Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
- Το Κυπριακό εν είδει δέλεαρ της αμερικανοτουρκικής διαπραγμάτευσης
- Πρώην Αμερικανοί Πρέσβεις στην Άγκυρα προτείνουν την παράδοση της Κύπρου στην Τουρκία…
- Η ΕΚΘΕΣΗ καλεί τις ΗΠΑ σε αξιοποίηση της οικονομικής κρίσης, για κατάληξη σε μια παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν
Αυτό σημαίνει πως αναζητούν τρόπους περισσότερο κατευνασμού μιας χώρας, η οποία διεκδικεί τον ρόλο της περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης, έχει ξεφύγει από τον έλεγχο και την επιρροή των ΗΠΑ και αναπτύσσει πολιτικές και στρατηγικούς σχεδιασμούς του μέλλοντος, οι οποίοι δεν είναι ούτε προβλέψιμοι, ούτε προσβάσιμοι από την αμερικανική υπερδύναμη.
Κυρίως, όμως, ο φόβος των ΗΠΑ συνίσταται στη διογκούμενη αντίληψη της απομάκρυνσης της Τουρκίας από τους σχεδιασμούς της Δύσης, της αυτονόμησής της και της σταδιακής μετατροπής της σε ηγεμόνα της περιοχής με τον οποίο δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να συνεννοηθούν ως προς το πλαίσιο και το επίπεδο συνεργασίας. Οι ΗΠΑ περισσότερο ανησυχούν ως προς την πολιτική λογική του Ερντογάν, ο οποίος κινείται στις διεθνείς σχέσεις, πολλές φορές με τελείως διαφορετικές αντιλήψεις ως προς το ποιος είναι επικίνδυνος ή όχι, ποιος είναι φίλος ή εχθρός, πράγμα που δεν μπορεί να προσληφθεί από την συμβατική λογική των δεξαμενών σκέψης του δυτικού κόσμου και κυρίως των ΗΠΑ.
Έκθεση πολιτικής
Έτσι, λοιπόν, σε μια πρόσφατη έκθεση πολιτικής, μιας πολύ σημαντικής δεξαμενής σκέψης των ΗΠΑ, με συντάκτες πρώην Αμερικανούς πρέσβεις στην Άγκυρα, αφού αναλύεται ο τουρκικός παράγων και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ στο να κατανοήσουν τη στρατηγική της Άγκυρας, αφού καταγράφονται οι φόβοι και οι ανησυχίες, οι συντάκτες της έκθεσης στην καταληκτική πρόταση πολιτικής που προβάλλουν, προτείνουν απερίφραστα και ανερυθριάστως, την παράδοση της Κύπρου στην Τουρκία ως καροτάκι κατευνασμού του Ερντογάν, έναντι της μεγαλοϊδεατικής του πολιτικής που τους ανησυχεί τα μέγιστα.
Αυτό, βεβαίως, έρχεται να προβληματίσει ως προς τη σοβαρότητα των Αμερικανών να κατευθύνουν τις τύχες του κόσμου και να συμβουλεύουν όλους εμάς, αφού και αν ακόμα παραδινόταν η Κύπρος στους Τούρκους, η Άγκυρα, όχι μόνο δεν θα άλλαζε πολιτική έναντι των Αμερικανών και της Δύσης, αλλά αντιθέτως θα αποθρασυνόταν έτι περαιτέρω, όπως αποδεικνύει και η θεωρία, δηλαδή η πρακτική της διεθνούς πολιτικής, όπως τη διδάσκει ο Θουκυδίδης και την βίωσε η ανθρωπότητα στο Σύμφωνο του Μονάχου του 1938 μεταξύ Χίτλερ και Τσάμπερλεν.
Την 23η Οκτωβρίου 2013 εκδόθηκε από το Bipartisan Policy Center μια έκθεση, που χαρακτηρίζεται ως White Paper, υπό τον τίτλο «From Rhetoric to Reality: Reframing US Turkey Policy» (Από την ρητορική στην πραγματικότητα: Επανασύνταξη της πολιτικής των ΗΠΑ σχετικά με την Τουρκία). Οι συντάκτες του κειμένου της έκθεσης είναι δύο τέως πρέσβεις των ΗΠΑ στην Τουρκία, οι Morton Abramowitz και Eric Edelman.
Το Bipartisan Policy Center (BPC) είναι μια σοβαρή δεξαμενή σκέψης (think tank), της οποίας το ιδιαίτερο βάρος απορρέει από το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει ή υποστηρίζεται από ένα πολύ ευρύ φάσμα του κατεστημένου της Washington, ανεξαρτήτως κόμματος, στο ύψιστο επίπεδο πολιτικού βάρους.
Τα θέματα, τα οποία απασχολούν τους ειδικούς, πολιτικούς, διπλωμάτες ή άλλους εξειδικευμένους δημόσιους παράγοντες και επιστήμονες, τους οποίους στεγάζει το BPC, συμπεριλαμβάνουν πολλά που αντιμετωπίζουν τους πιο άμεσους προβληματισμούς που προβάλλονται στο πολιτικό προσκήνιο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία είναι θέματα που σχετίζονται με την εσωτερική πολιτική, και μόνο ένα σχετικά μικρό ποσοστό (+/- 10%) με την εξωτερική. Η παραπάνω έκθεση, λοιπόν, αντικατοπτρίζει έναν προβληματισμό πολλών που χαράζουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σχετικά με την Τουρκία.
Αυτό που εντυπωσιάζει κατά πρώτο λόγο είναι το επικριτικό ύφος του κειμένου, ενώ προσπαθεί και θέλει να βρει σημεία ταύτισης συμφερόντων με μια χώρα, της οποίας τη σημασία θεωρεί καθοριστική. Ως εκ τούτου η κριτική της έκθεσης συμπεριλαμβάνει τον διωγμό των αξιωματικών στο πλαίσιο της Ergenekon και Βαριοπούλας, τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου (και τους δεκάδες φυλακισμένους δημοσιογράφους), τις πιέσεις κατά μειονοτήτων, το «δημοκρατικό έλλειμμα» (democratic deficit) κτλ.
Το Κουρδικό
Μια διάσταση, η οποία λείπει από την έκθεση αυτή, είναι η ευαισθησία για τον πολιτισμικό παράγοντα, που σημαίνει ότι δεν δίνει αρκετό βάρος στη σημασία που έχει ο θρησκευτικός παράγων. Ο Ερντογάν είναι βαθιά θρησκευόμενος, συν τοις άλλοις, διότι το Οθωμανικό Ισλάμ είναι μια καθοριστική γραμμή ταυτότητος για τους «Τούρκους». Ένα θέμα, το οποίο η έκθεση αντιμετωπίζει θετικά είναι το Κουρδικό, για το οποίο θεωρεί η κυβέρνηση Ερντογάν έχει επενδύσει σωστά και έχει δείξει ευλυγισία.
Η έκθεση είναι επίσης αυστηρή στις κρίσεις της σχετικά με την τουρκική αμυντική και εξωτερική πολιτική -από τη σκοπιά των ΗΠΑ- από τη σουνιτική απόκλιση σχετικά με τη Συρία («pro-Sunni policy»), την εύκαμπτη πολιτική σχετικά με την Περσία (Ιράν), την υποστήριξη προς την Hamas στην Παλαιστίνη, και την ένταση στις σχέσεις με το Ισραήλ. Ως προς το τελευταίο, προωθεί κάποια πολιτική που θα οδηγεί σε κάποιου είδους συμβιβασμό-αλλά είναι ασαφές ποιες θα είναι οι βάσεις (ή και τα κίνητρα) γι’ αυτόν τον συμβιβασμό εκτός κάποιας ενεργειακής συνεργασίας.
Καινοφανής και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του Ελληνισμού λογική
ΟΠΩΣ υπογραμμίζουν οι δύο πρέσβεις, προκειμένου να δώσουν κάτι στον Ερντογάν οι ΗΠΑ, να τον κατευνάσουν και να του απλώσουν μια γέφυρα συνεργασίας, επαναφέρουν το Κυπριακό στο προσκήνιο της αμερικανοτουρκικής διαπραγμάτευσης εν είδει δέλεαρ, προκειμένου να δώσουν την αίσθηση στον Ερντογάν πως οι ΗΠΑ εξακολουθούν παρά τα προβλήματα να πιστώνουν την Άγκυρα με την ικανότητα του αξιόπιστου συμμάχου.
Όπως αναφέρει και η έκθεση του Bipartisan Policy Center, «οι ΗΠΑ μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις» που έπληξαν την Ελλάδα και την Κύπρο, να υπερκεράσουν τις αντιρρήσεις των Ελλήνων για να επανέλθουν στις διαπραγματεύσεις και να καταλήξουν σε μια παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν, «το οποίο είχε υπερψηφιστεί από τους Τουρκοκυπρίους, αλλά καταψηφιστεί από τους Έλληνες συμπατριώτες τους». (The United States should seize this opportunity by nominating a new high-level special envoy to work with both sides and the United Nations to restart talks and seek a resolution to this issue, along the lines of the 2004 Annan Plan, which was approved in referendum by Turkish Cypriots but rejected by their Greek counterparts).
Όλο αυτό το πλαίσιο μιας καινοφανούς και επικίνδυνης για τα συμφέροντα του Ελληνισμού λογικής που αναπτύσσεται στις ΗΠΑ έναντι της Κύπρου και της Ελλάδος, και που σχετίζεται με τη γιγάντωση της τουρκικής ηγεμονίας, πρέπει να μας προβληματίσει σε βαθμό κινητοποίησης για την ύπαρξή μας ως κρατών και ως Ελληνισμού γιατί αυτά είναι μηνύματα ισχυρότατης προειδοποίησης για το πού πάμε.
Έχουμε αυτήν τη στιγμή ένα τεράστιο κενό στις ΗΠΑ, στις Βρυξέλλες και στη Μόσχα, όπου δεν υπάρχουμε ως σύστημα επιρροής. Ανησυχούν οι άλλοι για μας, όπως οι Εβραίοι και το Ισραήλ. Εμείς όταν καλούμαστε να μιλήσουμε γι' αυτά που οφείλουμε να διεκδικούμε, γινόμαστε ή αδιάφορα νερόβραστοι ή δουλοπρεπείς επαίτες στοιχειωδών δικαιωμάτων για τον λαό και την πατρίδα μας. Οφείλουμε επειγόντως να αλλάξουμε μυαλά και πολιτικές. Αυτό το κείμενο πρέπει να αποτελέσει το καμπανάκι της έγερσής μας. Εκτός και αν έχουμε αποφασίσει πως θα είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στο νησί…
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού Παντείου Πανεπιστημίου