«Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ είναι η `μητέρα` όλων των πολέμων του Κόλπου. Ήταν
ο πιο μακρύς πόλεμος του εικοστού αιώνα και ο πόλεμος με τα περισσότερα
θύματα στη Μέση Ανατολή: 680.000 νεκροί και αγνοούμενοι (180.000
Ιρακινοί και 500.000 Ιρανοί) και πάνω από 1,8 εκατομμύρια τραυματίες και
ακρωτηριασμένοι. Ο πόλεμος αυτός δημιούργησε ένα νέο γεωπολιτικό
δεδομένο στην περιοχή. Οι Δυτικοί επέστρεψαν στον Κόλπο και η
στρατιωτική τους παρουσία (κυρίως η αμερικανική) ενισχύθηκε. Ξεκίνησε
επίσης η διείσδυση της Σοβιετικής Ένωσης (και στη συνέχεια της Ρωσίας)
και της Κίνας. Αν και το Ιράκ επισήμως νίκησε, το βέβαιο είναι ότι
αποδυναμώθηκε και απομονώθηκε. Όσο για το Ιράν, εξοστρακίστηκε τελείως
από τη διεθνή σκηνή. Και οι μοναρχίες του πετρελαίου άρχισαν να
ονειρεύονται έναν σημαντικό περιφερειακό ρόλο».
Αυτά λέει στο περιοδικό Nouvel Observateur ο γάλος ιστορικός Πιερ Ραζού, του οποίου το βιβλίο «Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ. Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου 1980-1988» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Perrin. Όπως επισημαίνει, ο πόλεμος εκείνος είχε για το νέο ισλαμικό καθεστώς του Ιράν απροσδόκητα οφέλη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο αγιατολάχ Χομεϊνί τον είχε χαρακτηρίσει «ευλογία», αφού επέτρεψε στο καθεστώς να ριζοσπαστικοποιηθεί ιδεολογικά και να εξουδετερώσει όλους τους εσωτερικούς του εχθρούς, είτε ήταν λαϊκοί είτε μαρξιστές, φιλελεύθεροι ή μετριοπαθείς θρήσκοι. Εκείνη την εποχή επίσης σχηματίστηκαν οι Φρουροί της Επανάστασης και η πολιτοφυλακή των μπασιτζί, που πρωταγωνίστησαν σε φονικές επιθέσεις εναντίον του Ιράν χωρίς όμως να μπορέσουν να αλλάξουν πολλά πράγματα στο πεδίο της μάχης. Η επίσημη ιστορία έγραψε ότι οι Φρουροί της Επανάστασης κέρδισαν τον πόλεμο και όποιος υποστήριζε το αντίθετο κατέληγε στη φυλακή.
Στην πραγματικότητα, ο τακτικός στρατός ήταν εκείνος που επέτρεψε στο καθεστώς να αμυνθεί τόσο απέναντι στο Ιράκ όσο και απέναντι στους κούρδους αυτονομιστές. Ο πόλεμος εκείνος ήταν άραγε ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, που συνεχίζεται σήμερα στο Ιράκ και τη Συρία; «Δεν νομίζω», απαντά ο γάλλος ιστορικός. «Ο Χομεϊνί ήλπιζε να ξεσηκωθούν οι Σιίτες του Ιράκ εναντίον του Σαντάμ και ο τελευταίος ήλπιζε οι αραβόφωνοι Σουνίτες του νοτίου Ιράκ να υποδεχθούν τους ιρακινούς στρατιώτες ως απελευθερωτές. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Ο μισός στρατός του Σαντάμ αποτελούνταν άλλωστε από Σιίτες. Η λογική που κυριάρχησε και στα δύο στρατόπεδα ήταν εθνικιστική, όχι θρησκευτική».
Το 1983, συνεχίζει ο Πιερ Ραζού, οι Ιρακινοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά χημικά όπλα τόσο εναντίον των ιρανικών στρατευμάτων όσο και εναντίον των Κούρδων, για να τους τιμωρήσουν επειδή διευκόλυναν την προέλαση των ιρανικών στρατευμάτων στο ιρακινό Κουρδιστάν. Μέχρι το 1988, ο Σαντάμ χρησιμοποιούσε τακτικά χημικά όπλα στο μέτωπο, εν γνώσει φυσικά των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, που έκαναν τα στραβά μάτια!
Η νίκη του Σαντάμ ήταν όμως «πύρρεια».
Εκτός του ότι αποδυνάμωσε το καθεστώς του, τον οδήγησε να εισβάλει το 1990 στο Κουβέιτ, γεγονός που ήταν η αρχή του τέλους του. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι με τον τρίτο πόλεμο του Κόλπου, το 2003, ο Τζορτζ Μπους πρόσφερε στους Ιρανούς τη νίκη που ονειρεύονταν επί οκτώ χρόνια. Πρωταγωνιστές στο Ιράν στη διάρκεια εκείνου του πολέμου ήταν ο Αλί Χαμενεϊ και ο Χασεμί Ραφσαντζανί. Οι ίδιοι άνθρωποι πρωταγωνιστούν ουσιαστικά και σήμερα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους επιτρέπει να καταλάβουμε τη λειτουργία της ιρανικής εξουσίας, επισημαίνει ο Ραζού. Και οι δύο επιδίωκαν να διαδεχθούν τον Χομεϊνί και θεωρούσαν τον πόλεμο ένα μέσο για την επιβολή της ηγεσίας τους.
Ο Ραφσαντζανί θα μπορούσε επανειλημμένα να σταματήσει τον πόλεμο, αλλά τον συνέχισε τεχνητά για να ενισχύσει την εξουσία του. Ο ίδιος ανταγωνισμός συνεχίζεται και σήμερα. Η εκλογή του Χασάν Ροχανί στην προεδρία της χώρας, ενός μουλά που πρόσκειται στον Χαμενεϊ και είναι ταυτόχρονα «πουλέν» του Ραφσαντζανί, ήταν ένας συμβιβασμός που επέτρεψε στους δύο άνδρες να σώσουν τα προσχήματα.
Ο Ροχανί κάνει τώρα ανοίγματα στη Δύση επειδή το καθεστώς γνωρίζει ότι ο χρόνος κυλά εις βάρος του και θέλει την εξομάλυνση με τη Δύση για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια. Ο Χαμενεϊ διδάχθηκε από τον πόλεμο με το Ιράκ. Προτιμά να διαπραγματευθεί με τους Δυτικούς προτού οι οικονομικές κυρώσεις οδηγήσουν στο τέλος του καθεστώτος. Η μελέτη του πολέμου Ιράν-Ιράκ, καταλήγει ο γάλλος ιστορικός, δείχνει ότι το ιρανικό καθεστώς κινείται με βάση τη λογική: δέχεται ένα συμβιβασμό όταν κρίνει πως είναι προς το συμφέρον του, όταν τα ταμεία αδειάζουν ή όταν υπάρχει μια σοβαρή εξωτερική στρατιωτική απειλή. Στη σημερινή κατάσταση, το καθεστώς συνειδητοποίησε ότι το συμφέρει να διαπραγματευθεί με τους Δυτικούς για να σώσει την οικονομία του και να αποτρέψει μια κοινωνική έκρηξη.
Πηγή: Le Nouvel Observateur
Αυτά λέει στο περιοδικό Nouvel Observateur ο γάλος ιστορικός Πιερ Ραζού, του οποίου το βιβλίο «Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ. Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου 1980-1988» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Perrin. Όπως επισημαίνει, ο πόλεμος εκείνος είχε για το νέο ισλαμικό καθεστώς του Ιράν απροσδόκητα οφέλη. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο αγιατολάχ Χομεϊνί τον είχε χαρακτηρίσει «ευλογία», αφού επέτρεψε στο καθεστώς να ριζοσπαστικοποιηθεί ιδεολογικά και να εξουδετερώσει όλους τους εσωτερικούς του εχθρούς, είτε ήταν λαϊκοί είτε μαρξιστές, φιλελεύθεροι ή μετριοπαθείς θρήσκοι. Εκείνη την εποχή επίσης σχηματίστηκαν οι Φρουροί της Επανάστασης και η πολιτοφυλακή των μπασιτζί, που πρωταγωνίστησαν σε φονικές επιθέσεις εναντίον του Ιράν χωρίς όμως να μπορέσουν να αλλάξουν πολλά πράγματα στο πεδίο της μάχης. Η επίσημη ιστορία έγραψε ότι οι Φρουροί της Επανάστασης κέρδισαν τον πόλεμο και όποιος υποστήριζε το αντίθετο κατέληγε στη φυλακή.
Στην πραγματικότητα, ο τακτικός στρατός ήταν εκείνος που επέτρεψε στο καθεστώς να αμυνθεί τόσο απέναντι στο Ιράκ όσο και απέναντι στους κούρδους αυτονομιστές. Ο πόλεμος εκείνος ήταν άραγε ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών, που συνεχίζεται σήμερα στο Ιράκ και τη Συρία; «Δεν νομίζω», απαντά ο γάλλος ιστορικός. «Ο Χομεϊνί ήλπιζε να ξεσηκωθούν οι Σιίτες του Ιράκ εναντίον του Σαντάμ και ο τελευταίος ήλπιζε οι αραβόφωνοι Σουνίτες του νοτίου Ιράκ να υποδεχθούν τους ιρακινούς στρατιώτες ως απελευθερωτές. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Ο μισός στρατός του Σαντάμ αποτελούνταν άλλωστε από Σιίτες. Η λογική που κυριάρχησε και στα δύο στρατόπεδα ήταν εθνικιστική, όχι θρησκευτική».
Το 1983, συνεχίζει ο Πιερ Ραζού, οι Ιρακινοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά χημικά όπλα τόσο εναντίον των ιρανικών στρατευμάτων όσο και εναντίον των Κούρδων, για να τους τιμωρήσουν επειδή διευκόλυναν την προέλαση των ιρανικών στρατευμάτων στο ιρακινό Κουρδιστάν. Μέχρι το 1988, ο Σαντάμ χρησιμοποιούσε τακτικά χημικά όπλα στο μέτωπο, εν γνώσει φυσικά των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, που έκαναν τα στραβά μάτια!
Η νίκη του Σαντάμ ήταν όμως «πύρρεια».
Εκτός του ότι αποδυνάμωσε το καθεστώς του, τον οδήγησε να εισβάλει το 1990 στο Κουβέιτ, γεγονός που ήταν η αρχή του τέλους του. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι με τον τρίτο πόλεμο του Κόλπου, το 2003, ο Τζορτζ Μπους πρόσφερε στους Ιρανούς τη νίκη που ονειρεύονταν επί οκτώ χρόνια. Πρωταγωνιστές στο Ιράν στη διάρκεια εκείνου του πολέμου ήταν ο Αλί Χαμενεϊ και ο Χασεμί Ραφσαντζανί. Οι ίδιοι άνθρωποι πρωταγωνιστούν ουσιαστικά και σήμερα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους επιτρέπει να καταλάβουμε τη λειτουργία της ιρανικής εξουσίας, επισημαίνει ο Ραζού. Και οι δύο επιδίωκαν να διαδεχθούν τον Χομεϊνί και θεωρούσαν τον πόλεμο ένα μέσο για την επιβολή της ηγεσίας τους.
Ο Ραφσαντζανί θα μπορούσε επανειλημμένα να σταματήσει τον πόλεμο, αλλά τον συνέχισε τεχνητά για να ενισχύσει την εξουσία του. Ο ίδιος ανταγωνισμός συνεχίζεται και σήμερα. Η εκλογή του Χασάν Ροχανί στην προεδρία της χώρας, ενός μουλά που πρόσκειται στον Χαμενεϊ και είναι ταυτόχρονα «πουλέν» του Ραφσαντζανί, ήταν ένας συμβιβασμός που επέτρεψε στους δύο άνδρες να σώσουν τα προσχήματα.
Ο Ροχανί κάνει τώρα ανοίγματα στη Δύση επειδή το καθεστώς γνωρίζει ότι ο χρόνος κυλά εις βάρος του και θέλει την εξομάλυνση με τη Δύση για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια. Ο Χαμενεϊ διδάχθηκε από τον πόλεμο με το Ιράκ. Προτιμά να διαπραγματευθεί με τους Δυτικούς προτού οι οικονομικές κυρώσεις οδηγήσουν στο τέλος του καθεστώτος. Η μελέτη του πολέμου Ιράν-Ιράκ, καταλήγει ο γάλλος ιστορικός, δείχνει ότι το ιρανικό καθεστώς κινείται με βάση τη λογική: δέχεται ένα συμβιβασμό όταν κρίνει πως είναι προς το συμφέρον του, όταν τα ταμεία αδειάζουν ή όταν υπάρχει μια σοβαρή εξωτερική στρατιωτική απειλή. Στη σημερινή κατάσταση, το καθεστώς συνειδητοποίησε ότι το συμφέρει να διαπραγματευθεί με τους Δυτικούς για να σώσει την οικονομία του και να αποτρέψει μια κοινωνική έκρηξη.
Πηγή: Le Nouvel Observateur