Μετά την απόφαση της διοίκησης της Χαλυβουργικής, μίας από τις παλαιότερες και ευρωστότερες επιχειρήσεις της εναπομείνασας βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα (συμφερόντων κ. Αγγελόπουλου), αλλά και της Χαλυβουργίας Ελλάδας (όμιλος Μάνεση), να θέσουν σε διαθεσιμότητα το σύνολο των εργαζομένων τους επικαλούμενες την αρνητική οικονομική συγκυρία και το υψηλό ενεργειακό κόστος, προμηνύεται ένα νέο κύμα λουκέτων σε παραγωγικές εταιρείες. Όπως γίνεται ημέρα με την ημέρα εμφανέστερο, το ακριβό βιομηχανικό ρεύμα και φυσικό αέριο, με τιμές από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, όπου ήδη οι τιμές είναι 3-4 φορές ακριβότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ, έχουν καταστήσει μη ανταγωνιστικές τις ελληνικές μονάδες, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό και θα μπορούσαν να στηρίξουν την ανάκαμψη της οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Χαλυβουργική, και αφορούν το σύνολο του κλάδου, από τα 2,5 εκατ. τόνους το 2008, προ κρίσης, η συνολική κατανάλωση χαλυβουργικών προϊόντων στη χώρα έπεσε στους 300.000 τόνους σήμερα, κυρίως λόγω καθίζησης της οικονομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, από στοιχεία της Ένωσης Χαλυβουργιών Ελλάδος προκύπτει ότι το 2013 η εσωτερική κατανάλωση έπεσε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 50 χρόνων. Είναι δε εφιαλτική η διαπίστωση ότι η αγορά έχει συρρικνωθεί κατά 85% σε σχέση με την προ της κρίσης εποχή. Από την άλλη πλευρά, τόσο οι βιομηχανίες χαλυβουργίας όσο και οι άλλες βιομηχανίες του μετάλλου δεν μπόρεσαν να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους, αφού το υψηλό κόστος ενέργειας, βασική παράμετρος διαμόρφωσης του κόστους για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, τις εμποδίζει από την παραγωγή προϊόντων σε διεθνώς ανταγωνιστικές τιμές.
Όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει το Energia. gr μέσα από αρθογραφία και ρεπορτάζ του,αλλά και όπως προειδοποιεί εδώ και ένα χρόνο η Ένωση Ενεργοβόρων Βιομηχανιών (ΕΒΙΚΕΝ), είναι επί θύραις η πλήρης κατάρρευση της εναπομείνασας βαριάς και ενεργοβόρου βιομηχανίας στην Ελλάδα ως συνέπεια του υψηλού ενεργειακού κόστους που επηρεάζει άμεσα τις εξαγωγές. Όπως επισημαίνει η ΕΒΙΚΕΝ οι κυβερνήσεις των ανταγωνιστικών χωρών στην Ευρώπη, παρά την κρίση και τους διάφορους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν λάβει και συνεχίζουν να λαμβάνουν σειρά μέτρων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στις δικές τους βιομηχανίες: από τις συμβάσεις διακοψιμότητας, που στην Ευρώπη ισχύουν αλλά στην Ελλάδα κόπηκαν από την Κομισιόν και την τρόικα (όπως διαδίδει η κυβέρνηση ), ως τις εξαιρέσεις σε τέλη και ειδικούς φόρους, τις εκπτώσεις στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις ενέργειας κ.λπ. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΒΙΚΕΝ, η τιμή του ρεύματος για τις ελληνικές χαλυβουργίες είναι 77 ευρώ/ MWh στην Υψηλή Τάση και 104,40ευρώ/ MWh στη Μέση Τάση. Οι αντίστοιχες τιμές στην Ιταλία είναι 30-35 ευρώ ευρώ / MWh , στη Γερμανία 35-40 ευρώ/ MWh, στη Γαλλία 40-46 ευρώ/ MWh και στ Βουλγαρία 46 ευρώ/Μ wh. Στοιχεία που φαίνεται ν’ αμφισβητεί σοβαρά η ΔΕΗ σύμφωνα με τελευταίες δηλώσεις του Προέδρου της και CEO Καθ. Αρθούρου Ζερβού.
Πώς πετυχαίνουν οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές αυτό που στην Ελλάδα της κρίσης φαίνεται ακατόρθωτο; διερωτάται η ΕΒΙΚΕΝ. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, βάσει νόμου που ψηφίστηκε το 2013 η εκεί ρυθμιστική αρχή χορήγησε εκπτώσεις στη βιομηχανία 5 έως 7 ευρώ/ MWh. Επιπρόσθετα, προβλέπονται μειώσεις τιμών λόγω των συμβάσεων «διακοψιμότητας», τη δυνατότητα του τοπικού Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρισμού, του ιταλικού ΑΔΜΗΕ δηλαδή, να συνάπτει συμβάσεις με τις μεγάλες βιομηχανίες για τη διακοπή της ηλεκτροδότησης όταν κρίνει ότι είναι απαραίτητο για την ευστάθεια του συστήματος. Όμως στην Ελλάδα και το συγκεκριμένο μέτρο μένει ανεφάρμοστο και με την τρόικα να φέρεται να έχει προτείνει σε αντάλλαγμα οι βιομηχανίες να παίρνουν έκπτωση στην τιμή ρεύματος. Προτάθηκε δε την οικονομική διαφορά, λόγω της έκπτωσης , να την καλύπτουν μεταξύ τους όλοι οι καταναλωτές ρεύματος και όχι οι ηλεκτροπαραγωγοί μέσω ενός ακόμη ειδικού τέλους. Και παρά το γεγονός ότι η συνολική επιβάρυνση για τους ηλεκτροπαραγωγούς υπερκαλύπτεται από την διαθεσιμότητα των μονάδων τους, και άρα την πώληση ηλεκτρικού ρεύματος, σε υψηλότερες τιμές .
Στην δε περίπτωση της Ελλάδος η εγχώρια βιομηχανία έχει επιπλέον ν’ αντιμετωπίσει και το υψηλό κόστος του φυσικού αερίου που εισάγεται κατά 65% από τη Ρωσία σε τιμές κατά μέσο όρο 30% ακριβότερες σε σχέση με τις άλλες χώρες στην ΕΕ και ως γνωστόν το φυσικό αέριο επηρεάζει το τελικό ενεργειακό κόστος είτε απ’ ευθείας λόγω της χρήσης του στη βιομηχανία, είτε εμμέσως ως καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής. ‘Όπως παρατηρούν παράγοντες της βιομηχανίας, οι τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ ενεργειακού κόστους σε Ελλάδα και ΕΕ καθιστούν εκ προοιμίου τις περισσότερες παραγωγικές βιομηχανικές μονάδες στην Ελλάδα μη ανταγωνιστικές και άρα τίθεται θέμα συνολικής αντιμετώπισης από την πολιτεία του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί. Οι ίδιοι παράγοντες υπογραμμίζουν ότι ενώ οι βιομηχανίες ζητούν φθηνό ρεύμα, που να στηρίζεται στο λιγνιτικό και το υδροηλεκτρικό κοστολόγιο της ΔΕΗ , η επιχείρηση αντιδρά δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να πουλά κάτω του κόστους ορίζοντας αυτή το κόστος σε υψηλά επίπεδα, και αγνοώντας τις αποσβέσεις των παλαιών μονάδων της. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμη η απόφαση που θα λάβει στις 28 Φεβρουαρίου η γενική συνέλευση της ΔΕΗ για την πώληση του ρεύματος στην «Αλουμίνιον της Ελλάδος», επίσης μία βιομηχανία που πλήττεται από την ακριβή ηλεκτρική ενέργεια.
Βάσει τελευταίων πληροφοριών από τις βιομηχανίες αλλά και από τη ΔΕΗ, η αντιπαράθεση γύρω από την υψηλή τιμή του βιομηχανικού ρεύματος αναμένεται να κλιμακωθεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες με την βιομηχανία να υποστηρίζει ότι υπάρχουν σοβαρά περιθώρια μείωσης του κόστους μόνο μέσα από την κατάργηση μιας σειράς άχρηστων χρεώσεων και περιττών φόρων με τις οποίες επιβαρύνεται η αξία του ρεύματος που πουλά η ΔΕΗ - με την άρση των υπερβολικών αυτών χρεώσεων να μπορεί να γίνει άμεσα με διοικητικές αποφάσεις χωρίς την προσφυγή στην νομοθετική διαδικασία. Όμως, όπως παρατηρούν κύκλοι της ΕΒΙΚΕΝ, «υπάρχουν κάποιοι μέσα στην κυβέρνηση που δεν έχουν πειστεί ότι το κόστος ενέργειας για τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, που στηρίζουν τις εξαγωγές και παράγουν ΑΕΠ και δημιουργούν απασχόληση, είναι 30-40% υψηλότερο συγκρινόμενο με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές. Δεν έχουν πειστεί ότι υπάρχει άμεση ανάγκη λήψης μέτρων για να μην χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας».
Είναι δε διάχυτη η εντύπωση στη βιομηχανία ότι το βαθύ κράτος των δημοσίων μονοπωλίων είναι αυτό που μπλοκάρει τα όποια μέτρα προσπάθησε να εφαρμόσει η κυβέρνηση, εξυπηρετώντας τα σχέδια τους ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) με πολλαπλά διαβήματα ακόμη και προς τον Πρωθυπουργό έχει κάνει σαφές ότι η μείωση του κόστους ενέργειας δεν μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή μόνο ενός μέτρου (ακόμη και εάν αυτό είναι η διακοψιμότητα) αλλά χρειάζεται μια συνολική προσέγγιση, ένα «πακέτο διάσωσης» για τη βιομηχανία κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο.