11 Οκτωβρίου 2013

Η πολιτικοποίηση της νοσταλγίας /Πέτρος Παπασαραντόπουλος,


Έχει παρατηρηθεί ότι σε κοινωνίες σε κρίση, σε κοινωνίες σε μεταβατικό καθεστώς όπου το παλιό πεθαίνει αλλά το νέο δεν έχει ακόμα αναδυθεί, αναπτύσσονται σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού νοσταλγικές τάσεις, με κύριο χαρακτηριστικό την εξιδανίκευση του παρελθόντος και τη νοερή απόδραση από την τρέχουσα πραγματικότητα [1].Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Έχει μελετηθεί ιδιαίτερα και έχει οδηγήσει σε επιστημονικές διαπιστώσεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Η O stalgie [2] στην Ανατολική Γερμανία, η Titostalgia και η Yugo - nostalgia [3] στα περισσότερα από τα νεοπαγή κράτη που προέκυψαν μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας (ακόμα και στο Κόσοβο όπου η επίσημη πολιτική επιδιώκει ενεργά να εξαλείψει κάθε ίχνος μνήμης από τη γιουγκοσλαβική περίοδο), η Ceausescu - nostalgia [4] στη Ρουμανία, η νοσταλγία των πιονέρων και των b rigadiers στη Βουλγαρία [5], που έκτισαν ολόκληρες πόλεις, όπως το Dimitrovgrad , με κόκκινα μεροκάματα, είναι ενδεικτικές ενός κλίματος αναπόλησης του παρελθόντος με όρους νοσταλγικής εξιδανίκευσης.
«Θα αποκαταστήσουμε την προ Μνημονίου εποχή…»
Εύκολα μπορεί κανείς να διαγνώσει και στην Ελλάδα της κρίσης, τόσο στον «κοινό νου» όσο και στον πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, στοιχεία αυτής της νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες που τελείωσαν βίαια «λόγω της επιβολής του Μνημονίου από τους εχθρούς του Έθνους, ξένους και ντόπιους». «Τότε, περνούσαμε καλύτερα», ακούγεται συνεχώς στις συζητήσεις για την κρίση, με τη συνήθη προσθήκη «χωρίς και να πολυδουλεύουμε».
 
Παράλληλα, ο αντιμνημονιακός λόγος, ηγεμονικός στην Ελλάδα της κρίσης, δεν φείδεται υποσχέσεων για επιστροφή στην προ Μνημονίου εποχή, πολιτικοποιώντας ένα ιστορικό συναίσθημα, τη νοσταλγία, που είναι σύμφυτο με τη νεωτερικότητα. Ο επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρόσφατα υπογράμμισε ότι όταν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την κυβέρνηση «θα αποκαταστήσει, στην προ Μνημονίου εποχή, τις συντάξεις» [6]. Στο ίδιο μήκος κύματος, υπερθεματίζοντας, ο αρχηγός των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος δήλωσε ότι το κόμμα του «θα επαναφέρει στα επίπεδα προ Μνημονίου τους μισθούς και τις συντάξεις σε δημόσιο, ένοπλες δυνάμεις και σώματα ασφαλείας» [7].
 
Η προ Μνημονίου εποχή εγγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο του «κοινού νου» ως η χαμένη Ατλαντίδα, ως ο απολεσθείς παράδεισος, ως η Γη της Επαγγελίας που πρέπει να διεκδικήσουμε. Η απαίτηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών να μην αλλάξει τίποτα, να μην γίνουν μεταρρυθμίσεις, να μην αντιμετωπιστούν ακόμα και προφανείς παθογένειες, καλλιεργεί τις νοσταλγικές αυταπάτες της επιστροφής στο παρελθόν. Ακόμα και σ’ ένα άλλο επίπεδο, ανθρωπολογικό και μη επιδεκτικό πολιτικοποίησης σε πρώτη προσέγγιση, αρκούσε μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, στην οποία απεικονίζονταν τα Χαυτεία τον Δεκέμβρη του 1960, για να αναπαραχθεί μαζικά στο διαδίκτυο και στα social media μια καταιγίδα μελοδραματικών σχολίων για το χαμένο παρελθόν [8].
 
Η ετερογλωσσία της νοσταλγίας
Ανάμεσα στη νοσταλγία της μετακομμουνιστικής εποχής και στη νοσταλγία στην Ελλάδα της κρίσης, πέρα από τις προφανείς ομοιότητες, υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ανάμεσα στους μελετητές του φαινομένου, υπάρχουν δύο βασικά είδη νοσταλγίας, όπως τα περιέγραψε η Svetlana Boym [9]: Η ανακλαστική (reflective nostalgia ) και η νοσταλγία της αποκατάστασης (restorative nostalgia ). Αυτά τα δύο είδη νοσταλγίας έχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, είναι θεμελιωδώς ετερόγλωσσα [10].
 
Η ανακλαστική νοσταλγία δεν τρέφει ψευδαισθήσεις, δεν πιστεύει ότι είναι δυνατή η επιστροφή στο παρελθόν. Είναι περισσότερο μια άμυνα στις δυσκολίες του παρόντος και τις αβεβαιότητες του μέλλοντος, μέσω της προβολής των θετικών πλευρών (πραγματικών και φαντασιακών) του παρελθόντος. Είναι το είδος της νοσταλγίας που συναντάται, κατά κύριο λόγο, στις περισσότερες από τις μετακομμουνιστικές κοινωνίες, σε αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό σε ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού αυτών των χωρών.
 
Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και η μέση τάξη που είχε αναδυθεί από τις δομές του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι οι προνομιακοί αποδέκτες αυτής της νοσταλγίας, που είναι επιλεκτική. Είναι εξαιρετικά ορθή η διαπίστωση του Tony Judt ότι «οι μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες ήταν και οι λιγότερο προετοιμασμένοι να διαπραγματευτούν τη μετάβαση σε μια ανοιχτή κοινωνία» [11]. Η νοσταλγία τους δεν εξιδανικεύει στο σύνολό της την κομμουνιστική ουτοπία, αλλά μόνον ορισμένες πλευρές της, όπως η εργασιακή ασφάλεια, η έλλειψη εγκληματικότητας, η σταθερή απασχόληση. Έχει σε πολλές περιπτώσεις ειρωνικό και σαρκαστικό χαρακτήρα και εντέλει μετασχηματίζεται σε φολκλόρ, με την εμπορευματοποίησή της [12] και τον μετασχηματισμό της σε μπρελόκ, μπλουζάκια και αναμνηστικά δώρα.
 
Αντίθετα, η νοσταλγία της αποκατάστασης τρέφεται από την ψευδαίσθηση της παλινόρθωσης, της επιστροφής στο παρελθόν, στην πρότερη κατάσταση, στο status quo ante. Κατασκευάζει ψευδαισθήσεις, μάρτυρες και θύματα ενός λαμπρού παρελθόντος. Αυτού του είδους η νοσταλγία είναι για τη μνήμη ό,τι το κιτς για την τέχνη [13]. Η πολιτικοποίησή της είναι εργαλείο στα χέρια οπαδών του εθνικισμού και του ολοκληρωτισμού, ενώ ενδημεί και σε θρησκευτικές σέχτες. Είναι το περίφημο «κιτς του ολοκληρωτισμού», που πρώτος επεσήμανε ο Μίλαν Κούντερα [14].
 
Αυτό το είδος νοσταλγίας ενδημεί κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα της κρίσης. Η εξήγηση είναι μάλλον προφανής. Μια χώρα που εθίστηκε για περίπου 40 χρόνια στο να μην παράγει και παρ’ όλα αυτά να απολαμβάνει υψηλά ποσοστά ευημερίας χάρη στα δανεικά, μια χώρα που απαξίωσε την εργασία ως παράμετρο κοινωνικής κινητικότητας [15] και την αντικατάστησε με μηχανισμούς πελατειακών εκδουλεύσεων, μια χώρα που διαπαιδαγώγησε δύο γενιές με τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, είναι πολύ φυσιολογικό να μην δύναται να αντιληφθεί ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί στο διηνεκές. Αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η νοσταλγία του παρελθόντος δεν προσφέρει κανένα εργαλείο για την αντιμετώπιση του παρόντος και τον σχεδιασμό του μέλλοντος.
 
Ωστόσο, είναι ενδεικτικό ότι στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες η πολιτικοποίηση της νοσταλγίας, παρότι επιχειρήθηκε, απέτυχε [16]. Οι κάτοικοι αυτών των χωρών, με αμελητέες εξαιρέσεις, έχουν πλήρη συνείδηση ότι η επιστροφή στον κομμουνιστικό «παράδεισο» όχι μόνο δεν είναι επιθυμητή αλλά είναι και ανέφικτη.Εντέλει, ο φαιοκόκκινος εθνικολαϊκισμός [17] αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρό ιδεολογικό περίβλημα για την ανθοφορία της νοσταλγίας, απ’ ό,τι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός».
 
Η απόκρυψη της πραγματικότητας
Στην εκπληκτική ταινία «Good Bye Lenin» [18] ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να αποκρύψει από τη μητέρα του ότι το τείχος του Βερολίνου έχει πέσει και ότι η Ανατολική Γερμανία έχει διαλυθεί. Σκαρφίζεται κάθε είδους τεχνάσματα, με αποκορύφωμα τη στιγμή που η μητέρα του βλέπει στον τηλεοπτικό της δέκτη κατοίκους του Ανατολικού Βερολίνου να εισρέουν στο Δυτικό, όπου την πείθει ότι πρόκειται για το ακριβώς αντίστροφο, δηλαδή ότι οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου γοητευμένοι από τον κομμουνισμό ζητούν άσυλο στην Ανατολική Γερμανία.
 
Στην Ελλάδα, τον ρόλο του πρωταγωνιστή της ταινίας «Good Bye Lenin» έχουν αναλάβει οι φαιοκόκκινοι λαϊκιστές. Διαστρέφοντας συστηματικά την πραγματικότητα, υπόσχονται τεχνητούς παραδείσους και επιστροφή σε ένα παρελθόν που δεν είναι ούτε εφικτό ούτε βιώσιμο. Στην ταινία, η μητέρα του πρωταγωνιστή έχει αντιληφθεί την πραγματικότητα, αλλά το αποκρύπτει. Τη βολεύουν οι μύθοι και υποδύεται ότι ζει εκτός πραγματικότητας. Ίσως το ίδιο να συμβαίνει και με την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Οι μύθοι και η νοσταλγία του παρελθόντος είναι βολικές αφηγήσεις. Δεν απαιτούν προσπάθεια για να αλλάξουμε παθογένειες του παρελθόντος. Δεν απαιτούν κόπο. Κάνουν αχρείαστες τις μεταρρυθμίσεις. Η κατηγορική προτροπή του Διαφωτισμού, όπως τη διατύπωσε ο Καντ, «τόλμα να γνωρίζεις», sapere aude, δεν έχει καμία αξία [19]. Βολευόμαστε με τα ψέματα και περιμένουμε τον «από μηχανής θεό» για να λυθούν τα προβλήματά μας και να επιστρέψουμε στον «παράδεισο» της προ Μνημονίου εποχής, τα δισεκατομμύρια του Σώρρα, την Τράπεζα της Ανατολής, τα πετρέλαια, το φυσικό αέριο, τις γερμανικές εκλογές.
 
Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη έχουν μεγαλύτερη φαντασία. Το ροκ συγκρότημα ΤΑΧΙ στη Ρουμανία προτείνει την ακόλουθη λύση για τη χώρα:«Ας μπούμε όλοι στην κατάψυξη έως το 2100. Ας περιμένουμε ήσυχα τους Αμερικανούς. Μια κρυογονική ψύξη θα σώσει τη Ρουμανία».
Μήπως να το σκεφτούμε και εμείς;