Του Δρα Γιάννου Χαραλαμπίδη
- Πολιτικά συστημικά σύνδρομα και δημοκρατικά ελλείμματα
- Γιατί παλινδρομεί το τραπεζικό σύστημα, η
σύγκρουση Προεδρικού και Διοικητή, η εμβάθυνση της ΕΕ και ο ρόλος της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
- Η ΕΕ ζητά αναγνώριση του ενιαίου κράτους της ΚΔ και εμείς τη διχοτόμησή του σε δυο συνιστώντα κράτη
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που έχουν οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η απόσταση μεταξύ Κέντρου, δηλαδή Βρυξελλών, από τη μια, και περιφερειών, από την άλλη. Εκ των πραγμάτων, υπάρχει σοβαρή έλλειψη επικοινωνίας, η οποία οξύνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπως αυτήν την οποία διανύουμε, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει αντί να μικραίνει το δημοκρατικό έλλειμμα.
Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τη γραφειοκρατική μηχανή των Βρυξελλών, που διακατέχεται όλο και περισσότερο από αλαζονική στάση, κινδυνεύοντας να εγκλωβιστεί στην πάθηση του σοβιετικού συνδρόμου της πανίσχυρης νομενκλατούρας, η οποία έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να κόβει και να ράβει μόνη της, αλλά η ευθύνη βαραίνει και τα κράτη μέλη για την υφιστάμενη κακή οικονομική και πολιτική εσωτερική τους κατάσταση. Με αποτέλεσμα να πλήττεται γενικώς η αναξιοπιστία των θεσμών και σε επίπεδο κρατών-μελών και σε επίπεδο ΕΕ, χωρίς να υπάρχουν αξιόπιστες πολιτικές, καθότι δεν υπάρχουν συγκροτημένες στρατηγικές που να μετατρέπουν το όραμα της ενοποίησης σε πραγματικότητα και όχι σε εφιάλτη.
Το τραπεζικό ζήτημα
Τούτων λεχθέντων, θα χρησιμοποιήσουμε τις σχέσεις ΕΕ - Κύπρου σε επίπεδο οικονομίας και Κυπριακού, για να εξετάσουμε τι πάει τελικά στραβά και βρισκόμαστε διπλά χρεοκοπημένοι.
Και πολιτικά και οικονομικά. Αληθές είναι ότι η ΕΕ δύσκολα θα βγει στην παρούσα φάση από τα οικονομικά της αδιέξοδα. Η απόφαση για την ενοποίηση των τραπεζών κινείται από το μηδέν ώς το άπειρο. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι πρόκειται για θετικό βήμα. Από την άλλη, όμως, το ζητούμενο είναι κατά πόσο θα είναι αποτελεσματικό. Το γενικότερο πλάνο προνοεί ότι οι έλεγχοι θα γίνονται από τις εθνικές τράπεζες, οι οποίες υπάγονται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το όλο σύστημα συνιστά ανεξάρτητους θεσμούς, που θεωρητικά λειτουργούν πέραν της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Στην ουσία, όμως, στα σοβαρά κράτη υπάρχει συνεργασία μεταξύ Κυβέρνησης και των επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας. Στη δική μας περίπτωση υπάρχει σύγκρουση. Πώς, λοιπόν, να έχουμε κοινή οικονομική πολιτική για τη διαχείριση των δημοσιονομικών ζητημάτων και προβλημάτων, και δη του τραπεζικού τομέα, όταν ο ένας κοιτά στην Ανατολή και ο άλλος στη Δύση;
Εκ των πραγμάτων, η αντιμετώπιση της κρίσης θα γίνεται μετ' εμποδίων. Είναι δε, πρόδηλο ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ως θεσμός, στα δύσκολα αποδεικνύεται ελλιπής και γίνεται εκ των πραγμάτων αγωγός μεταφοράς των θέσεων και των λύσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που όντως δεν διαθέτει το αλάθητο του Πάπα.
Ο εμφύλιος πόλεμος Προεδρικού Δημητριάδη
Έχουμε, λοιπόν, τα εξής θεμελιακά προβλήματα:
1. Την έλλειψη συνεννόησης μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και του Διοικητική της Κεντρικής Τράπεζας.
2. Τα ελλείμματα της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας ως θεσμού, που την αναγκάζουν να μετατρέπει τη συνεργασία της με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε υποταγή και τη σχέση της με την Κυβέρνηση, η οποία δεν είναι άμοιρη ευθυνών, σε πόλεμο. Και τη ζημιά την πληρώνει η οικονομία και ο πολίτης.
Υπάρχουν, όμως, επί τούτου και δυο άλλα σημεία εξίσου σημαντικά. Το πρώτο αφορά στην κακή επικοινωνιακή πολιτική του Προεδρικού, η οποία ή υποδηλοί επιπολαιότητα ή και λαϊκισμό ή και έλλειψη επαρκούς αντίληψης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το ευρωπαϊκό σύστημα.
Τα στοιχεία αυτά, είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ήταν εμφανή στις αποφάσεις του Γιούρογκρουπ του περασμένου Μαρτίου. Δικαιολογημένα μεν ο Πρόεδρος είναι οργισμένος με τον Πανίκο Δημητριάδη ως θεσμό, όμως, η διαχείριση του θέματος, μετά ειδικώς τη συνέντευξη στο «Μέγα», με την οποία εξήγγειλε ουσιαστικά την απομάκρυνσή του, αποδεικνύεται επί του παρόντος αναποτελεσματική για τη συνοχή του θεσμικού οικονομικού συστήματος. Στη στρατηγική λέμε ότι, όταν αρχίζεις έναν πόλεμο, πρέπει να γνωρίζεις πώς να τον τελειώνεις. Και μάλιστα νικηφόρα
.
Και ο Σουν Τζου δίδαξε ότι το ζητούμενο δεν είναι να δώσεις μια μάχη, αλλά να κερδίσεις τον πόλεμο. Γι΄ αυτό, είπε, πρέπει να επιλέγεις πού και πότε θα δώσεις τη μάχη για να κερδίσεις έναν πόλεμο. Τα στοιχειώδη στοιχεία στρατηγικής αναφέρουν ότι κύριο συστατικό της είναι ο προκαθορισμένος στόχος και η διάθεση μέσων για την επίτευξή του, ενώ από την πλευρά του, ο μέγας Θουκυδίδης διδάσκει στην ουσία ότι κανένας στρατηγός δεν μπορεί να μπαίνει στο πεδίο της μάχης, προφανώς για να κερδίσει έναν πόλεμο, εάν δεν έχει εκ των προτέρων στο μυαλό του όλα τα εναλλακτικά σενάρια, προκειμένου να μην αιφνιδιαστεί.
Αυτά τα βασικά δεν τηρήθηκαν από το Προεδρικό και ο Πανίκος Δημητριάδης έχει την εντύπωση ότι μπορεί να «κερδίζει» τον πόλεμο, χωρίς καν να δώσει τη μάχη, την οποία δίδει για χάρη του η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο ίδιος ο Μάριο Ντράκι. Για τον απλό πολίτη και την οικονομία του τόπου το ζητούμενο δεν είναι ποιος από τους δυο θα κερδίσει τον πόλεμο, αλλά το ότι τη ζημιά την πληρώνει ο ίδιος ο πολίτης.
Άλλωστε, από τώρα η όποια νίκη θα είναι πύρρειος. Είναι δε, πρόδηλο ότι προκαλείται κόστος στην εικόνα του Προέδρου ως θεσμού και πλήττεται η αξιοπιστία του, υπό την έννοια ότι εμφανίζεται να μην είναι σε θέση να περατώσει ό,τι υπόσχεται, δηλαδή την απομάκρυνση του κ. Δημητριάδη με την οποία συμφωνεί η συντριπτική πλειοψηφία, καθότι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας απέτυχε.
Ταυτοχρόνως δε, έχουμε και νέο πλήγμα κατά των θεσμών και της αξιοπιστίας τους. Όχι μόνο λόγω τον ατυχών -θα μπορούσε να ισχυριστεί μια μετριοπαθής αντιπολίτευση- χειρισμών του Προεδρικού, αλλά και λόγω του ότι ο ίδιος ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας αρνείται να παραιτηθεί και να αναγνωρίσει έτσι την αποτυχία του. Εάν, από την άλλη, δεν θεωρεί ότι απέτυχε, θα μπορούσε, εφόσον είναι διορισμένος και όχι εκλεγμένος, να παραιτηθεί για το καλό του τόπου και της οικονομίας, επειδή δεν μπορεί να είναι σε διαρκή σύγκρουση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Πώς μπορεί να είναι συνεργάτης του και πώς μπορεί να λαμβάνονται και να υλοποιούνται αποφάσεις, όταν η σχέση είναι συγκρουσιακή, καθώς και όταν δεν υπάρχουν όρθιοι ψυχολογικοί δεσμοί και πεδία συνεννόησης;
Ουτοπικές αντιλήψεις και τα Γιούρογκρουπς
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κρίση και η σύγκρουση Προέδρου και Διοικητή εγείρει ακόμη ένα πολιτικό, ιδεολογικό και πρακτικό νομικό ζήτημα. Αυτό του τρόπου λειτουργίας της ΕΕ και των θεσμών, καθώς και της εμβάθυνσης, δηλαδή της λογικής και πολιτικής για περισσότερη Ευρώπη και λιγότερο Έθνος-Κράτος. Ειδικώς από τον χώρο του ΔΗΣΥ και του Προεδρικού, ή της ΕΔΕΚ και του ΔΗΚΟ και άλλων χώρων υπέρμαχωv της περισσότερης Ευρώπης, ακόμη και αυτής της ομοσπονδοποίησης, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο δικαιολογημένα ή όχι προβάλλονται αντιδράσεις για τον ρόλο της Φρανκφρούρτης, υπό την έννοια ότι αυτή κάνει κουμάντο, κυρίως στον τραπεζικό τομεά, ακόμη και στα εσωτερικά μας.
Η εκχώρηση εξουσιών σε υπερεθνικά όργανα έχει το τίμημά της. Εκείνο όμως που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι το εξής: Η ΕΕ όχι μόνο δεν κινείται προς την ομοσπονδοποίηση, αλά μάλλον ζει στην παρούσα φάση τη «Γερμανική Ευρώπη» και ως εκ τούτου αποδεικνύεται το αυτονόητο: Ότι δηλαδή ο αλτρουισμός, η αλληλεγγύη και το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον είναι αποτέλεσμα της σύγκλισης αποκλίνοντων εθνικών συμφερόντων, στο πλαίσιο μιας σκληρής διαπραγματευτικής διαδικασίας, κατά την οποία τα ισχυρά κράτη μέλη επιδιώκουν να συγκλίνουν ή να συνταυτίζουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα με το κοινό ευρωπαϊκό.
Από την άλλη, τα μικρά ή μεσαία κράτη, εάν δεν θέλουν να συνθλιβούν, οφείλουν να οικοδομούν συμμαχίες και να κρύβονται πίσω ή να συγκλίνουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα με εκείνα των ισχυρών. Στα δυο Γιούρογκρουπ του Μαρτίου, ένας από τους λόγους που συνθλιβήκαμε είναι διότι τίποτε από τα βασικά αυτά στοιχεία δεν κάναμε ως κράτος. Και η ευθύνη ανήκει και στην προηγούμενη και στην υφιστάμενη Κυβέρνηση.
Η μεν προηγούμενη διότι άφησε τα πράγματα να κυλίσουν χωρίς να αντιδρά και χωρίς να συνάπτει συμμαχίες στην ΕΕ, ή να κρύβεται πίσω από χώρες με ανάλογα προβλήματα όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, προκειμένου να εθεωρείτο μαζί με τα δικά τους προβλήματα και το δικό μας ζήτημα ως συστημικό, και έτσι να έχουμε καλύτερη διαπραγματευτική δυνατότητα. Η δε υφισταμένη Κυβέρνηση αφενός δεν γνώριζε επαρκώς πώς λειτουργεί η ζούγκλα της ΕΕ και του διεθνούς συστήματος, με τους «killers» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να είναι αδίστακτοι, αφετέρου έπασχε από το ίδιο επαρχιώτικιο σύνδρομο όπως και η προηγούμενη Κυβέρνηση του Δημήτρη Χριστόφια.
Όπως λοιπόν ο Πρόεδρος Χριστόφιας είχε την ψευδαίσθηση ότι επειδή ο Ταλάτ ήταν παλιά αριστερός θα έλυναν το Κυπριακό, έτσι και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είχε τη εντύπωση ότι επειδή η κ. Μέργκελ είναι δεξιά, θα μας χαρίζονταν στο Γιούρογκρουπ.
Οι Βρυξέλλες μακριά... από το Βέλγιο
Σχετικά με την ΕΕ διαπιστώνουμε ακόμη ένα έλλειμμα. Το δικό της το δημοκρατικό, δηλαδή την απόσταση μεταξύ Βρυξελλών και περιφερειών, και της έλλειψης νομιμοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες από τους λαούς της Ευρώπης. Και αυτό συμβαίνει διότι οι Βρυξέλλες δεν είναι μακριά μόνο από την Κύπρο, είναι πολλές φορές μακριά ακόμη και από το ίδιο το Βέλγιο.
Οι τεχνοκράτες διακατέχονται, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, από το σύνδρομο της κλειστής αιθούσης. Δηλαδή, αποφασίζουν για τις περιφέρειες χωρίς να έχουν ολοκληρωμένη των πραγμάτων αντίληψη και θέλουν τα πιστεύουν ότι η δική τους θέση είναι η ορθή, και ότι μάλιστα μπορούν να την επιβάλουν. Κάθονται, δηλαδή, και σχεδιάζουν σε μια αίθουσα, θεωρώντας εκ των προτέρων ότι πολλές φορές κατέχουν την απόλυτη αλήθεια! Η οποία όμως είναι συναφής με μιαν άλλη αλήθεια, αυτήν της εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων των ισχυρών ή των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών.
Διότι, κανείς δεν πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι δήθεν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι Όργανο υπερεθνικό, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ΕΕ και μόνον ως τέτοιας. Ούτε είναι ένας ηθικός άγιος χώρος. Αν ήταν έτσι, δεν θα δεχόταν την Τουρκία ως υποψήφια για ένταξη χώρα, εφόσον κατέχει εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ίδιας της ΕΕ.
Η ασπίδα της ΕΕ και η «μετάλλαξη» της Κύπρου
Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η ΕΕ έχει καθορίσει ένα αξιόλογο θεσμικό πλαίσιο για τη λύση του Κυπριακού, που στηρίζεται στο πρωτόκολλο 10, το οποίο προνοεί την ένταξη ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ενιαίου κράτους και της αντιδήλωσης της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, που αξιώνει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Άγκυρα, ως προϋπόθεση για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και την τελική της ένταξη, είτε αυτή θα είναι πλήρης είτε θα είναι με ειδικό καθεστώς.
Αυτά τα διπλωματικά και νομικά εργαλεία, όπλα και ασπίδες, μαζί με το πάγωμα οκτώ τουρκικών ενταξιακών κεφαλαίων, επειδή η Άγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς την Κυπριακή Δημοκρατία, περιλαμβάνονται ετησίως στην έκθεση αξιολόγησης της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Τι λέει λοιπόν η Ευρώπη στην Τουρκία; Της ξεκαθαρίζει ότι, για να προχωρήσει η πορεία της στην Ευρώπη και να ενταχθεί σε αυτήν, πρέπει να αναγνωρίσει το ενιαίο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Και τι απαντά η κυπριακή πλευρά, Κυβέρνηση και κόμματα: Εμείς συζητάμε για τη «μετάλλαξη» της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδία, δηλαδή τη διχοτόμηση του ενιαίου κράτους σε δυο συνιστώντα κράτη! Και τι ισχυρίζεται η Τουρκία από τη δική της πλευρά; Εφόσον είμαστε σε διαρκείς συνομιλίες -οι οποίες κατά την τουρκική άποψη βρίσκονται μονίμως μιαν ανάσα πριν από τη λύση- γιατί να αναγνωρίσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή το ενιαίο κράτος, και να μην περιμένουμε τη λύση για να αναγνωρίσουμε τα δυο συνιστώντα κράτη!
Το κεκτημένο... στον κάλαθο
Προσέξτε τώρα τι συμβαίνει: Το νομικό και πολιτικό πλαίσιο της ΕΕ για την Κύπρο, όπως είναι η αξίωση για την αναγνώριση του ενιαίου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, αποτελεί τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου. Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέση ότι η βάση των συνομιλιών πρέπει να είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία αποκλίνει από το κοινοτικό κεκτημένο. Το ευνουχίζει. Δηλαδή, εμείς οι ίδιοι πετούμε στον κάλαθο την πολιτική και νομική στήριξη που παρέχει η ΕΕ περί της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που σημαίνει ταυτοχρόνως και αποαναγνώριση του ψευδοκράτους από την Τουρκία!
Συμπεράσματα και στρατηγική
Συμπέρασμα:
1. Η ΕΕ είναι ένας χώρος διαρκούς πάλης για την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων, που στη σύγκλισή τους εκδηλώνονται ως κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον ή ως αλληλεγγύη. Σίγουρο είναι ότι η ΕΕ δεν είναι ομοσπονδία και δεν πρόκειται να γίνει στο επόμενο διάστημα.
2. Η Ευρώπη σήμερα ζει στους ρυθμούς του γερμανικού ζητήματος και είναι πολύ περισσότερο γερμανική η Ευρώπη απ' ό,τι είναι ευρωπαϊκή η Γερμανία.
3. Οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών πάσχουν από το σύνδρομο της κλειστής αιθούσης και από άλλα σοβιετικά σύνδρομα, και το δημοκρατικό έλλειμμα αυξάνεται αντί να μειώνεται, και μαζί τους αυξάνονται τα προβλήματα συνοχής.
4. Οι κυπριακές κυβερνήσεις και τα κόμματα είχαν και έχουν λανθασμένη αντίληψη, έχουν δηλαδή μια ιδεαλιστική αντίληψη για την ΕΕ, που δεν συνάδει με τη σκληρή πραγματικότητα. Έχουν δε, μιαν ανάλογη λανθασμένη αντίληψη για το διεθνές σύστημα και τη λειτουργία του. Εξού και το γεγονός ότι απέτυχαν πριν από και κατά τα Γιούρογκρουπς του Μαρτίου να αποτρέψουν τα χειρότερα, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουμε οικονομικά και πολιτικά.
5. Η αδυναμία επαρκούς αντίληψης του θεσμικού και πολιτικού τρόπου λειτουργίας της ΕΕ οδηγεί, επί του παρόντος, σε εσωτερικές αδιέξοδες επιλογές, όπως η περίπτωση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Οι δε, υπερβολές για τον ρόλο Ευρωπαίων αξιωματούχων ή του ΟΗΕ μας οδηγούν σε εξωπραγματικές επιλογές και μπούμερανγκ, που πλήττουν και την αξιοπιστία των θεσμών του κράτους και της Κύπρου διεθνώς.
6. Η ΕΕ έχει εκτός του ρεαλιστικού της σκέλους και το ιδεαλιστικό, επί τη βάσει του οποίου δίδεται σανίδα σωτηρίας για την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω αποφάσεων, που αποτελούν τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου και θα έπρεπε να συνιστούν βάση των συνομιλιών. Όμως, η πολιτική ηγεσία του τόπου, αντί να χρησιμοποίει τα ιδεαλιστικά όπλα της ΕΕ σε εργαλεία ρεαλιστικής λύσης, τα εξουδετερώνει. Και συμβαίνει αυτό διότι, αντί να ζητήσει ως βάση των συνομιλιών την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως η αντιδήλωση τις 21ης Σεπτεμβρίου και άλλες συναφείς αποφάσεις καθορίζουν, ζητά ως βάση τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία και τη διχοτόμηση του ενιαίου κράτους σε δυο συνιστώντα κράτη.
7. Τόσο στην Κύπρο όσο και σε επίπεδο EE δεν τηρούνται οι κανόνες στρατηγικής και δη αυτοι του Σουν Τζου. Ο οποίος μάλλον δολοφονείται συχνά, αφού τόσο εμείς όσο και η ΕΕ ως τέτοια δείχνουμε αδύναμοι να επιλέξουμε τόπο και χρόνο για να δώσουμε εκείνη τη μάχη, ώστε να κερδίσουμε τον πόλεμο...