Του Κώστα Ράπτη
Σε κάθε Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υπάρχει μία ομιλία αρκετά “θεατρική” (όπως π.χ. αυτές του μακαρίτη Hugo Chavez) ή εξωφρενική (όπως του Mahmud Ahmadinejad), ώστε να μείνει στα χρονικά. Η φετινή τοποθέτηση της προέδρου της Βραζιλίας Dilma Roussef θα πρέπει, για πολύ σοβαρούς λόγους, να θεωρηθεί ορόσημο στις σχέσεις της Βόρειας με τη Νότια Αμερική. Κατά παράδοση, η Βραζιλία είναι η πρώτη χώρα που παίρνει τον λόγο στη Γενική Συνέλευση, ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ. Όμως η Dilma Roussef παρεξέκλινε από τη διπλωματική παράδοση που θέλει τις διμερείς διαφορές να μένουν εκτός Γενικής Συνέλευσης.
Η πρόεδρος της Βραζιλίας στάθηκε βέβαια στην πάγια διεκδίκηση της χώρας
της για μια θέση μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και
συνολικά για μια αναβάθμιση της εκπροσώπησης των αναπτυσσόμενων χωρών
στους διεθνείς θεσμούς (π.χ. ΔΝΤ), τονίζοντας ότι κρίσεις όπως αυτή της
Συρίας ή η χρονίζουσα ισραηλινο-παλαιστιανική σύγκρουση αποδεικνύουν την
αναποτελεσματικότητα και εντέλει τη μειωμένη νομιμοποίηση των
υφιστάμενων συσχετισμών.Σε κάθε Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υπάρχει μία ομιλία αρκετά “θεατρική” (όπως π.χ. αυτές του μακαρίτη Hugo Chavez) ή εξωφρενική (όπως του Mahmud Ahmadinejad), ώστε να μείνει στα χρονικά. Η φετινή τοποθέτηση της προέδρου της Βραζιλίας Dilma Roussef θα πρέπει, για πολύ σοβαρούς λόγους, να θεωρηθεί ορόσημο στις σχέσεις της Βόρειας με τη Νότια Αμερική. Κατά παράδοση, η Βραζιλία είναι η πρώτη χώρα που παίρνει τον λόγο στη Γενική Συνέλευση, ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ. Όμως η Dilma Roussef παρεξέκλινε από τη διπλωματική παράδοση που θέλει τις διμερείς διαφορές να μένουν εκτός Γενικής Συνέλευσης.
Κυρίως όμως η Dilam Roussef εξαπέλυσε επίθεση στις ΗΠΑ για το πρόγραμμα παρακολουθήσεων της NSA (στους στόχους του οποίου συμπεριλαμβανόταν η χώρα της), χαρακτηρίζοντάς το “επιθετική ενέργεια” και “σοβαρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Τόνισε ότι δεν πρόκειται για διμερές ζήτημα αλλά για ζήτημα διεθνούς ασφάλειας και σταθερότητας, ενώ ανέδειξε τον προσχηματικό χαρακτήρα της “αντιτρομοκρατικής” επιχειρηματολογίας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η Βραζιλία ξέρει πολύ καλά πώς να προφυλαχθεί από τρομοκράτες.
Ο διεθνής Τύπος έκανε λόγο για “κόλαφο” - όμως δεν επρόκειτο για έκπληξη. Οι αποκαλύψεις του Edward Snowden μέσω του εγκατεστημένου στο Ρίο συνεργάτης του Glenn Greenwald πήραν δραματική, σε ό,τι αφορά την Βραζιλία, τροπή όταν από τις αρχές Σεπτεμβρίου το βραζιλιάνικο κανάλι O Globo έφερε στο φώς την παρακολούθηση από τις αμερικανικές υπηρεσίες τηλεφωνημάτων και e-mails της Roussef καθώς και υποκλοπή δεδομένων της κρατικής εταιρείας πετρελαίου Petrobras. Η τηλεφωνική επικοινωνία Obama με την ομόλογό του στις 16 Σεπτεμβρίου δεν αποκατέστησε το κλίμα, και την επομένη ανακοινώθηκε η “επ΄ αόριστον αναβολή” της προγραμματισμένης επίσκεψης της Roussef στη Ουάσιγκτον – της πρώτης που θα πραγματοποιούσε αρχηγός του κράτους της Βραζιλίας από το 1995.
Η συγκυρία είναι ευαίσθητη: σε έναν χρόνο η Roussef θα δώσει μια δύσκολη εκλογική μάχη για την επανεκλογή της και με δεδομένη την κατάσταση πνευμάτων στο κοινοβούλιο και την κοινωνία της Βραζιλίας μετά τις αποκαλύψεις Snowden θα ήταν πολιτικά αυτοκτονικό να εμφανισθεί ως “υποτασσόμενη” στη Ουάσιγκτον.
Όμως, το “ρήγμα” έχει μεγαλύτερο βάθος απ΄ ό,τι απλώς υπαγορεύουν οι ανάγκες της συγκυρίας. Όπως δήλωσε στην Christian Science Monitor ο Larry Birns, διευθυντής του Counscil on Hemispheric Affairs στη Ουάσιγκτον, “η Βραζιλία υιοθετεί σκληρή στάση, περιγράφοντας τις ΗΠΑ σαν να ήταν η Βόρεια Κορέα. Όποιος νομίζει ότι αυτό είναι μια μικρή πινελιά σε μια μεγαλύτερη εικόνα, δεν μπαίνει στον κόπο να συγκρίνει το τί ήταν η Βραζιλία στο παρελθόν και τι σημαίνει το να συμπεριφέρεται έτσι τώρα. Όλος ο γεωπολιτικός χάρτης έχει αλλάξει”.
Στην ιστοσελίδα των New York Times διεξάγεται ήδη διάλογος ειδικών για το ποια από τις δύο πλευρές έχει να χάσει τα περισσότερα από τη νέα τροπή στις αμερικανο-βραζιλιάνικες σχέσεις. Προς στιγμήν, το μόνο βέβαιο είναι ότι κερδίζει ο... προστατευτισμός, καθώς η παραγγελία 36 βραζιλιάνικων μαχητικών τζετ, κόστους 4 δισ. δολαρίων, από την Boeing οδεύει προς ακύρωση, όπως και η συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών στην εκμετάλλευση πετρελαϊκών κοιτασμάτων στα βάθη του Ατλαντικού από την Petrobras. Παράλληλα, η κυβέρνηση Roussef προωθεί την απαγόρευση της αποθήκευσης από τις μεγάλες εταιρείες του Διαδικτύου δεδομένων Bραζιλιάνων πολιτών εκτός Βραζιλίας και την χρηματοδότηση καλωδίων οπτικών ινών που θα εκτρέψουν.
Η θετική υποδοχή της ομιλίας της Roussef στον διεθνή Τύπο σημαίνει ότι και άλλες πρωτεύουσες όπως το Βερολίνο, το Δελχί και το Μεξικό ωθούνται να ανεβάσουν τους τόνους στην υπόθεση της NSA. Κυρίως όμως η στάση της προέδρου της Βραζιλίας δίνει “φωνή” σε μία Λατινική Αμερική, αποφασισμένη να ισορροπήσει τις σχέσεις της με την βορειοαμερικανική υπερδύναμη. Απορροφημένες από εστίες έντασης που είτε απειλούν ευθέως τα αμερικανικά συμφέροντα είτε συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των ισχυρών λόμπι της Ουάσιγκτον, οι ΗΠΑ μοιάζει να μην έχουν συγκροτημένη πολιτική για την πάλαι ποτέ “πίσω αυλή τους”. Ενέργειες, όπως η στήριξη της ανατροπής των αριστερών κυβερνήσεων της Ονδούρας το 2009 και της Παραγουάης το 2012, η μη αναγνώριση της εκλογής Maduro στη Βενεζουέλα, ή η υπαναχώρηση του ΔΝΤ στην αρχική απόφασή του να παρέμβει υπέρ της Αργεντινής στην αντιδικίa της με τα vulture funds δείχνουν ότι μόνο η δύναμη της αδράνειας από το παρελθόν καθοδηγεί πλέον τις σχέσεις Βορρά-Νότου στο Δυτικό Ημισφαίριο.