13 Ιανουαρίου 2014

Τρεις λόγοι για «περισσότερη Ευρώπη»

Το κείμενο είναι η εισήγηση του Γ. Χάμπερμας, στο Φόρουμ για την Ευρώπη κατά την ημερίδα των Γερμανών νομικών στις 21/9/12 στο Μόναχο

ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΧΑΜΠΕΡΜΑΣΚατά τον Γιούργκεν Χάμπερμας, τα προβλήματα (οικονομικά και πολιτικά) της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανάγονται (ή ορθότερα μεταφράζονται) σε προβλήματα εναρμόνισης, συμφιλίωσης και συνεννόησης ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές ζωής (τον καπιταλισμό από τη μία ως οικονομική μορφή ζωής και τη δημοκρατία από την άλλη ως πολιτική μορφή ζωής).
Οσοι ενδιαφερόμενοι (στην ελληνική κοινωνία) μελετήσουν με προσοχή τις ιδέες, τις απόψεις και την επιχειρηματολογία του Χάμπερμας, θα μπορέσουν να επεξεργασθούν εντελώς διαφορετικά πολιτικά προγράμματα (σε σχέση με αυτά που ισχύουν σήμερα) για να μπορέσει η ελληνική κοινωνία να υπερβεί την κρίση χρέους, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει εδώ και πέντε χρόνια (2009-2014). Ως καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και ως μαθητής του Γιούργκεν Χάμπερμας πήρα την πρωτοβουλία να του ζητήσω να παραχωρήσει ο ίδιος ο μεγάλος φιλόσοφος την άδεια να δημοσιεύσουμε το κείμενό του στην ελληνική γλώσσα, στην οποία και το μετέφρασα.
Θεόδωρος Γεωργίου


Στον φαύλο κύκλο μεταξύ αφενός των κερδοσκοπικών συμφερόντων των τραπεζών και των επενδυτών και αφετέρου της ευημερίας των λαών των υπερχρεωμένων κρατών, οι αγορές έχουν τον πρώτο λόγο

Του Γιούργκεν Χάμπερμας

1. Θα ήθελα να ξεκινήσω με κάποιες σκέψεις σχετικά με το ιστορικό πλαίσιο του συγκεκριμένου θέματος. Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν για μια πολιτικά και ηθικά επιβαρημένη Γερμανία λογικά επιβεβλημένη, ώστε να αποκατασταθεί η διεθνής εικόνα της χώρας, την οποία οι ίδιοι οι Γερμανοί είχαμε αμαυρώσει.

Η ένταξη στην Ευρώπη αποτέλεσε το πλαίσιο, εντός του οποίου μπόρεσε να συσταθεί η φιλελεύθερη αυτοσυνείδηση της μεταπολεμικής Γερμανίας. Η επώδυνη αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας στην πρώην Δυτική Γερμανία προέκυψε μέσα από ρήξεις, τις συνέπειες των οποίων βιώνουμε έως σήμερα. Σε αυτή τη βάση εδραιώθηκε μετά την επιτυχημένη επανένωση (με 17 εκατομμύρια κατοίκους, προερχόμενους από ένα άλλο σύστημα πολιτικής κοινωνικοποίησης) το αίσθημα ομαλότητας σε επίπεδο έθνους-κράτους.

Αυτή την ομαλότητα θέτει τώρα σε δοκιμασία το οξυμένο λόγω της κρίσης ευρωπαϊκό ζήτημα. Ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη, ο οποίος δικαιολογείται τόσο από δημογραφικής όσο και οικονομικής άποψης της χώρας, δεν ξυπνάει μόνο ιστορικά φαντάσματα στους γύρω μας, αλλά μας βάζει και τους ίδιους στον πειρασμό να ακολουθήσουμε μια μοναχική εθνική πορεία. Η απάντηση σε αυτό είναι η συνεπής συνέχιση της μετριοπαθούς πολιτικής συνεργασίας που ασκήθηκε στην πρώην Δυτική Γερμανία υπέρ μιας «Γερμανίας εντός της Ευρώπης».

2. Ενα δεύτερο επιχείρημα υπέρ μιας βαθύτερης πολιτικής ενοποίησης είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους στη σχέση πολιτικής και οικονομίας, η οποία συνεχίζεται έως σήμερα ως συνέπεια της νεοφιλελεύθερης αυτό-αποδυνάμωσης της πολιτικής. Η πολιτική είναι το μοναδικό μέσο που επιτρέπει στους πολίτες μιας δημοκρατίας να διαμορφώσουν σύμφωνα με τις προθέσεις τους το μέλλον τους και τα μέσα της κοινωνικής τους συμβίωσης μέσω συλλογικής δράσης. Οι αγορές, από την άλλη, αποτελούν αυτορρυθμιζόμενα συστήματα, τα οποία λειτουργώντας αποκεντρωμένα συντονίζουν έναν αδιευκρίνιστο αριθμό μεμονωμένων αποφάσεων.

Παρατηρώντας τα από κανονιστική σκοπιά, αμφότερα τα συστήματα αυτά αποτελούν δυνάμει παράγοντες διασφάλισης της ελευθερίας. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να θεωρήσει το δημοκρατικό κράτος δικαίου ως την ευφυή εκείνη επινόηση, η οποία προσφέρει στους πολίτες ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στην από κοινού διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι με ταυτόχρονη εγγύηση της ισότητας των ατομικών τους οικονομικών ελευθεριών, κάνοντας τα δύο αυτά συστήματα να αλληλοσυμπληρώνονται ως προς το τελικό τους αποτέλεσμα.

Ενα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σημερινής κρίσης είναι η κατάργηση αυτής της συμπληρωματικότητας. Στον φαύλο κύκλο μεταξύ αφενός των κερδοσκοπικών συμφερόντων των τραπεζών και των επενδυτών και αφετέρου της ευημερίας των λαών των υπερχρεωμένων κρατών, οι αγορές έχουν τον πρώτο λόγο. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν στελεχωθεί οι κυβερνήσεις σε τέτοιο βαθμό από έμπιστα άτομα των αγορών. Πάρτε για παράδειγμα τον Μάριο Μόντι ή τον Λουκά Παπαδήμο.

Οσο, λοιπόν, η πολιτική θα υποκύπτει στις πιέσεις της αγοράς, αψηφώντας την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, τόσο δυσχερέστερη θα καθίσταται η στοχευμένη παρέμβαση του δημοκρατικά θεσπισμένου δικαίου σε συστημικούς μηχανισμούς. Για να αντιστραφεί αυτή η τάση, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, απαιτείται από την πολιτική να ξανακερδίσει την ικανότητα δράσης της σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

3. Ενας τρίτος λόγος για την εκχώρηση περισσότερων κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα κράτη-μέλη στα ευρωπαϊκά όργανα έχει να κάνει με τη νομισματική πολιτική και συγκεκριμένα με τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης, οι οποίες στην περίπτωση της ευρωζώνης δεν πληρούνται.

Θα επαναλάβω μόνο τα επιχειρήματα από μία άλλη συζήτηση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μετά την εισαγωγή του ευρώ και την εφαρμογή ενός ενιαίου επιτοκίου, δεν κατάφερε να αντισταθμίσει την έντονη απόκλιση μεταξύ των εθνικών οικονομιών στους τομείς της ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Η απώλεια της δυνατότητας της νομισματικής υποτίμησης στερεί από τα κράτη-μέλη, τα οποία κατά τ’ άλλα διατηρούν την ανεξαρτησία τους στην άσκηση της δημοσιονομικής τους πολιτικής, τον σημαντικότερο μηχανισμό προσαρμογής τους (υπό τη μορφή ανατίμησης των εισαγόμενων αγαθών).

Οσο λιγότερο ομοιογενείς είναι οι επιμέρους οικονομίες και όσο περισσότερο διαφέρουν ως προς την ανταγωνιστικότητά τους τόσο επιτακτικότερη γίνεται η ανάγκη ύπαρξης αντισταθμιστικών μηχανισμών, όπως (κάτι που δεν υφίσταται στην Ευρώπη) μιας ευέλικτης προσαρμογής μισθών και τιμών, μίας υψηλής κινητικότητας εργατικού δυναμικού ή της μεταφοράς κονδυλίων, που μόνο στην περίπτωσή μας είναι δυνατή. Τέτοιοι μηχανισμοί λειτουργούν για παράδειγμα στις ΗΠΑ κυρίως μέσω συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας και διαρθρωτικών προγραμμάτων.

Οι οικονομολόγοι φαίνεται να συγκλίνουν στην άποψη ότι οι υφιστάμενες, ολοένα διογκούμενες ανισότητες εντός της ευρωζώνης δεν μπορούν να αμβλυνθούν και μεσοπρόθεσμα να περιοριστούν χωρίς τη μεταφορά κονδυλίων, αυστηρά εντός ενός πλαισίου κοινών διαρθρωτικών και οικονομικών πολιτικών. Ωστόσο, οι αρμοδιότητες για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων με υπερεθνική ισχύ δεν θα πρέπει να συγκεντρωθούν αποκλειστικά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διότι σε διακυβερνητικά διαπραγματευτικά συστήματα υπάρχει διάσταση μεταξύ αφενός της δημοκρατικής νομιμότητας και αφετέρου της αρμοδιότητας δράσης.

Για τη δημοκρατική νομιμοποίηση τέτοιων αποφάσεων απαιτείται πολύ περισσότερο η ισότιμη συμμετοχή ενός νομοθέτη, εκλεγμένου από το σύνολο των Ευρωπαίων πολιτών, ο οποίος θα είναι σε θέση να λαμβάνει αποφάσεις στη βάση κοινών ευρωπαϊκών συμφερόντων και όχι στο πλαίσιο μίας διαδικασίας διαμόρφωσης βούλησης, καθοριζόμενης από εθνικούς εγωισμούς, όπως έχει επικρατήσει σήμερα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

4. Τα τρία προηγούμενα επιχειρήματα αναφέρονται σε παλαιότερες εξελίξεις και δεν άπτονται των μέτρων για τη διευθέτηση της παρούσας κρίσης. Ωστόσο, παραπέμπουν σε προβλήματα που οι πολιτικοί παράγοντες με την αυξητική τους τακτική φροντίζουν επιμελώς να κρύβουν κάτω από το πέπλο ενός αδέσμευτου φιλοευρωπαϊσμού.

Οι υπεύθυνοι παρουσιάζουν τις αποφάσεις τους ως διορθωτικά μέτρα, για τα οποία τα εθνικά κοινοβούλια καλούνται ως συνήθως να σηκώσουν το βάρος της νομιμοποίησής τους. Κάπως έτσι πρέπει να ερμηνευτεί και η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, δηλαδή ως μία ανάσα ανακούφισης για την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση.

Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων σκέφτονται την επανεκλογή τους, τη στιγμή που ο πρόεδρος του Συμβουλίου, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχεδιάζουν μια «θεσμική αρχιτεκτονική» για μια «πραγματική» οικονομική και δημοσιονομική ένωση, «στη βάση μιας κοινής άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων που θα επιτρέπει την από κοινού λήψη πολιτικών μέτρων».

Στην ερώτησή μου για τις αρμοδιότητες που απαιτούνται για μια τέτοια «κοινή άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων», ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ μου είχε απαντήσει αυθόρμητα ότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε όχι μόνο την τροποποίηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών αλλά και πολλών εθνικών Συνταγμάτων. Εάν είναι αυτή η κρυφή ατζέντα των Βρυξελλών, αυτό θα σήμαινε ότι η κυβέρνησή μας παίζει επιδέξια διπλό παιχνίδι.

Η απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου του 2012 αποκτά υπό το πρίσμα της παραπάνω διττής κατάστασης άλλη σημασία, η οποία υπερβαίνει τον απλό πολιτικό-λειτουργικό της χαρακτήρα. Θα περίμενε κανείς το δικαστήριο να δώσει μια σαφή ερμηνεία ως προς το τι ισχύει. Κατά την άποψή μου, από την υφιστάμενη Ευρωπαϊκή Νομολογία δεν διαφαινόταν εάν το δικαστήριο θα αποφαινόταν υπέρ του εθνικού κράτους για χάρη της δημοκρατίας ή αντίθετα εάν θα υπερασπιζόταν τη δημοκρατία για χάρη του εθνικού κράτους.

Στην επιχειρηματολογία του, η οποία κρύβει μια στάση αναφανδόν υπέρ της κυριαρχικότητας, το δικαστήριο έχει το βλέμμα στραμμένο στα συγκοινωνούντα δοχεία του εθνικού και του ευρωπαϊκού δικαίου. Καθότι από την απόφαση προκύπτει ότι η αρχή της δημοκρατίας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 20, παρ. 2 του Συντάγματος, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο εντός του εθνικού πλαισίου, εξάντλησε το δικαστήριο την επιχειρηματολογία του, έχοντας κατά νου τη συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Σε αυτή την απόφαση δεν διακρίνω καμία εποικοδομητική συνεισφορά στην υπερεθνική προσπάθεια διάσωσης της εθνικά απειλούμενης δημοκρατίας. Το «ναι μεν αλλά» του σκεπτικού της απόφασης στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας φαίνεται να ενισχύει, έστω και μόνο λεκτικά κατ” αρχάς, τις δημοκρατικές αρχές, τις οποίες επικαλούνται οι ενάγοντες αλλά κατά τη δικαιική εφαρμογή τους σε δύσκολα τεχνοκρατικά ζητήματα φαίνεται να χάνεται η ουσία τους. Κατά τη δικαστική τους εφαρμογής, όμως, σε δύσκολα από κανονιστικής άποψης τεχνοκρατικά ζητήματα φαίνεται να χάνεται η ουσία τους.