Η απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων για μη συμμετοχή του
Ηνωμένου Βασιλείου σε στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία έχει πολλές
αναγνώσεις. Για την ιστορία, οι ψήφοι ήταν 285 κατά και 272 υπέρ, με τον
Βρετανό πρωθυπουργό να δηλώνει ότι «είναι ξεκάθαρο ότι η Βουλή δεν
θέλει να δει τη στρατιωτική εμπλοκή της Βρετανίας». Αρχικά, από άποψη Θεωρίας Πολέμου, η πολεμική διαδικασία αποτελεί τη
συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, όπως έχει αναφέρει ο Clausevitz. Η
βρετανική Βουλή εκφράζει την κόπωση της κοινωνίας απέναντι στις
υπέρμετρες θυσίες που απαιτεί ο πόλεμος. Δεν πρέπει να διαφεύγει από την
προσοχή μας ότι η Βρετανία πολεμούσε στο πλευρό των ΗΠΑ από το 2001 στο
Αφγανιστάν και από το 2003 έως πριν λίγους μήνες στο Ιράκ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον νέο βιβλίο του ο Frank Ledwidge «Investment in Blood: The True Cost of Britain’s Afghan War» (Επένδυση στο αίμα: Το πραγματικό κόστος του βρετανικού πόλεμου στο Αφγανιστάν), από τις εκδόσεις Yale University Press, μόνο στο Αφγανιστάν οι Βρετανοί μετρούν 444 νεκρούς, 2.600 τραυματίες και 5.000 με διαγνωσμένα ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Εως σήμερα το συνολικό κόστος συμμετοχής της Βρετανίας φτάνει στις 37 δισ. στερλίνες, με προοπτική να φτάσει στα 40 δισ. έως το 2020 λόγω της περίθαλψης των τραυματιών και παράλληλες δαπάνες υποστηρικτικού χαρακτήρα.
Για να μπορέσει ένα κράτος να διεξαγάγει επιχειρήσεις, είτε παρεμποδιστικού είτε προληπτικού τύπου μακριά από το εθνικό έδαφος, θα πρέπει και να μπορεί αλλά και η κοινωνία να το θέλει. Η αρχή του Able and Willing παίζει αποφασιστικό ρόλο στο να εισέλθει ένα κράτος στις στενωπούς μιας πολεμικής σύγκρουσης και, όπως φαίνεται, οι εκπρόσωποι του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βουλή των Κοινοτήτων θεώρησαν ότι δεν θα άντεχε η Βρετανία μια νέα οικονομική επιβάρυνση, αλλά και ότι ο βρετανικός λαός θα ήταν απρόθυμος να υποστηρίξει την εμπλοκή του στρατού στη Συρία. Το σύνδρομο της κόπωσης -ή, αλλιώς, ο κοινωνικός χαρακτήρας του πολέμου- έρχεται στο προσκήνιο με ορμή στο σημείο αυτό, επηρεάζοντας τις ενδοκρατικές εξελίξεις στη Βρετανία.
Από άποψη διεθνοπολιτικών συσχετισμών, δεν πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή μας ότι η Βρετανία είναι ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ και, ακόμα και αν οι δυο πλευρές επιδιώκουν να υποβαθμίσουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, είναι σίγουρο ότι οι αμερικανοβρετανικές σχέσεις εισέρχονται σε μια νέα φάση, με τις ΗΠΑ να μετρούν ξανά το ποσοστό προθυμίας και ικανότητας του πιο στενού συμμάχου τους να προστρέξει σε βοήθεια. Παλαιότερα η άρνηση της Βρετανίας να εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ δημιούργησε αυξημένη ψύχρανση μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τη φορά αυτή τα πράγματα, αλλά σίγουρα η αποφασιστικότητα της Γαλλίας να βοηθήσει τις ΗΠΑ δεν βελτιώνει τις περιρρέουσες παραμέτρους για το Λονδίνο.
Υπάρχει όμως και η τρίτη ανάγνωση, που αφορά τα εσωτερικά μας, και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο της κοινοβουλευτικής λειτουργίας μας σε σχέση με αυτόν του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός καταψηφίστηκε ακόμα και από βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών για πρώτη φορά για θέμα που αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή του κράτους από το 1782. Κι ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να κάνει χρήση του επονομαζόμενου βασιλικού δικαιώματος -Royal Prerogative-, έκανε σεβαστή τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η κίνηση αυτή του Βρετανού πρωθυπουργού (ο ιστορικός του μέλλοντος σίγουρα θα σταθεί με θετικό τρόπο ως προς τη στάση του Κάμερον, που αποτελεί παράδειγμα σεβασμού των θεσμών ακόμα και σε μια κρίσιμη στιγμή) ασφαλώς και ξενίζει σε μια Ελλάδα όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, με τη Βουλή να περιορίζεται στον ρόλο του χειροκροτητή στο τέλος της διαδικασίας ψήφισης του ετήσιου Προϋπολογισμού.
Οφείλουμε να στοχαστούμε ξανά ως κοινωνία ότι η δημοκρατία τρέφεται από συναινέσεις, γιγαντώνεται όμως από τις διαφωνίες, ιδίως όταν αυτές γίνονται σεβαστές ως κανονιστικό κοινοβουλευτικό δικαίωμα και όχι ως οποιασδήποτε μορφής πολιτική παρέκκλιση.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον νέο βιβλίο του ο Frank Ledwidge «Investment in Blood: The True Cost of Britain’s Afghan War» (Επένδυση στο αίμα: Το πραγματικό κόστος του βρετανικού πόλεμου στο Αφγανιστάν), από τις εκδόσεις Yale University Press, μόνο στο Αφγανιστάν οι Βρετανοί μετρούν 444 νεκρούς, 2.600 τραυματίες και 5.000 με διαγνωσμένα ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Εως σήμερα το συνολικό κόστος συμμετοχής της Βρετανίας φτάνει στις 37 δισ. στερλίνες, με προοπτική να φτάσει στα 40 δισ. έως το 2020 λόγω της περίθαλψης των τραυματιών και παράλληλες δαπάνες υποστηρικτικού χαρακτήρα.
Για να μπορέσει ένα κράτος να διεξαγάγει επιχειρήσεις, είτε παρεμποδιστικού είτε προληπτικού τύπου μακριά από το εθνικό έδαφος, θα πρέπει και να μπορεί αλλά και η κοινωνία να το θέλει. Η αρχή του Able and Willing παίζει αποφασιστικό ρόλο στο να εισέλθει ένα κράτος στις στενωπούς μιας πολεμικής σύγκρουσης και, όπως φαίνεται, οι εκπρόσωποι του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βουλή των Κοινοτήτων θεώρησαν ότι δεν θα άντεχε η Βρετανία μια νέα οικονομική επιβάρυνση, αλλά και ότι ο βρετανικός λαός θα ήταν απρόθυμος να υποστηρίξει την εμπλοκή του στρατού στη Συρία. Το σύνδρομο της κόπωσης -ή, αλλιώς, ο κοινωνικός χαρακτήρας του πολέμου- έρχεται στο προσκήνιο με ορμή στο σημείο αυτό, επηρεάζοντας τις ενδοκρατικές εξελίξεις στη Βρετανία.
Από άποψη διεθνοπολιτικών συσχετισμών, δεν πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή μας ότι η Βρετανία είναι ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ και, ακόμα και αν οι δυο πλευρές επιδιώκουν να υποβαθμίσουν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, είναι σίγουρο ότι οι αμερικανοβρετανικές σχέσεις εισέρχονται σε μια νέα φάση, με τις ΗΠΑ να μετρούν ξανά το ποσοστό προθυμίας και ικανότητας του πιο στενού συμμάχου τους να προστρέξει σε βοήθεια. Παλαιότερα η άρνηση της Βρετανίας να εμπλακεί στον πόλεμο του Βιετνάμ δημιούργησε αυξημένη ψύχρανση μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τη φορά αυτή τα πράγματα, αλλά σίγουρα η αποφασιστικότητα της Γαλλίας να βοηθήσει τις ΗΠΑ δεν βελτιώνει τις περιρρέουσες παραμέτρους για το Λονδίνο.
Υπάρχει όμως και η τρίτη ανάγνωση, που αφορά τα εσωτερικά μας, και πιο συγκεκριμένα τον τρόπο της κοινοβουλευτικής λειτουργίας μας σε σχέση με αυτόν του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός καταψηφίστηκε ακόμα και από βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών για πρώτη φορά για θέμα που αφορά τη στρατιωτική εμπλοκή του κράτους από το 1782. Κι ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να κάνει χρήση του επονομαζόμενου βασιλικού δικαιώματος -Royal Prerogative-, έκανε σεβαστή τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η κίνηση αυτή του Βρετανού πρωθυπουργού (ο ιστορικός του μέλλοντος σίγουρα θα σταθεί με θετικό τρόπο ως προς τη στάση του Κάμερον, που αποτελεί παράδειγμα σεβασμού των θεσμών ακόμα και σε μια κρίσιμη στιγμή) ασφαλώς και ξενίζει σε μια Ελλάδα όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, με τη Βουλή να περιορίζεται στον ρόλο του χειροκροτητή στο τέλος της διαδικασίας ψήφισης του ετήσιου Προϋπολογισμού.
Οφείλουμε να στοχαστούμε ξανά ως κοινωνία ότι η δημοκρατία τρέφεται από συναινέσεις, γιγαντώνεται όμως από τις διαφωνίες, ιδίως όταν αυτές γίνονται σεβαστές ως κανονιστικό κοινοβουλευτικό δικαίωμα και όχι ως οποιασδήποτε μορφής πολιτική παρέκκλιση.
Σπύρος Ν. Λίτσας