19 Φεβρουαρίου 2014

Κατερίνα Σώκου ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΩΚΟΥ Οι ΗΠΑ, η τρόικα και το Κυπριακό

http://ysterografa.gr/wp-content/uploads/2013/08/Antonis-Samaras-Barack-Obama-White-House.jpg
Ο αμερικανικός παράγοντας βρίσκεται πίσω από τις πρόσφατες εξελίξεις σε δύο μέτωπα μεγάλου ελληνικού ενδιαφέροντος, την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού αλλά και την επιστροφή της τρόικας στην Αθήνα. Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα φαίνεται να επανενεργοποιεί την αμερικανική διπλωματία στην Ευρώπη στο πλαίσιο μιας νέας έμφασης στην περιοχή. Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά θέματα, οι βάσεις γι’ αυτό έχουν τεθεί κατά τις επισκέψεις της ελληνικής και κυπριακής πολιτικής ηγεσίας στις ΗΠΑ τους προηγούμενους μήνες.

Οι ΗΠΑ δηλώνουν έτοιμες να παίξουν έναν «υποστηρικτικό ρόλο» για την επίλυση του Κυπριακού, καθώς θεωρούν ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για κάτι τέτοιο. Από το παρασκήνιο, οι Αμερικανοί ήδη εργάζονται προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαία η συγκυρία της υπογραφής του κοινού ανακοινωθέντος, λίγο μετά την επίσκεψη της υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ στην Κύπρο. Πλέον, είναι πιθανόν να αναλάβει μία διπλωματική πρωτοβουλία ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι.

Η βούληση της κυπριακής κυβέρνησης για την επίτευξη λύσης βρίσκεται στην ίδια κατεύθυνση με τα συμφέροντα των Αμερικανών, που επιδιώκουν μια συμφωνία το συντομότερο δυνατόν ώστε να κλείσει μία εστία αστάθειας σε μια δύσκολη περιοχή και να αξιοποιηθούν χωρίς απρόοπτα οι ενεργειακοί πόροι της κυπριακής ΑΟΖ. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αναζητήσει και αναπτύξει τους πόρους στις υπεράκτιες ζώνες της, ενώ μία ανακοίνωση του Λευκού Οίκου εκφράζει την άποψη ότι αυτοί «θα πρέπει να μοιραστούν δίκαια μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας συνολικής λύσης». Οι ΗΠΑ χαιρέτισαν εξάλλου τις προτάσεις του Κύπριου προέδρου Νίκου Αναστασιάδη «για ένα πακέτο τολμηρών και καινοτόμων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης», δηλώνοντας ότι θα εργασθούν διπλωματικά με όλες τις πλευρές για πιθανές πρωτοβουλίες, «συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη μελλοντική αναζωογόνηση της περιοχής της Αμμοχώστου».

Αλλά και στο οικονομικό πεδίο, οι Αμερικανοί εκτιμάται ότι έπαιξαν παρασκηνιακό ρόλο για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με την τρόικα, καθώς αναγνωρίζουν ότι ένα υψηλότερο του αναμενόμενου πρωτογενές πλεόνασμα θα δώσει θετικό μήνυμα, μειώνοντας παράλληλα το χρηματοδοτικό κενό που θα κληθούν να καλύψουν οι Ευρωπαίοι. Αναγνωρίζοντας τα διαφορετικά κίνητρα των τριών εταίρων της τρόικας, οι ΗΠΑ ενθάρρυναν την επίτευξη συμφωνίας εστιάζοντας στον «απώτερο στόχο». Για τις ΗΠΑ, αυτή η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα, η προσήλωση της χώρας στο ευρώ και τις μεταρρυθμίσεις και η επαρκής χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος.

Ωστόσο, οι θέσεις της Αθήνας περί αποχώρησης της τρόικας και εξόδου στις αγορές εντός του έτους προβληματίζουν το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, που κρίνει ασφαλέστερη για την Ευρωζώνη μια σταδιακή απεμπλοκή από τα προγράμματα στήριξης. Οπως τονίζουν χαρακτηριστικά παράγοντες με επενδυτική εμπειρία, «η πλήρης πρόσβαση στις αγορές μπορεί να έρθει μόνο όταν οι επενδυτές πιστέψουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν έχουν γίνει, ότι υπάρχει σταθερή κυβέρνηση συνασπισμού που μπορεί να τις εφαρμόσει και ότι υπάρχει μία χρηματοδοτική στρατηγική από τον επίσημο δανειοδοτικό τομέα που θα υποστηρίξει τη χώρα μέχρι να γίνουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις».

Οι Αμερικανοί υποστηρίζουν το ΔΝΤ στην έμφαση που δίνει στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις πιέσεις που ασκεί στους Ευρωπαίους ώστε να ικανοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού. Ωστόσο, φαίνονται πιο επιφυλακτικοί απέναντι σ’ ένα «κούρεμα» του χρέους. Ειδικοί όπως ο Ρόμπερτ Καν, συνεργάτης του Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής στην Ουάσιγκτον, θεωρούν ότι οι αυξανόμενες πιέσεις για μείωση του χρέους του δημόσιου τομέα προς τις αδύναμες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι ένας από τους παράγοντες που μπορεί να αποσταθεροποιήσουν την παγκόσμια οικονομία το τρέχον έτος. Σύμφωνα με τον κ. Καν, η συζήτηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους μπορεί να προκαλέσει τρομερή αβεβαιότητα στις αγορές, καθώς θα αυξήσει τον κίνδυνο μετάδοσης, με τη φυγή των επενδυτών και από άλλες χώρες που θα θεωρηθούν υποψήφιες για κάτι τέτοιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ