Του Γιάννη Γούναρη*
Η προοπτική μιας ακόμη στρατιωτικής επέμβασης σε χώρα της ταραγμένης Μέσης Ανατολής, αυτή τη φορά στη Συρία, απομακρύνθηκε, για την ώρα τουλάχιστον. Ομως, ο ανελέητος εμφύλιος πόλεμος δεν έχει κοπάσει και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα, όσο τα όπλα δεν σιγούν. Ευχή όλων είναι οι τελευταίες συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ στη Γενεύη να είναι στο άμεσο μέλλον ο καταλύτης για συνολική, ειρηνική επίλυση της συριακής κρίσης, η οποία, μέσα σε απίστευτες φρικαλεότητες, έχει ήδη κοστίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, προκαλώντας τη φυγή εκατομμυρίων προσφύγων από τις εστίες τους.
Σε αυτήν τη διπλωματική παρτίδα σκακιού υπήρξε ένας μεγάλος νικητής και ένας μεγάλος χαμένος. Ο μεγάλος νικητής είναι η Ρωσία, η παρέμβαση της οποίας στην ουσία ανέκοψε την πορεία προς τη στρατιωτική επέμβαση και άνοιξε τον δρόμο για μια διπλωματική πρωτοβουλία, πάλι με τη σφραγίδα του Κρεμλίνου, για την παράδοση των χημικών όπλων της Συρίας. Ετσι, η Ρωσία έχει ανεβάσει κατά πολύ το κύρος της ως διπλωματική δύναμη, όχι μόνο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και παγκοσμίως.
Πρόκειται, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, για διπλωματικό θρίαμβο. Στον αντίποδα, ο μεγάλος χαμένος της όλης υπόθεσης είναι το δίχως άλλο η Ευρώπη. Η Ευρώπη που πρόσφατα είχε εγκαινιάσει τη νέα διπλωματική της υπηρεσία, με βαρύγδουπες ανακοινώσεις περί της φιλοδοξίας της να αναδειχθεί σε τρίτο, εναλλακτικό πόλο ισχύος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η Ευρώπη που είχε διακηρύξει την αποφασιστικότητά της να αποτελέσει τον στυλοβάτη του συστήματος διατήρησης της ειρήνης στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της. Η Ευρώπη που είχε δυόμισι χρόνια στη διάθεσή της για να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει στη διεθνή κοινότητα ένα αξιόπιστο σχέδιο ειρηνευτικής συμφωνίας για τη Συρία, φέρνοντας όλους τους εμπλεκόμενους, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και των ΗΠΑ, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δυόμισι ολόκληρα χρόνια, μέσα στα οποία η Ευρώπη μπορούσε και όφειλε να είχε αναλάβει δυναμικές διπλωματικές πρωτοβουλίες, ώστε να φέρει την ειρήνη σε μια χώρα που, σε τελική ανάλυση, ανήκει στη γεωπολιτική γειτονιά της.
Αντί αυτού του ευγενούς διακηρυγμένου οράματος περί της ήπιας ευρωπαϊκής ειρηνευτικής ισχύος, τι είδαμε σε όλη τη διάρκεια της συριακής κρίσης; Οσο καλόπιστος και να θέλει να είναι κανείς έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν μπορεί να αποφύγει λέξεις όπως ασυνεννοησία, ανικανότητα, ολιγωρία και, τελικά, επική αποτυχία, για να περιγράψει την ευρωπαϊκή παρουσία στο συριακό δράμα. Για ακόμη μια φορά, η Ευρώπη δεν μπόρεσε να υιοθετήσει μια πραγματικά κοινή θέση επί της συριακής κρίσης, πολλώ δε μάλλον μια κοινή διπλωματική στρατηγική για την επίλυσή της. Οι κυβερνήσεις Βρετανίας και Γαλλίας, προσκολλημένες στην εκτός πραγματικότητας φαντασίωση ότι είναι ακόμα μεγάλες δυνάμεις, υιοθέτησαν εξ αρχής μια αντιπαραγωγική στάση, προκρίνοντας μονομερείς ενέργειες. Τον Μάιο οι δύο αυτές χώρες εκβίασαν, ουσιαστικά, μια μη απόφαση στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων σχετικά με τη συνέχιση ή μη του εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί από την Ενωση στη Συρία, η οποία στην πράξη τους έλυνε τα χέρια να εξοπλίσουν μονομερώς τους Σύρους αντάρτες, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την εντατικοποίηση της σύγκρουσης, και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία καταβάλλονταν προσπάθειες για μια ειρηνευτική συνδιάσκεψη. Οταν το βρετανικό κοινοβούλιο απέρριψε κάθε σκέψη συμμετοχής της Βρετανίας σε ένα στρατιωτικό χτύπημα, η Γαλλία έμεινε εκτεθειμένη ως η «προθυμότερη των προθύμων», όταν δε οι ΗΠΑ προχώρησαν στη συνέχεια σε μονομερή συμφωνία με τους Ρώσους, οι δύο ισχυρότερες, υποτίθεται, στρατιωτικά χώρες της Ευρώπης είχαν ήδη υποστεί μια βαριά διπλωματική ήττα. Αποτέλεσμα: το σχέδιο για την επόμενη μέρα στη Συρία θα είναι προϊόν διαπραγμάτευσης των αληθινά μεγάλων παικτών, της Ρωσίας και των ΗΠΑ, με την Ευρώπη ολοκληρωτικά και ταπεινωτικά απούσα.
Η Ευρώπη έχασε ακόμα μία ευκαιρία να αποδείξει ότι οι διαπρύσιες διακηρύξεις της περί του ρόλου που φιλοδοξεί να παίξει ως δύναμη ειρήνης και διεθνούς δικαίου στο παγκόσμιο διπλωματικό παίγνιο του 21ου αιώνα είναι κάτι περισσότερο από λέξεις κενές περιεχομένου. Αυτό προκαλεί, ίσως, θλίψη στους ευρωπαϊστές, σίγουρα όμως δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Ας μην ξεχνούμε, σε τελική ανάλυση, ότι στο τιμόνι της βρίσκονται οι ίδιοι άνθρωποι που εδώ και τρία χρόνια προχωρούν με την αταραξία του γνήσιου δογματικού από το ένα φιάσκο στη άλλο, όσον αφορά το πρόβλημα της ελληνικής κρίσης και, ευρύτερα, της κρίσης της ευρωζώνης. Η Ευρώπη είναι ανίκανη να βάλει σε στοιχειώδη τάξη τα του οίκου της. Θα ήταν επομένως υπερβολικά αυστηρό να έχει κανείς την απαίτηση να βρει βιώσιμη λύση σε ένα διεθνές πρόβλημα, η πολυπλοκότητα του οποίου ξεπερνά ακόμα και την τραγική υπόθεση του Ιράκ μία δεκαετία πριν. Της αξίζει αυτή η απαξίωση; Προφανώς όχι. Εδώ, όμως, την έχουν οδηγήσει οι ανεπαρκείς ηγεσίες της.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Δικηγόρος, κάτοχος LL.M από το London School of Economics και υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών
Η προοπτική μιας ακόμη στρατιωτικής επέμβασης σε χώρα της ταραγμένης Μέσης Ανατολής, αυτή τη φορά στη Συρία, απομακρύνθηκε, για την ώρα τουλάχιστον. Ομως, ο ανελέητος εμφύλιος πόλεμος δεν έχει κοπάσει και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα, όσο τα όπλα δεν σιγούν. Ευχή όλων είναι οι τελευταίες συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ στη Γενεύη να είναι στο άμεσο μέλλον ο καταλύτης για συνολική, ειρηνική επίλυση της συριακής κρίσης, η οποία, μέσα σε απίστευτες φρικαλεότητες, έχει ήδη κοστίσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, προκαλώντας τη φυγή εκατομμυρίων προσφύγων από τις εστίες τους.
Σε αυτήν τη διπλωματική παρτίδα σκακιού υπήρξε ένας μεγάλος νικητής και ένας μεγάλος χαμένος. Ο μεγάλος νικητής είναι η Ρωσία, η παρέμβαση της οποίας στην ουσία ανέκοψε την πορεία προς τη στρατιωτική επέμβαση και άνοιξε τον δρόμο για μια διπλωματική πρωτοβουλία, πάλι με τη σφραγίδα του Κρεμλίνου, για την παράδοση των χημικών όπλων της Συρίας. Ετσι, η Ρωσία έχει ανεβάσει κατά πολύ το κύρος της ως διπλωματική δύναμη, όχι μόνο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και παγκοσμίως.
Πρόκειται, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, για διπλωματικό θρίαμβο. Στον αντίποδα, ο μεγάλος χαμένος της όλης υπόθεσης είναι το δίχως άλλο η Ευρώπη. Η Ευρώπη που πρόσφατα είχε εγκαινιάσει τη νέα διπλωματική της υπηρεσία, με βαρύγδουπες ανακοινώσεις περί της φιλοδοξίας της να αναδειχθεί σε τρίτο, εναλλακτικό πόλο ισχύος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η Ευρώπη που είχε διακηρύξει την αποφασιστικότητά της να αποτελέσει τον στυλοβάτη του συστήματος διατήρησης της ειρήνης στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της. Η Ευρώπη που είχε δυόμισι χρόνια στη διάθεσή της για να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει στη διεθνή κοινότητα ένα αξιόπιστο σχέδιο ειρηνευτικής συμφωνίας για τη Συρία, φέρνοντας όλους τους εμπλεκόμενους, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και των ΗΠΑ, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δυόμισι ολόκληρα χρόνια, μέσα στα οποία η Ευρώπη μπορούσε και όφειλε να είχε αναλάβει δυναμικές διπλωματικές πρωτοβουλίες, ώστε να φέρει την ειρήνη σε μια χώρα που, σε τελική ανάλυση, ανήκει στη γεωπολιτική γειτονιά της.
Αντί αυτού του ευγενούς διακηρυγμένου οράματος περί της ήπιας ευρωπαϊκής ειρηνευτικής ισχύος, τι είδαμε σε όλη τη διάρκεια της συριακής κρίσης; Οσο καλόπιστος και να θέλει να είναι κανείς έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν μπορεί να αποφύγει λέξεις όπως ασυνεννοησία, ανικανότητα, ολιγωρία και, τελικά, επική αποτυχία, για να περιγράψει την ευρωπαϊκή παρουσία στο συριακό δράμα. Για ακόμη μια φορά, η Ευρώπη δεν μπόρεσε να υιοθετήσει μια πραγματικά κοινή θέση επί της συριακής κρίσης, πολλώ δε μάλλον μια κοινή διπλωματική στρατηγική για την επίλυσή της. Οι κυβερνήσεις Βρετανίας και Γαλλίας, προσκολλημένες στην εκτός πραγματικότητας φαντασίωση ότι είναι ακόμα μεγάλες δυνάμεις, υιοθέτησαν εξ αρχής μια αντιπαραγωγική στάση, προκρίνοντας μονομερείς ενέργειες. Τον Μάιο οι δύο αυτές χώρες εκβίασαν, ουσιαστικά, μια μη απόφαση στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων σχετικά με τη συνέχιση ή μη του εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί από την Ενωση στη Συρία, η οποία στην πράξη τους έλυνε τα χέρια να εξοπλίσουν μονομερώς τους Σύρους αντάρτες, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την εντατικοποίηση της σύγκρουσης, και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία καταβάλλονταν προσπάθειες για μια ειρηνευτική συνδιάσκεψη. Οταν το βρετανικό κοινοβούλιο απέρριψε κάθε σκέψη συμμετοχής της Βρετανίας σε ένα στρατιωτικό χτύπημα, η Γαλλία έμεινε εκτεθειμένη ως η «προθυμότερη των προθύμων», όταν δε οι ΗΠΑ προχώρησαν στη συνέχεια σε μονομερή συμφωνία με τους Ρώσους, οι δύο ισχυρότερες, υποτίθεται, στρατιωτικά χώρες της Ευρώπης είχαν ήδη υποστεί μια βαριά διπλωματική ήττα. Αποτέλεσμα: το σχέδιο για την επόμενη μέρα στη Συρία θα είναι προϊόν διαπραγμάτευσης των αληθινά μεγάλων παικτών, της Ρωσίας και των ΗΠΑ, με την Ευρώπη ολοκληρωτικά και ταπεινωτικά απούσα.
Η Ευρώπη έχασε ακόμα μία ευκαιρία να αποδείξει ότι οι διαπρύσιες διακηρύξεις της περί του ρόλου που φιλοδοξεί να παίξει ως δύναμη ειρήνης και διεθνούς δικαίου στο παγκόσμιο διπλωματικό παίγνιο του 21ου αιώνα είναι κάτι περισσότερο από λέξεις κενές περιεχομένου. Αυτό προκαλεί, ίσως, θλίψη στους ευρωπαϊστές, σίγουρα όμως δεν προκαλεί καμία έκπληξη. Ας μην ξεχνούμε, σε τελική ανάλυση, ότι στο τιμόνι της βρίσκονται οι ίδιοι άνθρωποι που εδώ και τρία χρόνια προχωρούν με την αταραξία του γνήσιου δογματικού από το ένα φιάσκο στη άλλο, όσον αφορά το πρόβλημα της ελληνικής κρίσης και, ευρύτερα, της κρίσης της ευρωζώνης. Η Ευρώπη είναι ανίκανη να βάλει σε στοιχειώδη τάξη τα του οίκου της. Θα ήταν επομένως υπερβολικά αυστηρό να έχει κανείς την απαίτηση να βρει βιώσιμη λύση σε ένα διεθνές πρόβλημα, η πολυπλοκότητα του οποίου ξεπερνά ακόμα και την τραγική υπόθεση του Ιράκ μία δεκαετία πριν. Της αξίζει αυτή η απαξίωση; Προφανώς όχι. Εδώ, όμως, την έχουν οδηγήσει οι ανεπαρκείς ηγεσίες της.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Δικηγόρος, κάτοχος LL.M από το London School of Economics και υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών