Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το διεθνές χρηματοοικονομικό
ισοζύγιο της Γερμανίας είναι παγκοσμίως το τρίτο μεγαλύτερο, μετά το
αντίστοιχο των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, και μπροστά από αυτό της
Ιαπωνίας. Η διεθνής επενδυτική θέση της Γερμανίας (άθροισμα παθητικού
και ενεργητικού) έχει φθάσει, το 2012,
στο 500% του ΑΕΠ της χώρας. Επομένως κυμαίνεται σε περίπου 12,3 τρισ. ευρώ.Από την πλευρά του ενεργητικού έχουμε: δάνεια,
καταθέσεις κ.ά. 2,6 δισ. ευρώ,
επενδύσεις χαρτοφυλακίου 2,3 τρισ. ευρώ, άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ)
1,4 τρισ. ευρώ, συναλλαγματικά διαθέσιμα 0,7 τρισ. ευρώ.
Αντίστοιχα από την πλευρά του παθητικού
έχουμε: επενδύσεις χαρτοφυλακίου 2,5 τρισ. ευρώ,
ΑΞΕ 2,3 τρισ. ευρώ, δάνεια, καταθέσεις κ.ά. 0,8 τρισ. ευρώ. Η καθαρή
διεθνής επενδυτική θέση ανέρχεται περίπου στο 1,4 τρισ. ευρώ.Από
τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι από την πλευρά του ενεργητικού το
γερμανικό τραπεζικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της
παραπάνω κατάστασης μαζί με τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Αντιθέτως από
τη μεριά των υποχρεώσεων, οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου είναι αυτές που
έχουν τη μεγαλύτερη συμβολή και αφορούν σε
επενδύσεις χρεογράφων του γερμανικού κράτους.
Η καθαρή εξωτερική θέση της Γερμανίας έφθασε
σε 1,4 τρισ. δολάρια
το 2012, κυρίως λόγω της αύξησης του πλεονάσματος του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών τα τελευταία έτη. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 το
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ήταν ελλειμματικό. Από το
1981 μέχρι και το 1991 μετατρέπεται σε θετικό αγγίζοντας το 5% του ΑΕΠ
την περίοδο 1986-1988, που αποτελεί και το υψηλότερο σημείο της
περιόδου. Το 1991 μετατρέπεται σε ελλειμματικό μέχρι και το 2001 (κατά
μ.ο. -2,0% του ΑΕΠ).
Από το 2002 μέχρι και το 2012 γίνεται πάλι
πλεονασματικό αγγίζοντας το 7,5% το 2007, που αποτελεί και το ανώτερο
σημείο. Παρά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση, το πλεόνασμα του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας παραμένει υψηλό,
περίπου στο 6% του ΑΕΠ, δείχνοντας με σαφήνεια ότι η χώρα κερδίζει από την κρίση.
Τα σημαντικότατα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας σύμφωνα με όλες τις οικονομικές θεωρίες αποτελούν
δείγμα ανισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας, με σαφείς αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνσή της.
Επίσης, ως πιστώτρια χώρα η Γερμανία ανήλθε παγκοσμίως στην τρίτη θέση, μετά την Ιαπωνία και την Κίνα.
Σε
σχέση με τα επενδυτικά πιστωτικά εργαλεία τα οποία επιλέγει για να
τοποθετήσει τα πλεονάσματά της παρατηρείται διαχρονικά μια διαφοροποίηση
συναρτώμενη με την
ωρίμανση και την ενδυνάμωση της οικονομίας της.
Κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 η Γερμανία διακρατούσε μακροχρόνια
χρεόγραφα του υπόλοιπου κόσμου στοχεύοντας στις αποδόσεις τους. Άρχισε
να μεταβάλει την επενδυτική της στρατηγική μετά την πτώση του τείχους
του Βερολίνου.
Άρχισε να κτίζει απαιτήσεις επί μετοχικού κεφαλαίου
ενώ συγχρόνως οι απαιτήσεις χρέους έγιναν αρνητικές λόγω των πληρωμών
στις μεταφορές πόρων για την ενοποίηση της χώρας αλλά και για το κόστος
της φούσκας ακινήτων.
Όταν περιορίστηκαν οι μισθοί στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
μετατράπηκε πάλι σε θετικό, οι γερμανικές καθαρές απαιτήσεις χρέους έγιναν πάλι θετικές στην αρχή της δεκαετίας του 2000.
Σήμερα η Γερμανία παρουσιάζει
θετικό καθαρό εξωτερικό ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών στο οποίο οι απαιτήσεις χρέους είναι υψηλότερες από τις απαιτήσεις σε μετοχικό κεφάλαιο και συναφή.
Φυσικά
τα κέρδη από όλες αυτές τις τοποθετήσεις είναι σημαντικά. Για τη
Γερμανία, το καθαρό εισόδημα από τις καθαρές διεθνείς επενδύσεις
κυμαίνεται
στο 6,0%-8,0% των ετήσιων καθαρών διεθνών επενδύσεών της.
Οι
παραπάνω εξελίξεις πιστοποιούν με ακρίβεια ότι η χώρα έχει μεταβληθεί
την τελευταία δεκαετία (ύπαρξη του ευρώ) σε παράγοντα που δεν συμβάλλει
όσο απορρέει από τη θέση της στη σταθεροποίηση και στη μεγέθυνση της
παγκόσμιας οικονομίας, παρότι
έχει κάνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση σε σχέση με τις δεκαετίες 1960 και 1970.
http://www.euro2day.gr/
Η καθαρή εξωτερική θέση της Γερμανίας έφθασε σε 1,4 τρισ. δολάρια το 2012, κυρίως λόγω της αύξησης του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τα τελευταία έτη. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας ήταν ελλειμματικό. Από το 1981 μέχρι και το 1991 μετατρέπεται σε θετικό αγγίζοντας το 5% του ΑΕΠ την περίοδο 1986-1988, που αποτελεί και το υψηλότερο σημείο της περιόδου. Το 1991 μετατρέπεται σε ελλειμματικό μέχρι και το 2001 (κατά μ.ο. -2,0% του ΑΕΠ).
Από το 2002 μέχρι και το 2012 γίνεται πάλι πλεονασματικό αγγίζοντας το 7,5% το 2007, που αποτελεί και το ανώτερο σημείο. Παρά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας παραμένει υψηλό, περίπου στο 6% του ΑΕΠ, δείχνοντας με σαφήνεια ότι η χώρα κερδίζει από την κρίση.
Τα σημαντικότατα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας σύμφωνα με όλες τις οικονομικές θεωρίες αποτελούν δείγμα ανισορροπίας της παγκόσμιας οικονομίας, με σαφείς αρνητικές επιδράσεις στη μεγέθυνσή της.
Επίσης, ως πιστώτρια χώρα η Γερμανία ανήλθε παγκοσμίως στην τρίτη θέση, μετά την Ιαπωνία και την Κίνα.
Σε σχέση με τα επενδυτικά πιστωτικά εργαλεία τα οποία επιλέγει για να τοποθετήσει τα πλεονάσματά της παρατηρείται διαχρονικά μια διαφοροποίηση συναρτώμενη με την ωρίμανση και την ενδυνάμωση της οικονομίας της. Κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 η Γερμανία διακρατούσε μακροχρόνια χρεόγραφα του υπόλοιπου κόσμου στοχεύοντας στις αποδόσεις τους. Άρχισε να μεταβάλει την επενδυτική της στρατηγική μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Άρχισε να κτίζει απαιτήσεις επί μετοχικού κεφαλαίου ενώ συγχρόνως οι απαιτήσεις χρέους έγιναν αρνητικές λόγω των πληρωμών στις μεταφορές πόρων για την ενοποίηση της χώρας αλλά και για το κόστος της φούσκας ακινήτων.
Όταν περιορίστηκαν οι μισθοί στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε πάλι σε θετικό, οι γερμανικές καθαρές απαιτήσεις χρέους έγιναν πάλι θετικές στην αρχή της δεκαετίας του 2000.
Σήμερα η Γερμανία παρουσιάζει θετικό καθαρό εξωτερικό ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών στο οποίο οι απαιτήσεις χρέους είναι υψηλότερες από τις απαιτήσεις σε μετοχικό κεφάλαιο και συναφή.
Φυσικά τα κέρδη από όλες αυτές τις τοποθετήσεις είναι σημαντικά. Για τη Γερμανία, το καθαρό εισόδημα από τις καθαρές διεθνείς επενδύσεις κυμαίνεται στο 6,0%-8,0% των ετήσιων καθαρών διεθνών επενδύσεών της.
Οι παραπάνω εξελίξεις πιστοποιούν με ακρίβεια ότι η χώρα έχει μεταβληθεί την τελευταία δεκαετία (ύπαρξη του ευρώ) σε παράγοντα που δεν συμβάλλει όσο απορρέει από τη θέση της στη σταθεροποίηση και στη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας, παρότι έχει κάνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση σε σχέση με τις δεκαετίες 1960 και 1970.
http://www.euro2day.gr/