07 Σεπτεμβρίου 2013

Η... ψυχοπαθολογία του Κάμερον και η Συρία

http://i.dailymail.co.uk/i/pix/2013/09/06/article-2413595-1BA5DD4E000005DC-768_634x500.jpg
Γράφει ο Όμηρος Τσάπαλος, Υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ντέιβιντ Κάμερον έχει καταστεί ο μοναδικός (μέχρι στιγμής) τραγικός ήρωας στο γεωπολιτικό δράμα της χρήσης χημικών όπλων από το καθεστώς Ασαντ και της διαφαινόμενης στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία. Χωρίς να αφουγκραστεί σοβαρά τη βρετανική κοινωνία, χωρίς να διαισθανθεί τα φοβικά κατάλοιπα που συνεχίζουν να ενυπάρχουν σε αυτήν από τον καιρό της εισβολής στο Ιράκ (και τη δικαιολογημένη σύγκριση που θα γινόταν ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις), χωρίς να κατανοήσει την έλλειψη επιχειρημάτων και απτών αποδείξεων τη δεδομένη χρονική στιγμή, αποφάσισε αψυχολόγητα, ανοργάνωτα και βεβιασμένα να παρουσιάσει μια πρόταση συμμετοχής της Βρετανίας σε στρατιωτική επέμβαση. Η πρόταση δικαίως καταψηφίσθηκε από την πλειοψηφία του Σώματος, έχοντας τη συγκατάθεση δεκάδων βουλευτών του Συντηρητικού Κόμματος, στο οποίο προΐσταται.

Ηθικό και πολιτικό δίδαγμα: Ο Ντ. Κάμερον αποφάσισε να κάνει αυτό που κάθε πολιτικός απεύχεται να συμβεί στην καριέρα του: να προτείνει μια ακατάλληλη πολιτική σε μια ακατάλληλη στιγμή χωρίς την κατάλληλη επιχειρηματολογία. Και πώς μπορούσε άλλωστε να γινόταν, όταν ένας πρωθυπουργός παρουσιάζει σχέδιο στρατιωτικής επέμβασης χωρίς να έχει απτές αποδείξεις σχετικά με το ποιος και γιατί χρησιμοποίησε χημικά όπλα; Χωρίς να ξέρει αν ο βασικός Αμερικανός εταίρος του θα εμπλακεί ή όχι σε πόλεμο; Χωρίς να ξέρει από πριν αν αυτό που πάει να παρουσιάσει στη Βουλή έχει βάσιμες ενδείξεις ότι θα υπερψηφιστεί και χωρίς να υπάρχει από κανέναν διεθνή οργανισμό πολιτική νομιμοποίηση της επικείμενης επέμβασης;

Το «βρετανικό Βατερλώ» έφερε στην επιφάνεια γενικότερα ζητήματα πολιτικής ηγεσίας σε περιόδους κρίσης. Ο Ντ. Κάμερον συγκέντρωσε τα χαρακτηριστικά εκείνα ενός πολιτικού ηγέτη που μάταια προσπάθησε με κινήσεις επικοινωνιακού εντυπωσιασμού και υψηλού συμβολισμού να βελτιώσει ένα πολιτικό προφίλ που κατρακυλά συνεχώς στις δημοσκοπήσεις. Για παράδειγμα, η απόφασή του να προτείνει δημοψήφισμα για τις σχέσεις Βρετανίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον επανεκλεγεί (φανερός ο εκβιασμός του εκλογικού σώματος) και το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής «ηρωικής εξόδου» από την ευρωπαϊκή οικογένεια, είναι ενδεικτικά του πώς προσπαθεί να ταυτίσει το όνομά του με μια μεγάλη πολιτική απόφαση, που μπορεί ακόμα και να αποβεί καταστροφική για τα συμφέροντα της πατρίδας του. Το ότι αποφάσισε εν μια νυκτί να φέρει στο βρετανικό Κοινοβούλιο το θέμα της Συρίας (προκειμένου να προλάβει τις υπόλοιπες χώρες από το να πράξουν το ίδιο), δείχνει την ανάγκη ενός πολιτικού να αναστήσει (και να αναστηθεί μέσα από αυτήν) μια ξεχασμένη βρετανική αυτοκρατορία μιας αλλοτινής εποχής. Μιας εποχής όπου οι εξελίξεις προκαλούνταν από το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο και επηρέαζαν όλο τον κόσμο και όχι το αντίστροφο.

Τώρα, σαν μια σύγχρονη Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Κάμερον προσπάθησε να βάλει την υπογραφή του κάτω από μια στρατιωτική επέμβαση, μια επέμβαση που ενδεχομένως να συσπείρωνε το συντηρητικό ακροατήριο και θα ανέκοπτε το κύμα φυγής των ψηφοφόρων του προς τον υπερ-συντηρητικό Nigel Farage. Η Συρία μπορεί στο μυαλό του Κάμερον να θεωρείται τα «Φόκλαντς εν έτει 2013» που θα σώσουν τη διακυβέρνησή του, εντούτοις οι Βρετανοί βουλευτές προτίμησαν να προκαλέσουν με την ψήφο τους μία άνευ προηγουμένου ήττα πρωθυπουργού, που όμοιά της δεν έχει συμβεί από το 1850.
Αποτέλεσμα της λανθασμένης αυτής επιλογής ήταν να εκτεθεί μια ολόκληρη χώρα με παράδοση στη διπλωματία και τον πολιτικό ρεαλισμό. Να αποδυναμωθεί ο διεθνής της ρόλος στην αντιμετώπιση της συριακής κρίσης, μιας και ο Κάμερον υποσχέθηκε να σεβαστεί την απόφαση του βρετανικού κοινοβουλίου και να μην εμπλακεί σε πόλεμο. Και, τέλος, να αναδειχθούν από το πουθενά σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Γαλλία, που μέχρι πρότινος είχαν τον ρόλο δευτεραγωνιστή στις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις. Η πολιτική Κάμερον των τελευταίων ημερών είναι σίγουρο ότι θα αποτελέσει case study στους φοιτητές που ειδικεύονται στη διαχείριση πολιτικών κρίσεων, ενδεχομένως και σε αυτούς που ειδικεύονται στην ψυχοπαθολογία των ηγετών…