20 Οκτωβρίου 2013

Τι (δεν) μας δίδαξε ο «Μεγάλος Πόλεμος»…

http://www.aixmi.gr/wp-content/themes/aixmi2/timthumb.php?src=http://www.aixmi.gr/wp-content/uploads/2013/10/iStock_000004207017XSmall-e1382208633618.jpg&h=260&w=660&zc=1&q=100
Σε πρωινή εκπομπή του στο ραδιόφωνο (πάνε πολλά χρόνια τώρα), ο αμίμητος Γιάννης Καλαμίτσης είχε θέσει στους ακροατές του ένα κουίζ Ιστορίας: «Σε ποια μεγάλη μάχη οι φαντάροι πήγαν στο μέτωπο με… ταξί;» Κάποιοι βρήκαν αμέσως την απάντηση, αναγνωρίζοντας τη Μάχη του Μάρνη (Σεπτέμβριος 1914) όπου τα Παρισινά ταξί επιστρατεύτηκαν για να μεταφέρουν ενισχύσεις στον Γαλλικό στρατό. Το Παρίσι έτσι σώθηκε, και η Γερμανία έχασε τη μοναδική ευκαιρία που είχε να κερδίσει τον πόλεμο, και μάλιστα στην πρώτη του σημαντική μάχη! Ύστερα ήρθαν τα φονικά χαρακώματα…

Ο «Μεγάλος Πόλεμος» (The Great War), όπως αποκλήθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος, υπήρξε ίσως ο πιο παράλογος πόλεμος της Ιστορίας. Αν στον Δεύτερο Παγκόσμιο θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει μια επίφαση, έστω, ευγενούς κινήτρου (την αποτροπή της κυριαρχίας του φασισμού/ναζισμού), κάτι τέτοιο δεν ισχύει καν για τον Πρώτο. Ο πόλεμος αυτός (κυρίως σε ό,τι αφορά το Δυτικό Μέτωπο) αντιπροσωπεύει την πλέον κυνική έκφανση «πολέμου φθοράς» (war of attrition), μιας στρατιωτικής τακτικής όπου οι εμπόλεμες δυνάμεις επιχειρούν να φτάσουν στη νίκη όχι με συμβατικές, «έντιμες» (κατά μία έννοια) στρατιωτικές μανούβρες, αλλά επιφέροντας όσο το δυνατόν περισσότερες απώλειες στον αντίπαλο, μέχρι την τελική του εξάντληση.

Οχυρωμένοι οι στρατιώτες σε άθλια – συχνά λασπωμένα – χαρακώματα, για μήνες σε στάση αναμονής που τσάκιζε νεύρα και ηθικό, δέχονταν από καιρού εις καιρόν εντολές από υπερφίαλους στρατηγούς να βγουν από τα «λαγούμια» τους και να επιτεθούν μαζικά στο αντίπαλο χαράκωμα, προσπαθώντας να σκοτώσουν όσο περισσότερους στρατιώτες του εχθρού μπορούσαν. Ενός εχθρού που περίμενε να τους θερίσει με τα πολυβόλα του, συχνά πριν καν προλάβουν να διασχίσουν την ουδέτερη ζώνη, τη «γη του κανενός» (no man’s land)…

Ο «πόλεμος των χαρακωμάτων» διεκδίκησε και πήρε περισσότερες από εννέα εκατομμύρια ψυχές (στην πλειοψηφία τους, νέων παιδιών) εξαφανίζοντας μια ολόκληρη γενιά στο διάβα του. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη των απωλειών, μόνο στη μάχη του Somme χάθηκαν ένα εκατομμύριο και πλέον στρατιώτες, ενώ στο Verdun κάπου εφτακόσιες χιλιάδες. Και όλα αυτά, συχνά για το αμφίβολο κέρδος λίγων εκατοντάδων μέτρων λασπωμένης γης, διάσπαρτης από πτώματα και διάτρητης απ’ τα σημάδια των πυρομαχικών…

Τα χαρακώματα έγιναν έτσι το σύμβολο της άσκοπης θυσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, στο βωμό της αλαζονείας των επιτελείων και της παθητικότητας των διπλωματών μπρος στην εγωιστική, σχεδόν δικτατορική συμπεριφορά των στρατηγών που βίωναν τον πόλεμο από την ασφάλεια των γραφείων τους, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στη Δυτική Ευρώπη ο αριθμός των θυμάτων (νεκροί και τραυματίες) ξεπέρασε κατά πολύ τον αντίστοιχο αριθμό κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!

Μετακινούμε τον χρονοδείκτη της Ιστορίας αρκετές δεκαετίες μπροστά… Συχνά αναρωτιέται κανείς αν εκείνοι που διαχειρίστηκαν τα διάφορα επίπεδα εξουσίας στην Ελλάδα από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα (είτε ως τυπικά κυβερνώντες, είτε ως αντιπολιτευόμενοι) μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν σε βάθος την ιστορία του Μεγάλου Πολέμου. Γιατί, αν το είχαν κάνει, θα γνώριζαν καλά το κόστος ενός πολέμου φθοράς, μιας τακτικής που αγαπήθηκε με πάθος από όλες, σχεδόν, τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου!

Το ζητούμενο ήταν σταθερά ένα: η με κάθε μέσο φθορά του πολιτικού αντιπάλου, ιδιαίτερα αν αυτός βρισκόταν στην εξουσία. Με το πατριωτικό καθήκον απέναντι στη χώρα (αν υποτεθεί ότι αυτό ενυπήρχε καν ως κίνητρο πολιτικής δράσης) κρυμμένο κάπου στα βάθη του κομματικού ασυνείδητου… Πιστοί στην ιστορική μας κατάρα, συντηρήσαμε για χρόνια ένα μοντέλο πολιτικής βασισμένο στην (συχνά βίαιη) σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αλληλομισούμενα άκρα ενός κομματικού διπόλου, που εναλλάσσονταν στους ρόλους κυβερνώντων-αντιπολιτευόμενων.

Κάθε φορά που ένας κομματικός πόλος έχανε την εξουσία, επιδιδόταν με ρεβανσιστική μανία σε πόλεμο φθοράς του αντιπάλου του και υπονόμευσης του κυβερνητικού έργου, ακόμα κι αν αυτό αποτελούσε μέρος μη-διαπραγματεύσιμων εθνικών προτεραιοτήτων. Αρωγοί σε αυτή την εθνικά αυτοκαταστροφική προσπάθεια ήταν συχνά οι στρατοί των οργανωμένων συμφερόντων, οι κομματικά ελεγχόμενες συντεχνίες του δημόσιου τομέα. (Δεν θα χρησιμοποιήσω τη λέξη «συνδικαλισμός», γιατί η έννοια αυτή προϋποθέτει δημοκρατικό ήθος, αρετή άγνωστη στις ιδιοτελείς ηγεσίες των συντεχνιών…)

Κοινοί εκβιαστές που ταλαιπωρούσαν τον πολίτη, κατεβάζοντας τους διακόπτες της πολύτιμης ηλεκτρικής ενέργειας, ή στερώντας του το (συχνά προπληρωμένο) δικαίωμα στις δημόσιες μεταφορές, βαφτίζονταν σε «λαϊκούς αγωνιστές» που μάχονταν για τα συμφέροντα «του λαού». Φυσικά, οι «αγωνιστές», πέραν του όποιου ευκαιριακού πλουτισμού τους, αμείβονταν συνήθως και με περίοπτες πολιτικές θέσεις, ακόμα και με υπουργικούς θώκους όταν το κόμμα που υπηρετούσαν ερχόταν στην εξουσία!

Και οι «λαϊκοί αγώνες» κατέληγαν σχεδόν πάντα σε θρίαμβο των βολεμένων ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, με μόνιμα θύματα τους μη προνομιούχους, αυτούς δηλαδή που βίωναν εργασιακή επισφάλεια και δεν τύγχαναν συνδικαλιστικής προστασίας… Από τη μεριά τους, οι κατέχοντες την εξουσία έσκαβαν όλο και πιο βαθιά τα δικά τους χαρακώματα προσπαθώντας να κρατηθούν σ’ αυτήν. Κι επειδή το σκάψιμο απαιτεί χέρια, αποδύθηκαν στο χτίσιμο ενός στέρεου κομματικού κράτους που το υπερτροφικό του μέγεθος ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.

Τις συνέπειες των συμπεριφορών αυτών τις βιώνουμε σήμερα με τον πλέον δραματικό τρόπο. Διδαχθήκαμε κάτι, όμως, έστω κι εκ των υστέρων, από τον Μεγάλο Πόλεμο; Το ερώτημα καταντά ρητορικό αν ρίξουμε μια ματιά στο τρέχον πολιτικό σκηνικό. Το μόνο που δείχνει να έχει αλλάξει είναι τα ονόματα των εμπόλεμων δυνάμεων που συνθέτουν το πολιτικό δίπολο, όπως επίσης και οι πολιτικοί συνθηματολογικοί κώδικες: Η «συντήρηση» και η «πρόοδος» αναβαπτίστηκαν δίνοντας τη θέση τους στο «μνημόνιο» και το «αντι-μνημόνιο»!

Υπάρχουν αθώοι σ’ αυτόν τον διαχρονικό πόλεμο φθοράς που συντελείται εδώ και δεκαετίες στη χώρα; Θα λέγαμε πως ναι. Είναι καταρχήν εκείνοι που επέλεξαν να βαδίσουν τον δικό τους, μοναχικό δρόμο, δίχως τους καιροσκοπισμούς και τους ηθικούς συμβιβασμούς που συνεπάγεται η ένταξη σε πόλους εξουσίας (ή εν δυνάμει εξουσίας). Με μοναδικά όπλα τις αρχές και την αξία τους… Είναι κι οι άλλοι (μπορεί να ‘ναι κι οι περισσότεροι) που το προσπάθησαν μα δεν κατάφεραν να γίνουν ευνοούμενοι του συστήματος…

Όλοι αυτοί αποτελούν τους μη-προνομιούχους, εκείνους που καταδικάστηκαν (ή ακόμα κι επέλεξαν!) να ζουν μόνιμα στην «no man’s land», ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Κάποιοι αντέχουν ακόμα… Κάποιοι ήδη έγιναν ένα με τη λάσπη του άγριου, διάτρητου τερέν. Καθ’ οδόν – και διόλου ένδοξα – προς το κενοτάφιο της Ιστορίας…