07 Σεπτεμβρίου 2013

Οι ιέρακες του πλεονάσματος

Ηκυβέρνηση εμφανίζει το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα ως «πρώτο βήμα» για την ανάκαμψη της οικονομίας και την έξοδο της χώρας στις αγορές. Ωστόσο, στις συγκεκριμένες συνθήκες, πρόκειται περί του ακριβώς αντιθέτου. Το δημόσιο πλεόνασμα συνεπάγεται έλλειμμα, αφαίμαξη και εξασθένηση του ιδιωτικού τομέα και συνεπώς όχι μόνον δεν προαναγγέλλει ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά αντίθετα απομακρύνει από αυτή. Σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και νομισματοπιστωτικής ξηρασίας, η απόσπαση πρωτογενούς πλεονάσματος από το κράτος συνεπάγεται περαιτέρω περιστολή της ήδη ανεπαρκούς ρευστότητος της οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη σταθεροποίησης της οικονομίας επιβάλλει αύξηση δημοσίων δαπανών, όχι μείωση προς απόσπαση πρωτογενούς πλεονάσματος.

Οταν η δημοσιονομική εξυγίανση προτάσσεται της ανάκαμψης, τότε η τελευταία μετατίθεται στο άδηλο μέλλον. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι αναγκαία και επιτρέπεται, υπό τον όρο ότι οι ρυθμοί της οικονομίας παραμένουν θετικοί και μάλιστα ανώτεροι του σκοπούμενου πλεονάσματος. Εφ' όσον το πλεόνασμα τοποθετείται σήμερα σε προοπτική 4,5% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τους κυβερνητικούς υπευθύνους, θα έπρεπε το τελευταίο να αυξάνεται με ρυθμό ανώτερο του 4,5%, ώστε η ανάπτυξη να παραμένει με θετικό πρόσημο. Αντ' αυτού, το ελληνικό ΑΕΠ καταγράφει συρρίκνωση -27% την τελευταία 4ετία και παραμένει σε αρνητικούς ρυθμούς μεταξύ -3% και -5% το τρέχον έτος. Εάν υποτεθεί ότι αποκαθίσταται θετικός ρυθμός 3% στο ΑΕΠ του 2014, με πρωτογενές πλεόνασμα 4,5%, αυτό θα σημαίνει στην πράξη διατήρηση αρνητικού ρυθμού στο -1,5%.

Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι ασφαλώς απαραίτητη, όμως κάθε πρόβλημα, όσο σημαντικό και αν είναι, θα πρέπει να τίθεται την κατάλληλη στιγμή. Οταν το δημοσιονομικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό, αυτό σημαίνει ότι αφαιρούνται πόροι από την οικονομία και από το ρυθμό του ΑΕΠ, δεν προστίθενται. Με σύνθημα «εξυγίανση πριν από την ανάκαμψη» κατά την παρούσα καθοδική φάση της οικονομίας, το πρόβλημα της ανάκαμψης δεν διευκολύνεται, αλλά περιπλέκεται, με κυβερνητική επιλογή, ακόμη περισσότερο.

Από εμπειρίες άλλων χωρών με διπλό πρόβλημα ανάκαμψης και δημοσιονομικής εξυγίανσης, μνημονεύονται οι: Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία, Καναδάς. Διαβεβαιώνεται ότι αυτές κατόρθωσαν το ακατόρθωτο: εξήλθαν από την ύφεση αφού προηγουμένως εξισορρόπησαν τα δημόσια ισοζύγιά τους, βασιζόμενες κυρίως σε μειώσεις δημοσίων δαπανών. Ωστόσο, ενδελεχής διερεύνηση καταλήγει σε αντίθετες διαπιστώσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, ουδέποτε η δημοσιονομική εξισορρόπηση προηγήθηκε της ανάκαμψης, αλλά το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Στη Σουηδία, με ύφεση κατά το 1991-93, η ανάκαμψη βασίστηκε στην επέκταση του δημοσίου ελλείμματος, από -1,1% του ΑΕΠ το 1991, σε -12% το 1993.

Ηαπορρόφηση του ελλείμματος όχι μόνον δεν προηγήθηκε, αλλά ακολούθησε με 4ετή υστέρηση σε σχέση με την ανάκαμψη. Στον Καναδά, η ύφεση του 1991 καταπολεμήθηκε επίσης όχι με μείωση των δημοσίων δαπανών, αλλά με επέκταση αυτών, και όταν οι ρυθμοί της οικονομίας αποκαταστάθηκαν, η απορρόφηση του ελλείμματος πάλι δεν προηγήθηκε, αλλά ακολούθησε με χρονική υστέρηση 7ετίας. Οσον αφορά τη Δανία, η έξοδος από την ύφεση του 2008-2009 δεν έγινε δυνατή παρά με επέκταση του δημοσιονομικού ελλείμματος, που μέχρι σήμερα παραμένει βασικός και απαράκαμπτος μοχλός για τη διατήρηση της ανάκαμψης.

Παρόμοια ήταν η εμπειρία της Φινλανδίας, στην οποία όχι μόνον δεν προηγήθηκε της ανάκαμψης η δημοσιονομική εξισορρόπηση, αλλά και από την ύφεση του 2008-2009 μέχρι σήμερα οι αυξητικοί ρυθμοί του ΑΕΠ βασίζονται σε συντηρούμενο διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα. Ακόμη και στις ΗΠΑ, σύγχρονη κοιτίδα όλων των θεωριών, εμπειριών, δογμάτων και αιρέσεων, ο πρόεδρος Κλίντον (1992-2000) πρώτα αποκατέστησε την ανάπτυξη της οικονομίας και έπειτα μετέτρεψε το βαρύ έλλειμμα που του είχε κληροδοτήσει ο προκάτοχός του Μπους σε δημοσιονομικό πλεόνασμα. Δικαιώνεται ο Αμερικανός οικονομολόγος Χαϊμάν Μίνσκι (1919-1996), ο οποίος διαπίστωνε ότι τα δημόσια ελλείμματα δεν αποτελούν «παθητικό» για την οικονομία, αλλά προστίθενται στο ενεργητικό της, ενώ τα δημόσια πλεονάσματα αφαιρούνται από αυτήν και την εξασθενούν.

Προαναγγέλλεται σήμερα έξοδος της χώρας στις χρηματαγορές. Ωστόσο, ποιο στοιχείο θα καθιστούσε αξιόπιστο το δημόσιο δανεισμό και το χρέος της χώρας; Το πλεόνασμα του δημοσιονομικού ισοζυγίου, που συνεπάγεται αποσταθεροποίηση και συρρίκνωση του ΑΕΠ, ή μήπως οι θετικοί ρυθμοί της οικονομίας;

Εάν οι αγορές ανησυχούν για τη διαχειρησιμότητα του χρέους, δεν είναι τόσο λόγω του δημοσίου ελλείμματος, αλλά κυρίως λόγω της αποσταθεροποίησης και επαπειλούμενης κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.

 Βαθιά ύφεση και εκτεταμένη ανεργία υπονομεύουν πολύ περισσότερο την αξιοπιστία της χώρας από ό,τι τα δημόσια ελλείμματα. Η αξιοπιστία κατακτάται όταν το ΑΕΠ εγκαθίσταται σε θετικούς ρυθμούς. Με την πρόταξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, το ΑΕΠ κλονίζεται και μαζί του κάθε αξιοπιστία. Γοητευτική ιδέα το πλεόνασμα, αλλά, στις συγκεκριμένες συνθήκες, καταλήγει βέβαιη επιβάρυνση της οικονομίας προς υποθετική μόνον εξασφάλιση των δανειστών.
kvergo@gmail.com