13 Ιανουαρίου 2014

Ο «Τούρκος» υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας

http://efylakas.files.wordpress.com/2009/07/cyprus-map-19551.jpg
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ την επικείμενη επίσκεψη του Προέδρου Αναστασιάδη στο Λονδίνο, όπου στις 15 του μηνός προγραμματίζεται συνάντησή του με τον Βρετανό Πρωθυπουργό Κάμερον, θυμήθηκα και ευτυχώς εντόπισα γρήγορα την πηγή στο αρχείο μου, ένα άρθρο του συντηρητικού βουλευτή Randolf S. Churchill, γιου του γνωστού Churchill, που δημοσιεύθηκε στο συντηρητικό περιοδικό The Spectator (July 13, 1956, σελ. 54). Το άρθρο έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Our Turkish Foreign Secretary». O Churchill έγραφε σαρκαστικά και σκωπτικά για την κατάντια της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του (ήταν θέμα μηνών να ευνουχισθεί ο βρετανικός λέοντας στο Σουέζ) που στο ζήτημα της Κύπρου και όχι μόνο, θεωρούσε ότι βρισκόταν στο έλεος της Τουρκίας. «Ποιος ελέγχει τη βρετανική εξωτερική πολιτική»;
Κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ο ΥΠΕΞ ο κ. Selwyn Loyd έχει την οποιανδήποτε σχέση με αυτή. Και έχει βέβαια καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι το γεγονός αυτό δεν έχει καμία σημασία αφού ο Πρωθυπουργός, ο Sir Anthony Eden, ελέγχει τα πράγματα στον τομέα αυτό. Ωστόσο όλοι βλέπουμε ότι η δευτερεύουσα αυτή ιδέα είναι μια φαντασίωση. Ο άνθρωπος που ελέγχει τη βρετανική εξωτερική πολιτική είναι ένας Τούρκος κύριος (gentleman) o (Πρωθυπουργός) Μεντερές. Σε κατ' ιδίαν συζητήσεις ο Churchill ήταν πολύ πιο ευθύς αλλά και αθυρόστομος.

Ο γνωστότατος τότε δημοσιογράφος των «Τhe New York Times» και πολυγραφότατος συγγραφέας Arthur Leo Sulzberger, καταγράφει τον Churchill να αναφέρεται ως εξής: «Κανείς δεν διευθύνει το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Δεν είναι ο μαλάκας ("μαλάκας", ήταν ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο ο Churchill αλλά και ο ομοϊδεάτης του Julian Amery περιέγραφαν και αποκαλούσαν τον Πρωθυπουργό Eden). Δεν είναι ο Lloyd. Είναι εκείνος ο σκατάς, ο Μεντερές». Στα λόγια του Churchill και στα επίθετα που χρησιμοποιεί εντοπίζεται η μέχρι σήμερα πολιτική κακοδαιμονία του Κυπριακού.

Σε πολιτικό επίπεδο αυτό μεταφράζεται, σηματοδοτεί και σημαίνει ένα και μόνο. Αυτό είναι η παραχώρηση από τότε στην Τουρκία από τους Βρετανούς «δικαίωμα βέτο» πάνω στην Κύπρο. Από το 1955 μέχρι το 1959 οι Βρετανοί φρόντισαν ώστε το «δικαίωμα» αυτό να οπλισθεί με εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία- βία, ρατσισμό και περισπούδαστους νομικισμούς, ώστε να λειτουργεί διαχρονικά και αποτελεσματικά. Τα απομνημονεύματα και των δύο πρωθυπουργών της περιόδου και μόνο, του ρεζιλεμένου επιδρομέα του Σουέζ Ήντεν και του διαδόχου του φλεγματικού Μακμίλλαν, επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τη διαπίστωση αυτή, όπως επίσης και την απύθμενη εμπάθεια και τω δύο κατά της καταπληκτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού.

Όπως επίσης επιβεβαιώνεται και επιστημονικά με την εμβληματική μελέτη της περιόδου από τον Βρετανό ιστορικό Robert Holland (Η Βρετανία και ο Κυπριακός Αγώνας, Εκδόσεις Ποταμός, 1999). «Ουδέποτε» οι Βρετανοί (και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα και για τους «μάστρους» τους, τους Αμερικανούς) ενδιαφέρθηκαν να βρουν λύση για την Κύπρο. Ως καταξιωμένοι αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές εφάρμοσαν από την αρχή στην Κύπρο τη δοκιμασμένη «στρατηγική της έντασης» που αποσκοπούσε και μόνο να παρουσιάσει στη διεθνή κοινή γνώμη (βρετανική και αμερικανική, βασικά) τη βρετανική θέση (και κατ' επέκταση την τουρκική) ως «μετριοπαθή» και την ελληνική ως «εξτρεμιστική».

 Το όλο βρετανικό εγχείρημα μέχρι το 1957 ήταν ένα καλά σχεδιασμένο εγχείρημα προπαγάνδας με κορυφαία στιγμή την εξορία του Μακάριου, που οργανώθηκε έτσι ώστε να ακολουθήσει πόλωση και βία που βόλευε αφάνταστα τους διοργανωτές της όπως και τον Τούρκο ΥΠΕΞ της Βρετανίας. Τα λεγόμενα και διαφημιζόμενα «σχέδια» λύσης της περιόδου (Χάρτινγκ κ.λπ.) εντάσσονταν σε αυτό το σκεπτικό και μόνο.

 Είναι το ίδιο σκεπτικό που διαπιστώνεται μέχρι τις μέρες μας με το «Κυπριακό» να έχει μετεξελιχθεί σε (αμερικανική) «διαδικασία» με σκοπό και στόχο είτε το κλείσιμό του στη βάση των προδιαγραφών της Άγκυρας ή τη μεταφορά «ευθύνης» σε εμάς τους αδιάλλακτους. Αυτό ήταν το Ανάν του 2004. Ήταν το «βέτο» της Τουρκίας στην πράξη και η περίτρανη «απόδειξη» της δικής μας αδιαλλαξίας. Γι' αυτό και δεν θα σταματήσουν ποτέ να πιπιλούν αυτή την καραμέλα με μπροστάρηδες πάντα τους δικούς μας ιδεοληπτικούς ανανιστές. Η βαλίτσα πάει πολύ πίσω.

Αυτό το «δικαίωμα βέτο» της Τουρκίας πάνω στην Κύπρο ενισχύθηκε δραματικά και θεαματικά τη δεκαετία του 1960 όταν η Ουάσινγκτον, επηρεαζόμενη αρχικά από το Λονδίνο αλλά και για δικούς της λόγους που γρήγορα έγιναν αυτόνομοι και κυρίαρχοι, το υιοθέτησε με τον ίδιο φανατισμό όπως και το Λονδίνο. Η λογική του Churchill για τον Eden έγινε και η λογική των Αμερικανών, αρχικά για τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ινονού και όσους από τότε τον διαδέχθηκαν μέχρι και τον σημερινό ισλαμιστή πρωθυπουργό Ερντογάν. Αυτή την πραγματικότητα της παραχώρησης βέτο της Τουρκίας επί της Κύπρου από τους Αγγλοαμερικανικούς δεν την κατανόησαν ποτέ οι δικοί μας ταγοί σε Αθήνα και Λευκωσία. Την κατανόησε μόνο ο Μακάριος.

Όταν το αντιλήφθηκε τη δεκαετία του 1950 προσπάθησε να προκαταλάβει τις αγγλοτουρκικές μηχανορραφίες (το επερχόμενο διχοτομικό σχέδιο Μακμίλλαν του 1958 και τις σφαγές αθώων που προηγήθηκαν για την προετοιμασία του με την ενθάρρυνση των Βρετανών) με την πρόταση για την ανεξαρτησία. Και τη δεκαετία του 1960 προσπαθώντας σχεδόν μόνος του, αλλά με εργαλείο την έστω και κολοβή κρατική κυριαρχία, να θωρακίσει την κυπριακή ανεξαρτησία έναντι της βουλιμίας της Άγκυρας και των πατρόνων της αλλά και δυστυχώς έναντι των λαγόκαρδων ενεργούμενών τους σε Ελλάδα και Κύπρο που τον κτυπούσαν συνεχώς πισώπλατα.  

Λίγα χρόνια μετά το προδοτικό πραξικόπημα, που άνοιξε τις κερκόπορτες για τον Αττίλα, ο κατεξοχήν ιδεολόγος της ενωτικής παράταξης στην Κύπρο, αρχιπραξικοπηματίας και δεξί χέρι του Γρίβα, Σπύρος Παπαγεωργίου, αναλογιζόμενος την καταστροφή, παραδέχθηκε δημόσια και σε βιβλίο του (Μακαριος, 1976 ) ότι «είχε δίκιο ο Μακάριος» όταν αγωνιζόταν να θωρακίσει την ανεξαρτησία της Κύπρου έναντι των λογής-λογής εχθρών της. Το «είχε δίκιο ο Μακάριος όταν μας έλεγε» ότι τα πρόβληματα στα ελληνοτουρκικά δεν ήταν η Κύπρος αλλά η δομική επιθετικότητα της Άγκυρας, παραδέχθηκε και ένας ακόμη όχι τυχαίος επικριτής του, όταν τον Σεπτέμβρη του 2005 προλόγισε στο Ζάππειο βιβλίο για την Πόλη.

Αναφέρομαι στον τ. πρέσβη Βύρων Θεοδωρόπουλο θεωρούμενο από πολλούς ως βαθύ γνώστη της Τουρκίας και μέχρι τον θάνατό του ως τον «κίνσορα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (Σχετικό είναι και το «mea culpa» του στο «Το Βήμα», «Διδάγματα από τον Σεπτέμβρη του 1955», 13/9/2005 όπου όμως και αντίθετα με την ομιλία του στο Ζάππειο αποφεύγει προσωπική αναφορά στον Μακάριο). Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε τι αποσκοπεί η επίσκεψη του Κύπριου Προέδρου στο Λονδίνο και ειδικά η συνάντησή του με τον κ. Κάμερον. Πέραν, όμως, των συμβατικών φιλοφρονήσεων και μιας ευκαιρίας να καταπολεμηθεί η βαθιά βρετανική κρατική προπαγάνδα κατά της Κύπρου και του λαού της, που αμφιβάλλω αν θα επιχειρηθεί από τον Πρόεδρο ή το επιτελείο του, η Κύπρος δεν πρέπει να αναμένει τίποτα από τη Γηραιά Αλβιόνα.

Οι Βρετανοί άφησαν κληρονομιά τον «γεσσερισμό»
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ
ο κ. Αναστασιάδης να φυλάει τα ρούχα του και φυλάγεται και από τους βρετανικούς κοριούς ακόμη και στην κρεβατοκάμαρά του. Και πρέπει στο επιτελείο του να συνειδητοποιήσουν ότι η βρετανική κακία είναι απύθμενη, ότι η τουρκολαγνεία της βρετανικής άρχουσας τάξης ζει και βασιλεύει αλλά και κυρίως ότι μόνο στην Κύπρο οι Βρετανοί μπορούν να έχουν παραισθήσεις ότι το Σουέζ δεν συνέβη ποτέ. Και αυτό τους το εξασφαλίζει το διαχρονικό τουρκικό βέτο και ο Τούρκος Βρετανός ΥΠΕΞ, τελευταία εκδοχή του οποίου υπήρξε ο περιβόητος Jack Straw με άξιο κλώνο του στην Κύπρο τον Ύπατο Αρμοστή, τον εντιμότατο John Christopher William (Matthew) Kidd. Τον τελευταίο τον είδαμε σε λεόντιο παράσταση πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου να απειλεί ο αθεόφοβος με νέα τουρκική εισβολή εάν «ενοχληθεί» η Τουρκία όταν αλωνίζει στην κυπριακή ΑΟΖ. Και δεν βρέθηκε κανείς στο ίδρυμα αυτό να τον ξαποστείλει. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο εξίσου σημαντικό ζήτημα που έχει να κάνει με ένα λανθάνοντα καθωσπρεπισμό που είναι η άλλη όψη της βρετανικής κληρονομιάς στην Κύπρο, αυτή του «γεσσερισμού» της κυπριακής νομενκλατούρας και αυτών που φιλοδοξούν να τη συνεχίσουν.