«Δεν μπορούμε να δούμε την τελική μορφή ενός συστήματος που καταρρέει»,
εκτιμά ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνος
Τσουκαλάς, ο οποίος σε μια προσπάθεια να αξιολογήσει τα χαρακτηριστικά
της ελληνικής κοινωνίας στην απαρχή του 2014 μιλά στο naftemporiki.gr για αποφασιστική και απρόβλεπτη ρήξη με το παρελθόν.
Ποιες μεταβολές παρατηρείτε να σημειώνονται αυτήν την περίοδο στην ελληνική κοινωνία;
Το καινούριο στοιχείο είναι ότι παύει να ισχύει η πανάκεια που έχουμε όλοι στο μυαλό μας τα τελευταία 50-60 χρόνια και σύμφωνα με την οποία ότι ανάπτυξη σημαίνει καλό για όλους. Πλέον, δεχόμαστε όλοι ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να οδηγήσει στην καλυτέρευση της ζωής όλων. Και αυτό ισχύει παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα. Παύει να ισχύει το κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο είχαμε κατά κάποιον τρόπο υπογράψει. Τώρα ωφελούνται μόνο οι λίγοι και οι όλοι οι υπόλοιποι πείθονται ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να αποδεχτούν ότι επί μονίμου βάσεως θα γίνονται ολοένα και φτωχότεροι. Αυτό συνεπάγεται μία πλήρη ρήξη όχι απλώς με την οικονομιστική αντιμετώπιση της ανθρωπότητας αλλά και με τα πολιτιστικά δεδομένα πάνω στα οποία είχαν οικοδομηθεί τα κοινωνικά σύμβολα. Πώς είναι δυνατό να συνεχίσει να αναπαράγεται ένα σύστημα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πρέπει να πείθεται ότι δεν μπορεί να ελπίζει πως θα γίνει καλύτερη η ζωή του. Γι’ αυτό ακριβώς είναι άδηλες οι εξελίξεις.
Διακρίνετε ενδεχομένως θετικές αλλαγές σε επίπεδο νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας μετά το ξέσπασμα της κρίσης;
Η ελληνική κοινωνία διδάχτηκε τα τελευταία 50-60 χρόνια να λειτουργεί με μοναδικό στόχο τη μεγιστοποίηση των ατομικών εισοδημάτων και των απολαύσεων. Αυτό οδήγησε σε όλες τις συμπεριφορές τις οποίες γνωρίζουμε στη χώρα. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα σημειώθηκε πάρα πολύ γρήγορα και η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα ήρθε σε ρήξη με ένα μοντέλο -παραδοσιακό, οικογενειοκρατικό και, αν θέλετε, αγροτικό- το οποίο επικρατούσε ανέκαθεν. Από το 1955 έως το 1990 η Ελλάδα ζούσε ένα όνειρο, σύμφωνα με το οποίο μπορούσαμε όλοι πάρα πολύ γρήγορα να γίνουμε σαν τους άλλους, να έχουμε ψυγεία, να έχουμε τζιπ, να κάνουμε διακοπές στο Γκστάαντ. Αυτό οδήγησε στις συμπεριφορές της διαφθοράς, της «πελατείας» κ.ο.κ. που είναι όμως παρεπόμενα φαινόμενα της ριζικής ιδεολογικής ρήξης μιας κοινωνίας η οποία είχε μάθει να λειτουργεί πατροπαράδοτα και ξαφνικά πετάγεται στο χάος της άμεσης και συνεχούς μεγέθυνσης των πάντων. Αυτό που αλλάζει είναι ότι οι Έλληνες, ταχύτερα από τους υπόλοιπους, συνειδητοποιούν πως το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να δουλέψει. Η ασφάλεια των μεσαίων τάξεων καταρρέει: δεν υπάρχει η ασφάλεια ούτε της ιδιοκτησίας, ούτε των υπαλλήλων, ούτε των αγροτών, ούτε των μικρών επιχειρηματιών. Η ρήξη με το παρελθόν είναι αποφασιστική και δεν μπορούμε να δούμε την τελική μορφή που θα πάρει το σύστημα το οποίο σήμερα καταρρέει.
Πώς προσεγγίζετε το ζήτημα της ελληνικής μετανάστευσης;
Προφανώς δεν θα είναι καλό για την ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί όμως να καταδικάσει κανείς τους μετανάστες. Πρόκειται για ακόμη ένα σύμπτωμα της διάλυσης των κοινωνιών. Η μετανάστευση είναι η ρήξη ενός «κουκουλιού» στο οποίο είχαμε συνηθίσει στην Ελλάδα και το οποίο μας είχε επιτρέψει να ζούμε μέσα σε ένα σύστημα φαντασιακών σταθερών, οικογενειακών, εθνικών ή άλλων σχέσεων. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της ρήξης σε αυτούς που μένουν πίσω; Δεν το ξέρω.
Κάποιος Ιταλός θεωρητικός έχει μιλήσει για «γυμνές ζωές», δηλαδή για ανθρώπους διάφορων μορφωτικών και πολιτιστικών επιπέδων οι οποίοι δεν έχουν δικαιώματα, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να σκέφτονται. Όλα αυτά εγκυμονούν αβεβαιότητες. Ούτε οικογένειες σταθερές, ούτε έθνη σταθερά. Όλοι καταδικασμένοι νομάδες. Από τη μία νομάδες είναι εκείνοι που δεν μπορούν να ζήσουν διαφορετικά, από την άλλη νομάδες είναι εκείνοι που κατέχουν κεφάλαια. Το κεφάλαιο κυκλοφορεί σε μία θάλασσα ευκαιριών που δεν γνωρίζει ούτε τόπο, ούτε πατρίδα. Αποθηκεύεται στους εξωχώριους παραδείσους και κυκλοφορεί ελεύθερα και βραχυπρόθεσμα όπου βρει την καλύτερη ευκαιρία. Έχουμε δηλαδή ένα σύστημα νομαδισμού που αναφέρεται τόσο στους προνομιούχους όσο και στα υποχείρια.
Πώς μπορεί να ενισχυθεί η κλονισμένη εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών προς τους εγχώριους θεσμούς;
Όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες κρίσης, όταν έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνία η οποία οφείλει να συναποδέχεται ότι θα γίνεται φτωχότερη, τότε αυτό δεν είναι δυνατό να μην συνοδευτεί από την πλήρη αναξιοπιστία όλων των θεσμών, η οποία δεν οφείλεται μόνο στη λειτουργία των θεσμών αλλά και στην εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου όπως επιβάλλεται να το εσωτερικεύουν εκείνοι που μετέχουν στην κοινωνία και στο σύστημα. Πώς να μην είναι αναξιόπιστοι οι θεσμοί όταν η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δεν βλέπει προκοπή; Οι θεσμοί υπάρχουν για να διασφαλίζουν και να αναπαράγουν ένα σύστημα κοινωνικών ισορροπιών. Όταν καταρρέουν αυτές οι ισορροπίες, είναι φυσικό ότι όλοι οι θεσμοί, τουλάχιστον αυτοί που μετέχουν στην προδιαγραφή του γίγνεσθαι, δεν κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Υπό αυτήν την έννοια δεν αρκεί να πει κανείς ότι φταίει το Α ή το Β κόμμα. Από τη στιγμή που δεν είναι πια σαφές εάν και κατά πόσο το σύστημα μπορεί να αναπαραχθεί, είναι επόμενο το θεσμικό σύστημα το οποίο εκπροσωπεί την κοινωνία, είτε εκλέγεται, είτε δεν εκλέγεται, να έρχεται αντιμέτωπο με μία κλονισμένη αξιοπιστία.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ - vkost@naftemporiki.gr
Κάμερα-Μοντάζ: Βάνιας Σταυρακάκης
Ποιες μεταβολές παρατηρείτε να σημειώνονται αυτήν την περίοδο στην ελληνική κοινωνία;
Το καινούριο στοιχείο είναι ότι παύει να ισχύει η πανάκεια που έχουμε όλοι στο μυαλό μας τα τελευταία 50-60 χρόνια και σύμφωνα με την οποία ότι ανάπτυξη σημαίνει καλό για όλους. Πλέον, δεχόμαστε όλοι ότι η ανάπτυξη δεν μπορεί να οδηγήσει στην καλυτέρευση της ζωής όλων. Και αυτό ισχύει παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα. Παύει να ισχύει το κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο είχαμε κατά κάποιον τρόπο υπογράψει. Τώρα ωφελούνται μόνο οι λίγοι και οι όλοι οι υπόλοιποι πείθονται ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να αποδεχτούν ότι επί μονίμου βάσεως θα γίνονται ολοένα και φτωχότεροι. Αυτό συνεπάγεται μία πλήρη ρήξη όχι απλώς με την οικονομιστική αντιμετώπιση της ανθρωπότητας αλλά και με τα πολιτιστικά δεδομένα πάνω στα οποία είχαν οικοδομηθεί τα κοινωνικά σύμβολα. Πώς είναι δυνατό να συνεχίσει να αναπαράγεται ένα σύστημα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πρέπει να πείθεται ότι δεν μπορεί να ελπίζει πως θα γίνει καλύτερη η ζωή του. Γι’ αυτό ακριβώς είναι άδηλες οι εξελίξεις.
Διακρίνετε ενδεχομένως θετικές αλλαγές σε επίπεδο νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας μετά το ξέσπασμα της κρίσης;
Η ελληνική κοινωνία διδάχτηκε τα τελευταία 50-60 χρόνια να λειτουργεί με μοναδικό στόχο τη μεγιστοποίηση των ατομικών εισοδημάτων και των απολαύσεων. Αυτό οδήγησε σε όλες τις συμπεριφορές τις οποίες γνωρίζουμε στη χώρα. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα σημειώθηκε πάρα πολύ γρήγορα και η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα ήρθε σε ρήξη με ένα μοντέλο -παραδοσιακό, οικογενειοκρατικό και, αν θέλετε, αγροτικό- το οποίο επικρατούσε ανέκαθεν. Από το 1955 έως το 1990 η Ελλάδα ζούσε ένα όνειρο, σύμφωνα με το οποίο μπορούσαμε όλοι πάρα πολύ γρήγορα να γίνουμε σαν τους άλλους, να έχουμε ψυγεία, να έχουμε τζιπ, να κάνουμε διακοπές στο Γκστάαντ. Αυτό οδήγησε στις συμπεριφορές της διαφθοράς, της «πελατείας» κ.ο.κ. που είναι όμως παρεπόμενα φαινόμενα της ριζικής ιδεολογικής ρήξης μιας κοινωνίας η οποία είχε μάθει να λειτουργεί πατροπαράδοτα και ξαφνικά πετάγεται στο χάος της άμεσης και συνεχούς μεγέθυνσης των πάντων. Αυτό που αλλάζει είναι ότι οι Έλληνες, ταχύτερα από τους υπόλοιπους, συνειδητοποιούν πως το μοντέλο αυτό δεν μπορεί να δουλέψει. Η ασφάλεια των μεσαίων τάξεων καταρρέει: δεν υπάρχει η ασφάλεια ούτε της ιδιοκτησίας, ούτε των υπαλλήλων, ούτε των αγροτών, ούτε των μικρών επιχειρηματιών. Η ρήξη με το παρελθόν είναι αποφασιστική και δεν μπορούμε να δούμε την τελική μορφή που θα πάρει το σύστημα το οποίο σήμερα καταρρέει.
Πώς προσεγγίζετε το ζήτημα της ελληνικής μετανάστευσης;
Προφανώς δεν θα είναι καλό για την ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί όμως να καταδικάσει κανείς τους μετανάστες. Πρόκειται για ακόμη ένα σύμπτωμα της διάλυσης των κοινωνιών. Η μετανάστευση είναι η ρήξη ενός «κουκουλιού» στο οποίο είχαμε συνηθίσει στην Ελλάδα και το οποίο μας είχε επιτρέψει να ζούμε μέσα σε ένα σύστημα φαντασιακών σταθερών, οικογενειακών, εθνικών ή άλλων σχέσεων. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της ρήξης σε αυτούς που μένουν πίσω; Δεν το ξέρω.
Κάποιος Ιταλός θεωρητικός έχει μιλήσει για «γυμνές ζωές», δηλαδή για ανθρώπους διάφορων μορφωτικών και πολιτιστικών επιπέδων οι οποίοι δεν έχουν δικαιώματα, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να σκέφτονται. Όλα αυτά εγκυμονούν αβεβαιότητες. Ούτε οικογένειες σταθερές, ούτε έθνη σταθερά. Όλοι καταδικασμένοι νομάδες. Από τη μία νομάδες είναι εκείνοι που δεν μπορούν να ζήσουν διαφορετικά, από την άλλη νομάδες είναι εκείνοι που κατέχουν κεφάλαια. Το κεφάλαιο κυκλοφορεί σε μία θάλασσα ευκαιριών που δεν γνωρίζει ούτε τόπο, ούτε πατρίδα. Αποθηκεύεται στους εξωχώριους παραδείσους και κυκλοφορεί ελεύθερα και βραχυπρόθεσμα όπου βρει την καλύτερη ευκαιρία. Έχουμε δηλαδή ένα σύστημα νομαδισμού που αναφέρεται τόσο στους προνομιούχους όσο και στα υποχείρια.
Πώς μπορεί να ενισχυθεί η κλονισμένη εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών προς τους εγχώριους θεσμούς;
Όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες κρίσης, όταν έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνία η οποία οφείλει να συναποδέχεται ότι θα γίνεται φτωχότερη, τότε αυτό δεν είναι δυνατό να μην συνοδευτεί από την πλήρη αναξιοπιστία όλων των θεσμών, η οποία δεν οφείλεται μόνο στη λειτουργία των θεσμών αλλά και στην εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου όπως επιβάλλεται να το εσωτερικεύουν εκείνοι που μετέχουν στην κοινωνία και στο σύστημα. Πώς να μην είναι αναξιόπιστοι οι θεσμοί όταν η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δεν βλέπει προκοπή; Οι θεσμοί υπάρχουν για να διασφαλίζουν και να αναπαράγουν ένα σύστημα κοινωνικών ισορροπιών. Όταν καταρρέουν αυτές οι ισορροπίες, είναι φυσικό ότι όλοι οι θεσμοί, τουλάχιστον αυτοί που μετέχουν στην προδιαγραφή του γίγνεσθαι, δεν κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Υπό αυτήν την έννοια δεν αρκεί να πει κανείς ότι φταίει το Α ή το Β κόμμα. Από τη στιγμή που δεν είναι πια σαφές εάν και κατά πόσο το σύστημα μπορεί να αναπαραχθεί, είναι επόμενο το θεσμικό σύστημα το οποίο εκπροσωπεί την κοινωνία, είτε εκλέγεται, είτε δεν εκλέγεται, να έρχεται αντιμέτωπο με μία κλονισμένη αξιοπιστία.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ - vkost@naftemporiki.gr
Κάμερα-Μοντάζ: Βάνιας Σταυρακάκης