Του Χρήστου Ιακώβου
Το βιβλίο «Foxbats over Dimona» (Yale University Press), είναι, κατ’ αρχάς, ένα προκλητικό επιστημονικό σύγγραμμα για μία από τις πιο οριακές στιγμές στην ιστορία της Μέσης Ανατολής αλλά και του διεθνούς συστήματος κατά τον εικοστό αιώνα κι’ αυτό το καθιστά ενδιαφέρον, με συνέπεια να αποτελεί εύκολη βορά προς ανάγνωση.
Το κύριο επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι ο Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος των Έξι Ημερών (1967) προεκλήθη από την Σοβιετική Ένωση. Αυτό που ουσιαστικά επιχειρούν να καταδείξουν οι συγγραφείς, Isabella Ginor και Gideon Remez (αμφότεροι ερευνητές στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ), είναι ότι ο στόχος της Σοβιετικής Ένωσης ήταν να δημιουργήσει συνθήκες οι οποίες θα της επέτρεπαν να επέμβει στο πλευρών των Αράβων και με αυτό τον τρόπο να προκαλέσει σημαντική υποχώρηση των ΗΠΑ στην περιοχή.
Στόχος δηλαδή της Μόσχας ήταν να πετύχει κάτι ανάλογο και ίσως περισσότερο με αυτό που πέτυχε στην κρίση του Σουέζ το 1956, όταν ανάγκασε τη Μ. Βρετανία σε υποχώρηση και συρρίκνωση ισχύος στην Μέση Ανατολή. Κατά τους συγγραφείς οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να ανταποδώσουν για το στρατηγικό τους ολίσθημα κατά τη κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962.
Το βιβλίο έχει βεβαίως και το πρόσθετο επίκαιρο ενδιαφέρον λόγο της τρέχουσας αναθεωρητικής πολιτικής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, και πιο ειδικά στην πολυεπίπεδη δραστηριότητά την οποία αναπτύσσει γύρω από την κρίση στη Συρία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράθεση μεγάλου όγκου πρωτογενούς υλικού, μεταξύ των οποίων και συνεντεύξεις από πρώην Σοβιετικούς αξιωματικούς οι οποίοι ευρίσκοντο σε ετοιμότητα να επέμβουν το 1967. Έτσι εξηγείται και ο τίτλος του βιβλίου «Foxbats over Dimona», ο οποίος αναφέρεται στην περιγραφή των πιο σύγχρονων τότε Σοβιετικών μαχητικών αεροπλάνων, των MIG-25.
Σύμφωνα με το βιβλίο οι Σοβιετικοί πέταξαν πάνω από τον Ισραηλινό πυρηνικό αντιδραστήρα στη Ντιμόνα και ότι το Ισραήλ δεν είχε τη δυνατότητα να τους σταματήσει. Αυτή κυρίως η πράξη ήταν, σύμφωνα με τους συγγραφείς, το γεγονός που προκάλεσε την Ισραηλινή επίθεση. Υποστηρίζουν ότι το Σοβιετικό σχέδιο απέτυχε στο τέλος εξαιτίας της επιτυχούς Ισραηλινής άμεσης επίθεσης, γεγονός που καθιστούσε οποιαδήποτε Σοβιετική επέμβαση, στο πλευρό των Αράβων, μάταιη.
Μία άλλη πρωτοτυπία του βιβλίου είναι ότι η αφήγηση των πολεμικών επιχειρήσεων κινείται έξω από το πλαίσιο της μέχρι τώρα συμβατικής ιστορικής αφήγησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος των Έξι Ημερών ήταν η ακούσια συνέπεια ενεργειών που ανελήφθησαν από την Αίγυπτο, τη Συρία και το Ισραήλ.
Παρά το ότι οι δύο συγγραφείς παρουσιάζουν ευρύ υλικό για να υποστηρίξουν το βασικό τους επιχείρημα, ότι δηλαδή οι Σοβιετική Ένωση ευρίσκετο σε ετοιμότητα να επέμβει, εντούτοις βρίσκω το συμπέρασμά τους να παρουσιάζει κενά. Ακόμη και η συμβατική αφήγηση αποδέχεται το ρόλο των Σοβιετικών στην έναρξη του πολέμου, ειδικά στον τρόπο με τον οποίο παραπλάνησαν τον Νάσσερ, λέγοντάς του ότι το Ισραήλ ήταν έτοιμο να επιτεθεί κατά της Συρίας. Όμως, υπάρχει μεγάλη διαφορά να υποστηρίζεις ότι οι Σοβιετικοί έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο σε μία στιγμή αδυναμίας των ΗΠΑ στο Βιετνάμ από το ότι η ΕΣΣΔ ήταν έτοιμη να επέμβει σε ένα πόλεμο που η ίδια προκάλεσε, κατευθύνοντας μάλιστα και τα γεγονότα.
Παρά το ότι στο βιβλίο υπάρχει πληθώρα υλικού που ενισχύει την άποψη των συγγραφέων ότι Σοβιετικές ναυτικές δυνάμεις ήσαν έτοιμες να επέμβουν εντούτοις δεν παρατίθεται επαρκές αρχειακό υλικό που να καταδεικνύει ετοιμότητα χερσαίων δυνάμεων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση του πολέμου. Θεωρώ εξαιρετικά προβληματική την θέση ότι η ΕΣΣΔ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει το 1967 εκείνες τις αναγκαίες δυνάμεις για να υλοποιήσει τέτοιο στόχο.
Επιπλέον, για να δεχθεί κάποιος τα συμπεράσματα των συγγραφέων θα πρέπει να αναθεωρήσει πλήρως την Σοβιετική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή, από την κρίση του Σουέζ μέχρι το 1967. Θεωρώ, αντιθέτως προς τους συγγραφείς, ότι η Σοβιετική πολιτική στην περιοχή είχε επίγνωση της αδυναμίας ισχύος έναντι των ΗΠΑ και ως εκ τούτου ήταν εξαιρετικά προσεκτική να μην παίρνει μεγάλα ρίσκα.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι το πρωτογενές υλικό του βιβλίου δεν μπορεί να υποστηρίξει το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, ότι δηλαδή οι Σοβιετικοί επεδίωξαν να προκαλέσουν τον πόλεμο του 1967. Έχει όμως κάτι καινούργιο να παρουσιάσει στην βιβλιογραφία, το ότι οι Σοβιετικοί εκ των πραγμάτων σχεδίαζαν να επέμβουν στον πόλεμο των Έξι Ημερών.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Το βιβλίο «Foxbats over Dimona» (Yale University Press), είναι, κατ’ αρχάς, ένα προκλητικό επιστημονικό σύγγραμμα για μία από τις πιο οριακές στιγμές στην ιστορία της Μέσης Ανατολής αλλά και του διεθνούς συστήματος κατά τον εικοστό αιώνα κι’ αυτό το καθιστά ενδιαφέρον, με συνέπεια να αποτελεί εύκολη βορά προς ανάγνωση.
Το κύριο επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι ο Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος των Έξι Ημερών (1967) προεκλήθη από την Σοβιετική Ένωση. Αυτό που ουσιαστικά επιχειρούν να καταδείξουν οι συγγραφείς, Isabella Ginor και Gideon Remez (αμφότεροι ερευνητές στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ), είναι ότι ο στόχος της Σοβιετικής Ένωσης ήταν να δημιουργήσει συνθήκες οι οποίες θα της επέτρεπαν να επέμβει στο πλευρών των Αράβων και με αυτό τον τρόπο να προκαλέσει σημαντική υποχώρηση των ΗΠΑ στην περιοχή.
Στόχος δηλαδή της Μόσχας ήταν να πετύχει κάτι ανάλογο και ίσως περισσότερο με αυτό που πέτυχε στην κρίση του Σουέζ το 1956, όταν ανάγκασε τη Μ. Βρετανία σε υποχώρηση και συρρίκνωση ισχύος στην Μέση Ανατολή. Κατά τους συγγραφείς οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να ανταποδώσουν για το στρατηγικό τους ολίσθημα κατά τη κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962.
Το βιβλίο έχει βεβαίως και το πρόσθετο επίκαιρο ενδιαφέρον λόγο της τρέχουσας αναθεωρητικής πολιτικής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή, και πιο ειδικά στην πολυεπίπεδη δραστηριότητά την οποία αναπτύσσει γύρω από την κρίση στη Συρία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράθεση μεγάλου όγκου πρωτογενούς υλικού, μεταξύ των οποίων και συνεντεύξεις από πρώην Σοβιετικούς αξιωματικούς οι οποίοι ευρίσκοντο σε ετοιμότητα να επέμβουν το 1967. Έτσι εξηγείται και ο τίτλος του βιβλίου «Foxbats over Dimona», ο οποίος αναφέρεται στην περιγραφή των πιο σύγχρονων τότε Σοβιετικών μαχητικών αεροπλάνων, των MIG-25.
Σύμφωνα με το βιβλίο οι Σοβιετικοί πέταξαν πάνω από τον Ισραηλινό πυρηνικό αντιδραστήρα στη Ντιμόνα και ότι το Ισραήλ δεν είχε τη δυνατότητα να τους σταματήσει. Αυτή κυρίως η πράξη ήταν, σύμφωνα με τους συγγραφείς, το γεγονός που προκάλεσε την Ισραηλινή επίθεση. Υποστηρίζουν ότι το Σοβιετικό σχέδιο απέτυχε στο τέλος εξαιτίας της επιτυχούς Ισραηλινής άμεσης επίθεσης, γεγονός που καθιστούσε οποιαδήποτε Σοβιετική επέμβαση, στο πλευρό των Αράβων, μάταιη.
Μία άλλη πρωτοτυπία του βιβλίου είναι ότι η αφήγηση των πολεμικών επιχειρήσεων κινείται έξω από το πλαίσιο της μέχρι τώρα συμβατικής ιστορικής αφήγησης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος των Έξι Ημερών ήταν η ακούσια συνέπεια ενεργειών που ανελήφθησαν από την Αίγυπτο, τη Συρία και το Ισραήλ.
Παρά το ότι οι δύο συγγραφείς παρουσιάζουν ευρύ υλικό για να υποστηρίξουν το βασικό τους επιχείρημα, ότι δηλαδή οι Σοβιετική Ένωση ευρίσκετο σε ετοιμότητα να επέμβει, εντούτοις βρίσκω το συμπέρασμά τους να παρουσιάζει κενά. Ακόμη και η συμβατική αφήγηση αποδέχεται το ρόλο των Σοβιετικών στην έναρξη του πολέμου, ειδικά στον τρόπο με τον οποίο παραπλάνησαν τον Νάσσερ, λέγοντάς του ότι το Ισραήλ ήταν έτοιμο να επιτεθεί κατά της Συρίας. Όμως, υπάρχει μεγάλη διαφορά να υποστηρίζεις ότι οι Σοβιετικοί έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο σε μία στιγμή αδυναμίας των ΗΠΑ στο Βιετνάμ από το ότι η ΕΣΣΔ ήταν έτοιμη να επέμβει σε ένα πόλεμο που η ίδια προκάλεσε, κατευθύνοντας μάλιστα και τα γεγονότα.
Παρά το ότι στο βιβλίο υπάρχει πληθώρα υλικού που ενισχύει την άποψη των συγγραφέων ότι Σοβιετικές ναυτικές δυνάμεις ήσαν έτοιμες να επέμβουν εντούτοις δεν παρατίθεται επαρκές αρχειακό υλικό που να καταδεικνύει ετοιμότητα χερσαίων δυνάμεων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση του πολέμου. Θεωρώ εξαιρετικά προβληματική την θέση ότι η ΕΣΣΔ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει το 1967 εκείνες τις αναγκαίες δυνάμεις για να υλοποιήσει τέτοιο στόχο.
Επιπλέον, για να δεχθεί κάποιος τα συμπεράσματα των συγγραφέων θα πρέπει να αναθεωρήσει πλήρως την Σοβιετική εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή, από την κρίση του Σουέζ μέχρι το 1967. Θεωρώ, αντιθέτως προς τους συγγραφείς, ότι η Σοβιετική πολιτική στην περιοχή είχε επίγνωση της αδυναμίας ισχύος έναντι των ΗΠΑ και ως εκ τούτου ήταν εξαιρετικά προσεκτική να μην παίρνει μεγάλα ρίσκα.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι το πρωτογενές υλικό του βιβλίου δεν μπορεί να υποστηρίξει το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει, ότι δηλαδή οι Σοβιετικοί επεδίωξαν να προκαλέσουν τον πόλεμο του 1967. Έχει όμως κάτι καινούργιο να παρουσιάσει στην βιβλιογραφία, το ότι οι Σοβιετικοί εκ των πραγμάτων σχεδίαζαν να επέμβουν στον πόλεμο των Έξι Ημερών.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών