Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Γιατί δεν διευθετούνται όλα, όπως συχνά εδώ, όμορφα και ωραία με τη δοκιμασμένη συνταγή: άρνηση του γεγονότος από τον λογοκλόπο, άρνηση διερεύνησης της υπόθεσης (ή εικονική διερεύνηση της καταγγελίας) από τον πειθαρχικό του προϊστάμενο – δηλαδή τον πρύτανη – μήνυση και αγωγή σε όσους είχαν τη φαεινή ιδέα να καταγγείλουν τη λεηλασία ιδεών σε εκλεκτορικά σώματα και σε πρυτάνεις που πιστεύουν στην ανώτερη ιδέα της «προστασίας» και αδιαφορούν για την τόσο πεζή ιδέα του επιστημονικού ήθους, δίκη και καταδίκη του …καταγγέλλοντος, με τεκμήριο ένα “smart” πόρισμα που ξεπλένει τον αντιγραφέα και ενοχοποιεί ως συκοφάντη τον καταγγέλλοντα;
Η απάντηση είναι απλή: διότι η Γερμανία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες – ακόμη πιο αυστηρές στο θέμα αυτό – δεν έχουν συμβιβαστεί ακόμη με παρακμιακά φαινόμενα στον ακαδημαϊκό χώρο. Εμείς, όμως, είμαστε αλλιώς.
Όταν ο πρώην υφυπουργός Παιδείας, καθηγητής Γιάννης Πανάρετος, έστελνε σε όλους τους πρυτάνεις της χώρας επιστολή με την οποία τους καλούσε να ερευνήσουν όλες τις καταγγελίες που υπάρχουν στα Ιδρύματά τους για λογοκλοπή, ακόμη και τις ανώνυμες, κάποιοι πίστεψαν ότι το υπουργείο Παιδείας παίρνει στα σοβαρά το πρόβλημα της λεηλασίας κειμένων στην Ανώτατη Εκπαίδευση και κάνει μια προσπάθεια για την καταπολέμησή του.
Έπεσαν έξω. Πρώτον, διότι όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι πολιτικές του Υπουργείου στα καθ’ ημάς είναι «προσωποπαγείς», δηλαδή ισχύουν μέχρι την έξοδο του προσώπου που τις εισηγείται από την πόρτα του Υπουργείου.
Και, δεύτερον, έπρεπε να θεωρούν βέβαιο ότι η εντολή του υπουργού στη διαδρομή της από το Μαρούσι προς τα Πανεπιστήμια αποδυναμώνεται εντελώς, χάνεται στο δρόμο. Με δύο τρόπους: ή δεν γίνεται καμία έρευνα, και συνεπώς δεν υπάρχει κανένα «ραπόρτο», κατά τα ειωθότα που παραπέμπουν στην έκφραση «γράφω κάποιον», ή γίνεται εικονική έρευνα η οποία συνήθως δικαιώνει τον λογοκλόπο, εκτός αν αυτός είναι πολιτικά δύστροπος, πράγμα σπανιότατο. Όσοι λεηλατούν, είναι συνήθως ευλύγιστοι.
Το χρονικό τεσσάρων – από τις πολυάριθμες – πραγματικών περιπτώσεων λογοκλοπής στα ελληνικά Πανεπιστήμια που θα παρουσιάσω σύντομα δείχνει ανάγλυφα την ελληνική περίπτωση σε μικρογραφία. Διότι στη διαχείριση της αντιγραφής γίνεται συχνά εφαρμογή ενός πολιτισμικού προτύπου πολύ γνωστού σε όλες τις προβληματικές εκφάνσεις του δημόσιου βίου της χώρας. Το πρότυπο αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε ανομικό βολονταρισμό. Που σημαίνει: σημασία δεν έχει τι επιτάσσουν οι θεσμοί, δηλαδή οι θεσμοθετημένοι κανόνες, αλλά τι θέλουμε εμείς που τους εφαρμόζουμε ή που ελέγχουμε την εφαρμογή τους.
Καθηγητής – η βαθμίδα δεν έχει σημασία – συλλαμβάνεται να έχει ξεσηκώσει εκατοντάδες σελίδες μιας διδακτορικής διατριβής συγγραφέα που ζει στο εξωτερικό. Το περιστατικό γνωστοποιείται στον πρύτανη. Αφού περάσει ένα μεγάλο διάστημα απραξίας του τελευταίου, διατάσσεται διερεύνηση του ζητήματος μόνον όταν ο original συγγραφέας πληροφορείται την αντιγραφή και απειλεί το πανεπιστήμιο με την καταβολή αποζημίωσης. Στην εξέταση που ακολουθεί καταθέτουν καθηγητές που δέχονται ότι υπάρχει θέμα λογοκλοπής. Όταν, όμως, ο λογοκλόπος ύστερα από μερικούς μήνες είναι υποψήφιος για την επόμενη βαθμίδα, τον ψηφίζουν ευχαρίστως, παρακάμπτοντας τις ίδιες τις καταθέσεις τους. Τελικά ο πρύτανης αναγκάζεται, μετά το αποτέλεσμα της Εξέτασης, να παραπέμψει τον λογοκλόπο στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Έκτοτε, πάνε χρόνια τώρα, αγνοείται η τύχη της υποθέσεως. Εννοείται ότι ο λογοκλόπος παραμένει στη θέση του και συμβουλεύει τους φοιτητές πώς να μην αντιγράφουν στις εξετάσεις και στις εργασίες τους. Αυτό που δεν τους λέει είναι ότι ο ίδιος ξέρει από πρώτο χέρι τα κόλπα της αντιγραφής.
Άλλο πρόσωπο με υψηλές γνωριμίες στα ρετιρέ του «κόμματος της αλλαγής» καταφέρνει και εκλέγεται σε θέση άσχετη με τις σπουδές του, ελέω παράγοντα του προοδευτικού χώρου μέσα στο Τμήμα που εκείνη την εποχή κάνει κουμάντο για το ποιος έρχεται και ποιος φεύγει. Στην προσπάθειά του να εξελιχθεί στην επόμενη βαθμίδα, σκοντάφτει στην «κακία» ευσυνείδητων συναδέλφων που μελετούν το έργο του και διαπιστώνουν πλήθος περιπτώσεων οικειοποίησης ξένων εργασιών. Οι συνάδελφοι που πράττουν ευόρκως το καθήκον τους, στιγματίζονται όχι μόνο από τον δράστη τα λεηλασίας, ως εμπαθείς διώκτες. «Σιγά την αμαρτία», σου λέει. «Μερικές λογοκλοπές έκανε το πρόσωπο. Γιατί να μην διδάσκει στο Πανεπιστήμιο»; Έτσι, τη δεύτερη φορά που επιχειρεί την ανέλιξη, θα τα καταφέρει, διότι πολύ απλά θα αφαιρέσει από το φάκελο τις προβληματικές εργασίες. Ψηφίζεται, μάλιστα, και από εκλέκτορες γνωστούς για τους δημοσιευμένους στον γερμανικό τύπο μύδρους τους για την Ελλάδα της φαυλότητας!
Οι «διώκτες» ενημερώνουν τον πρύτανη για την υπόθεση της λογοκλοπής δύο φορές μετά την εκλογή. Αυτός, όμως, μάλλον θεωρεί τριτεύουσα την υπόθεση και δεν διατάσσει έρευνα για να διαπιστωθεί ποιος έχει δίκιο. Απλώς ζητά τη γνώμη του νομικού του συμβούλου, ο οποίος του προτείνει την αναπομπή της εκλογής. Χωρίς, βεβαίως, να τον πείσει. Ο δράστης διορίζεται κανονικά. Άλλα είναι τα πραγματικά προβλήματα στο Πανεπιστήμιο, σου λέει. Μια λογοκλοπή είναι διαχειρίσιμη υπόθεση, ας μην κάνουμε εχθρούς… Και είναι αυτή η τακτική «προστασίας» των πειθαρχικών προϊσταμένων που οπλίζει το χέρι του λογοκλόπου να προχωρήσει στη συγγραφή…αγωγών. Οι «διώκτες» πρέπει να τιμωρηθούν, να πληρώσουν αποζημίωση για τη δυσφήμηση στο πρόσωπο του δράστη.
Τρίτη περίπτωση. Καθηγητής με υψηλές κουμπαριές και κομματικός παράγων στον μικρόκοσμο της περιφέρειας, ανακαλύπτει ότι η λεηλασία κειμένων είναι προσοδοφόρα. Ιδιαίτερα όταν φοιτητές και συνεργάτες βάζουν το λιθαράκι τους για να προκύψουν πολύ γρήγορα βιβλία γεμάτα από αποσπάσματα ξένων συγγραφέων, που όμως εγκρίνονται και διανέμονται στους φοιτητές για να μάθουν την επιστήμη. Για κακή του τύχη, ορισμένοι εκλέκτορες το παίρνουν χαμπάρι και θέτουν θέμα έλλειψης επιστημονικού ήθους στην εκλογή του για την επόμενη βαθμίδα. Είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι με τα τεκμήρια που παρουσίασαν θα έπειθαν εκλέκτορες που βρίσκονταν σε σχέση οικονομικής εξάρτησης με τον λογοκλόπο υποψήφιο, ο οποίος είχε φροντίσει ήδη να τους προσλάβει ως συνεργάτες σε πρόγραμμα με πολύ πλούσια «πακέτα». Εννοείται ότι ο εκλεκτός εκλέγεται, ότι δύο καταγγελίες στον πρύτανη για το θέμα της λογοκλοπής μένουν στο συρτάρι – είπαμε, η λογοκλοπή δεν είναι και τίποτε σοβαρό, ακόμη και για πειθαρχικούς προϊσταμένους που βάζουν την υπογραφή τους σε αυστηρές διακηρύξεις κατά της λογοκλοπής – και ότι μία καταγγελία σε εκσυγχρονίστρια πρώην υπουργό Παιδείας δεν συγκινεί καθόλου, αφού λίγο πριν αποχωρήσει από το υπουργείο υπογράφει το διορισμό του κομματικού στελέχους, παρά την καταγγελία για αντιγραφές. Ο δράστης υποβάλλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση κατά των εκλεκτόρων που ανακάλυψαν τις λογοκλοπές. «Δεν μπορείς, κύριε, να εκθέτεις με αστήρικτες κατηγορίες έναν εργάτη της παιδείας», σου λέει. Να, οι εκλέκτορες με την ψήφο τους απέδειξαν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, κάνοντας πως δεν βλέπουν τις αντιγραφές. Στο εδώλιο, λοιπόν, οι παλαιομοδίτες εκλέκτορες. Που αντί να βγάλουν το σκασμό, νόμισαν ότι θα διορθώσουν τα κακώς κείμενα φέρνοντας τη λεηλασία στην επιφάνεια.
Όπως έκανε ένας άλλος πολέμιος της λογοκλοπής στην Ελλάδα – αυτή είναι η τέταρτη περίπτωση – που περιέγραψε μια υπόθεση λογοκλοπής σε ιστοσελίδα, αναρτώντας εκεί πραγματικά τεκμήρια και λεπτομέρειες. Πίστευε ότι έτσι θα ευαισθητοποιήσει τα εγχώρια ακαδημαϊκά πλήθη και θα εισαγάγει στη χώρα αμερικανικά ακαδημαϊκά ήθη. Όμως το βολονταριστικό ανομικό κατεστημένο ήταν πιο «έξυπνο»: Διέταξε Εξέταση για να …διερευνηθεί η υπόθεση της λογοκλοπής, οπότε «προέκυψε» ότι λεηλασία δεν υπάρχει. Με το ευνοϊκό πόρισμα στα χέρια, «καθαρός» πλέον ο δράστης προσφεύγει στη Δικαιοσύνη, η οποία αποδεχόμενη το «πόρισμα» των ειδικών ως ορθό, καταδικάζει τον …αγγελιοφόρο.
Αν νέοι επιστήμονες με ρωτούσαν τι να κάνουν, θα τους απαντούσα με μεγάλη λύπη: οι όροι για μια αξιοπρεπή ακαδημαϊκή ζωή στη χώρα αυτή ακόμη δεν έχουν εξασφαλιστεί για όλους. Τα δίκτυα προστασίας του ανομικού βολονταρισμού είναι τόσο ισχυρά, που η αρχή «νόμιμο είναι ό,τι θέλουμε εμείς» παραμένει σε πολλά περιβάλλοντα κυρίαρχη – κόντρα στα τελευταία μεταρρυθμιστικά πυροτεχνήματα επικοινωνιακής κοπής. Ισχυρή πολιτική βούληση να σπάσει αυτή η πρακτική, ώστε κάθε πολίτης να ξέρει ότι υπάρχουν κανόνες δεσμευτικοί για όλους, δηλαδή θεσμοί, υπό τις παρούσες συνθήκες οικονομικής κρίσης και πολιτικής πόλωσης πολύ δύσκολα θα διαμορφωθεί. Όσοι μπορούν να φύγουν, λοιπόν, ας φύγουν. Όσοι επιλέξουν να μείνουν, όμως, πρέπει να μάθουν να αυτοπροστατεύονται από τους εγχώριους φύλακες των θεσμών. Και όχι από τη…Μέρκελ.