαμιά της περιοχής και... “προσεύχονταν”
για την εκλογή Καδή Ισμέτ παίρνοντας μέρος σε μαγιές» (μνημόσυνα). Κατά
τον κ. Αμούτζα, αυτά γίνονταν με ιδιαίτερη ένταση μεταξύ της πρώτης και
δεύτερης Κυριακής.
Ο κ. Αμούτζας, που είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής στο Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο, ήταν «ξεγραμμένος» για τις ελληνικές Αρχές που, σύμφωνα με
πληροφορίες της «Κ», υποστήριξαν έναν άλλο μειονοτικό συνδυασμό, αυτόν
του αρχιτέκτονα Ερντογάν. Οταν ο Ερντογάν ήρθε τρίτος, «οι 346 ψήφοι του
στον Ιασμο την πρώτη Κυριακή πήγαν όλες στον Καδή Ισμέτ τη δεύτερη,
χωρίς να χαθεί μία ψήφος», λέει ο κ. Αμούτζας.
Ομως το ίδιο το παράδειγμα του κ. Αμούτζα, που δείχνει την
παντοδυναμία του τουρκικού προξενείου στα τζαμιά, είναι αυτό που δείχνει
και τους περιορισμούς του, καθώς ο 37χρονος χριστιανός από τη Ροδόπη,
που φρόντισε να έχει σημαντική παρουσία μουσουλμάνων στον συνδυασμό του
και ήταν ξεγραμμένος και από τις δύο «επίσημες» πλευρές, έχασε τον Δήμο
μόνο για 100 ψήφους. «Πρόκειται για ανθρώπους που ψήφισαν το ΚΙΕΦ (στις
Ευρωεκλογές)», λέει για τους ψηφοφόρους του ο Κ. Αμούτζας. «Ισως αν το
ψηφίζαμε και εμείς να έρχονταν συχνότερα στη Θράκη δημοσιογράφοι όπως
εσείς». Σε αυτό το συμπέρασμα δείχνει μια περίεργη σύμπνοια με τον κ.
Αχμέτογλου: «Και μόνο που είστε εδώ», μου λέει, «σημαίνει ότι είχε
αποτέλεσμα η ψήφος μας. Η Αθήνα άκουσε τη φωνή μας».