Τα πρόσφατα γεγονότα δίνουν λαβή στην ενίσχυση της προβληματικής εκείνης που εδώ και καιρό θέτει το ζήτημα μιας ουσιαστικής επανεξέτασης της μεταπολιτευτικής περιόδου.Η δική μας απάντηση οφείλει να είναι ο Δημοκρατικός Πατριωτισμός από τον Ρήγα και τη Φιλική μέχρι το ΕΑΜ και το Πολυτεχνείο. Πατριωτισμός που προτάσσει πάνω απ' όλα τις αξίες της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας
Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε ότι το μεταπολιτευτικό αδιέξοδο δεν είναι μόνο προϊόν της «δράσης μιας χούφτας μονοπωλίων». Ότι ο λαός δεν είναι a priori «αγνός» και -κυρίως- δεν είναι ενιαίος. Ότι αποτελείται από τάξεις και στρώματα και περιλαμβάνει τμήματα που είναι εθελόδουλα και φιλομνημονιακά, ακόμα και χωρίς το Μνημόνιο. Μειοψηφικά, είναι η αλήθεια, αλλά δυναμικά και δραστήρια.

Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ότι οι κυρίως υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάντια είναι αυτοί ακριβώς που την επικαλούνται. Δηλαδή η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα εκφραστές του κυρίαρχου συγκροτήματος, που, αφού επί δεκαετίες απομύζησε την κοινωνία και το Δημόσιο, τώρα θέλει και να το ξεπαστρέψει.

Εδώ, ίσως, αξίζει να επισημανθεί ο ρόλος των διανοουμένων και της ένοχης σιωπής του μεγαλύτερου τμήματός τους. Γιατί γεγονός παραμένει ότι το μεγαλύτερο μέρος, που ένα τμήμα του ανήκει στην Αριστερά, ενδίδοντας στην «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» συνέδραμε στην καθολική κυριαρχία του συβαριτισμού - ωχαδελφισμού.

Αυτό αποτυπώθηκε ιδιαίτερα στον χώρο των ιδεών, όπου κυριάρχησε μια διανόηση, τάχα μου προοδευτική και στην πράξη κοσμοπολίτισσα, υποταγμένη στον νεοφιλελευθερισμό και τη Νέα Τάξη, με ψυχολογία μικροευρωπαίου πτωχού συγγενούς, που ντρέπεται για την ιθαγένειά του. Η πρόσφατη κίνηση των 58 για την «Κεντροαριστερά» αποτυπώνει με τον πιο απτό τρόπο την περιγραφόμενη μικροευρωπαϊκή πανίδα.

Αυτά αποτελούν μια «βάση δεδομένων» για να κατανοήσουμε το πλάτος και το βάθος της κρίσης που συγκροτεί η μνημονιακή κατάληξη της μεταπολιτευτικής ρεμούλας.

Εκείνο όμως που πρέπει ιδιαίτερα να επισημανθεί είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται υπό ανοιχτή οικονομική κατοχή και ιδιότυπη πολιτικοστρατιωτική ομηρεία την οποία επέβαλε το διεθνές νεοταξίτικο διευθυντήριο και ότι οι μνημονιακές Βουλές μεταβίβασαν ουσιαστικά τα δικαιώματά τους ως νομοθετικού σώματος στην εκτελεστική εξουσία καταργώντας εν τοις πράγμασι τη διάκριση των εξουσιών.

Δεν ελέγχει πλέον το κοινοβούλιο την κυβέρνηση, αλλά η κυβέρνηση το κοινοβούλιο. Κατ' ουσίαν βιώνουμε μια κυβερνητική δικτατορία στη Βουλή και διά της Βουλής στον λαό.

Σε αυτό το πεδίο ανθεί και η κυβερνητική προβοκάτσια με αρωγό τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ και τη θεωρητική - πολιτική κάλυψη από τον γνωστό εσμό των προθύμων, συμπυκνούμενη στο επιχείρημα πως οτιδήποτε δεν εντάσσεται στην εγκαθιδρυμένη νεοταξική - τροϊκανή τάξη είναι παράνομο, εξωθεσμικό και ποινικά κολάσιμο.

Είναι, λοιπόν, αυτό το ελώδες περιβάλλον που δίνει τροφή στα άνθη του κακού της Ακροδεξιάς και κυρίως στο πιο δηλητηριώδες, τη Χρυσή Αυγή.

Η θέση και στάση της Ακροδεξιάς μεταπολεμικά εξαρτάται λοιπόν σε σημαντικό βαθμό από την οικονομική, κοινωνική, διεθνοπολιτική συγκυρία και τον ρόλο των αστικών κομμάτων μέσα σε αυτήν. Ενώ δηλαδή σε σχετικά ομαλές περιόδους δείχνει να απορροφάται από τα αστικά κόμματα, όπως λ.χ. έγινε στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, όπου η Ν.Δ. απορρόφησε το μέγιστο της Ακροδεξιάς, σε περιόδους κρίσης η συμμαχία αυτή θραύεται και η Ακροδεξιά ακολουθεί ξεχωριστή εν μέρει τροχιά.

Η σημερινή ελληνική Ακροδεξιά είναι προφανώς προϊόν της κρίσης του αστικού κομματικού συστήματος, αλλά είναι ταυτόχρονα προϊόν της βαθύτατης κρίσης που μαστίζει τη χώρα, γεγονός που της δίνει εκρηκτικά χαρακτηριστικά, τα οποία αποτυπώνονται στο αριθμητικό της άλμα.
Η Χρυσή Αυγή είναι ένα ιδιόμορφο ακροδεξιό, νεοφασιστικό, νεοναζιστικό, σοβινιστικό κίνημα, προϊόν της κρίσης του κλεπτοκρατικού συστήματος, του αναξιόπιστου κράτους και του άθλιου κομματοκρατικού συστήματος. Αφετηριακό σημείο της είναι οι ιδεολογικές βάσεις του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, αναμεμειγμένες με προσεκτικά δοσμένες δόσεις φυλετισμού, ολοκληρωτισμού, σκληρού στρατοκρατικού πνεύματος και φύρδην μίγδην ελληνικότητας.

Ως εκ τούτου δεν είναι εύκολο να κατηγοριοποιηθεί μονοσήμαντα, διότι η Χρυσή Αυγή έχει σαφώς εγκληματικά χαρακτηριστικά, αλλά τον κόσμο τον συσπείρωσε όχι με βάση το «Μάιν Κάμπφ» και την κριτική στον «Ποινικό Κώδικα», αλλά τα τεράστια προβλήματα που διαμορφώθηκαν πριν από την άνοδό της.

Ενδεικτικό των παραπάνω είναι η «κλεμμένη» από το πρώιμο ΠΑΣΟΚ λογική τού «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», κ.ά. στοιχεία, που οδηγούν περισσότερο στην εκδοχή ενός κακέκτυπου σοβινιστικής Ακροδεξιάς με λούμπεν χαρακτηριστικά και πρωτόγονο ιδεολογικό υπόβαθρο, όχι μόνο κατώτερο των κλασικών φασιστικών - ναζιστικών, αλλά και αυτών του μέντορα της σύγχρονης ελληνικής Ακροδεξιάς Κώστα Πλεύρη.

Πρακτικά η όλη της πολιτική συνοψίζεται στο να διώξουμε τους ξένους για να βρουν οι Έλληνες δουλειά και το κράτος να λειτουργήσει σωστά ως κατασταλτικός μηχανισμός στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου.

Όπως όμως η ζωή έδειξε, η πρόταση να βρουν οι Έλληνες δουλειά, σε συνδυασμό με το κυνήγι των μεταναστών και με ορισμένες ενέργειες ενίσχυσης του εγχειρήματος (συσσίτια κ.λπ.), βρήκε ευήκοα ώτα. Ένας κόσμος φτωχολογιάς, δεξιάς -κυρίως- ιδεολογίας, που πλήττεται από τα Μνημόνια και την κατά μέτωπο επίθεση σε ισχυρά ταυτοτικά του στοιχεία, μη καλυπτόμενος πλέον από τις εθελόδουλες ηγεσίες του δικομματισμού, ζητεί καταφύγιο σε αυτούς που αντικαθιστώντας την παραλυσία ενός παντελώς ανυπόληπτου κράτους «θα επαναφέρουν», σε συνεργασία με τα «υγιή κρατικά όργανα», την τάξη και την ασφάλεια.

Γιατί δυστυχώς, υπάρχει πράγματι μέγα πρόβλημα ευταξίας και ασφάλειας, μέγα πρόβλημα στο πώς θα αντιμετωπιστεί η μεταναστευτική τραγωδία. Και είναι πάνω σε αυτή τη βάση που οικοδομείται η ιδιότυπη σχέση Χρυσής Αυγής και τμημάτων της ΕΛ.ΑΣ.

Αναγκαίο, ίσως, είναι να προσθέσουμε και μια παράμετρο που σε σημαντικό βαθμό υποτιμάται.
Είναι γνωστό ότι τα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρξε ένα σημαντικό έλλειμμα για ό,τι θα αποκαλούσαμε, τόπο, πατρίδα, έθνος, ελληνικότητα, παράδοση, γλώσσα, ιστορία, με αποτέλεσμα να ενοχοποιηθούν οι ίδιες οι έννοιες και να δυσφημιστούν ως απάδουσες στη σύγχρονη παγκοσμιοποιητική τάση, με την οποία -τάχα μου- συμβαδίζουν τα διεθνιστικά οράματα του σοσιαλισμού.

Η αποσιώπηση ή απαξιωτική ιεράρχηση (ενδεικτικά) των Ρήγα, Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, των ολοκαυτωμάτων, των Ελληνίδων στο Ζάλογγο και αλλού, της Μικρασιατικής και Ποντιακής Γενοκτονίας, του Εαμικού και Κυπριακού έπους δεν μπορεί να μην έχει επιπτώσεις. Όταν ο Άρης ή ο Αυξεντίου μένουν στη «δεύτερη σειρά διαλογής», τότε το κενό αυτό θα καλυφθεί από αλλού και δυστυχώς στην περίπτωσή μας με τον πιο χυδαίο, ρατσιστικό και σοβινιστικό τρόπο από τη Χρυσή Αυγή.

Όπως σωστά είπε πρόσφατα ο διευθυντής του «Κόκκινου» Κώστας Αρβανίτης: «Ο πατριωτισμός είναι το μετάλλιο της Αριστεράς». Καθαρή κουβέντα, που επαναφέρει στη θέση του το αυτονόητο.
Γιατί η στάση της μεγάλης Αριστεράς, εμπροσθοφυλακή της οποίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να είναι αμήχανη στην απόπειρα αναθεώρησης αυτού που έχει ιστορικά πραχθεί. Η δική μας απάντηση οφείλει να είναι ο Δημοκρατικός Πατριωτισμός από τον Ρήγα και τη Φιλική μέχρι το ΕΑΜ και το Πολυτεχνείο. Πατριωτισμός που προτάσσει πάνω απ' όλα τις αξίες της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.

Ο συνεπής και μέχρι τέλους αντίπαλος της Χρυσής Αυγής είμαστε εμείς. Με την προϋπόθεση ότι δεν αρκεί να καταγγέλλουμε το τέρας του Φρανκενστάιν, αλλά τον ίδιο τον Φρανκενστάιν. Πρέπει να πούμε καθαρά ότι το τέρας της Χρυσής Αυγής είναι δημιούργημα των κυρίαρχων τάξεων και του δικομματισμού. Και όλα αυτά με πλήρη σεβασμό της δημοκρατικής και συνταγματικής νομιμότητας, που ασφαλώς, επί της αρχής, περιλαμβάνει ακόμα και τον κατεξοχήν εχθρό τους, τη Χρυσή Αυγή.
Η Αριστερά, και δη η μαχόμενη, δεν είναι προφανώς η μόνη αντιφασιστική δύναμη. Είναι όμως αυτή που τα τελευταία εξήντα χρόνια στην Ελλάδα έχει τον βαρύτερο φόρο τιμής και αίματος στους αγώνες κατά της φαιάς πανούκλας, στους αγώνες για Ελευθερία - Δημοκρατία και Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Είναι, χωρίς περιστροφές, η πολιτική δύναμη που με το σπαθί της κατέκτησε αυτόν τον τίτλο, γι' αυτό αυτοί που της κουνούν το δάχτυλο να γνωρίζουν ότι θα τη βρουν όρθια και πάντα μπροστά τους.

ΜΟΤΟ
- Ενώ σε σχετικά ομαλές περιόδους δείχνει να απορροφάται από τα αστικά κόμματα, όπως λ.χ. έγινε στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, όπου η Ν.Δ. απορρόφησε το μέγιστο της Ακροδεξιάς, σε περιόδους κρίσης η συμμαχία αυτή θραύεται και η Ακροδεξιά ακολουθεί ξεχωριστή εν μέρει τροχιά